Γοητεύεται από τις πόλεις που έχουν «ζωή» και απεχθάνεται τα κτίρια που κατασκευάζονται για να εντυπωσιάζουν. Γι’ αυτό και το δικό του πορτφόλιο με σχέδια σε όλον τον κόσμο δεν περιλαμβάνει απρόσμενες γωνίες, «αντικείμενα που αψηφούν τη βαρύτητα», οτιδήποτε μπορεί να τον απομακρύνει από τη δουλειά του αρχιτέκτονα και να τον φέρει πιο κοντά στην έννοια του celebrity.

Υστερα από την ανακαίνιση, εκτός άλλων, του Neues Museum στο Βερολίνο – «έργο ζωής», όπως αναφέρει και στη συνέντευξή μας -, το Μουσείο Λογοτεχνίας στο Μάρμπαχ, την Turner Contemporary στο Μαργκέιτ, ο , από τους σημαντικότερους αρχιτέκτονες της Ευρώπης, προσθέτει στις περγαμηνές του το νέο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Η μελέτη του αρχιτεκτονικού προσχεδίου, που παρουσιάστηκε την περασμένη Τετάρτη, φέρει τις υπογραφές του δικού του γραφείου, καθώς και του γραφείου Αλέξανδρου Τομπάζη.

Είχατε επισκεφθεί το Αρχαιολογικό Μουσείο πριν ξεκινήσει η διαδικασία του διαγωνισμού;

«Οχι».

Και ποιες ήταν οι πρώτες εντυπώσεις σας όταν ήρθατε;

«Ο διαγωνισμός ξεκίνησε προς το τέλος της πανδημικής κρίσης και, για να πω την αλήθεια, δεν ήρθα τότε. Βασίστηκα στους συνεργάτες μου, οι οποίοι μου έδειξαν φωτογραφίες και έθεσαν ένα πρώτο πλαίσιο για το τι πάμε να κάνουμε. Από εκεί και πέρα, όταν βλέπεις πλέον το Μουσείο η πρώτη εντύπωση δεν μπορεί παρά να είναι η ίδια η συλλογή του και η «βαρύτητα» που αποπνέει το κτίριο του 19ου αιώνα».

Από τη στιγμή που μπήκατε στη διαδικασία του διαγωνισμού ποια ήταν τα ερωτήματα που θέσατε στον εαυτό σας;

«Πώς χτίζεις κάτι καινούργιο μπροστά σε ένα παλιότερο κτίριο, πώς κάνεις παρεμβάσεις σε χαμηλότερη στάθμη (σ.σ.: κάτω από το πάρκο που βλέπουμε σήμερα) και την ίδια στιγμή πώς παραμένει η σύνδεση με την πόλη. Μία από τις πρώτες ιδέες, επίσης, δεν αφορούσε την έμπνευση, αλλά ένα τεχνικό ζήτημα: πώς θα δείξουμε την έννοια της συνέχειας ανάμεσα στην επέκταση και στο παλιότερο κτίριο. Ακόμη και σε επίπεδο ιδέας πρόκειται για ένα μουσείο, όχι για δύο».

Στον δικό σας σχεδιασμό το Αρχαιολογικό Μουσείο θυμίζει ένα belvedere με κάθετους κήπους και πολλά σκαλοπάτια. Υπήρχε ο προβληματισμός ότι έτσι θα χανόταν η επιβλητική όψη του νεοκλασικού των Λάνγκε – Τσίλλερ;

«Το Εθνικό Αρχαιολογικό είναι τυπικό δείγμα μιας εποχής όταν τα μουσεία έμοιαζαν με μάλλον απόμακρα κτίρια σε σχέση με την πόλη και τα προτιμούσε ένας συγκεκριμένος τύπος επισκέπτη. Σήμερα τα μουσεία οφείλουν να είναι πιο «ανοιχτά» και, όπως λέμε, πιο «δημοκρατικά». Ο τρόπος που συνδέονται με την πόλη και γίνονται προσβάσιμα αλλάζει. Οσο και αν μας αρέσει ο αρχιτεκτονικός τύπος του 19ου αιώνα, ο νέος σχεδιασμός μάς επιτρέπει να τονίσουμε το στοιχείο της προσβασιμότητας – δεν χρειάζεται να περπατήσουμε ένα ολόκληρο τετράγωνο για να νιώσουμε ότι φτάσαμε στην είσοδο – και της διαθεσιμότητας προς τους πολίτες. Νομίζω ότι αυτό είναι το δυσκολότερο κομμάτι. Αλλάζεις τη σημασία ενός κτιρίου όταν αλλάζεις την οπτική ταυτότητά του ή όταν φέρνεις τις συλλογές πιο κοντά στον δρόμο (ενν.: την Πατησίων); Επρεπε να ανακαλύψουμε τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στο παλιό και στο νέο».

Ο αρχιτέκτονας πρέπει να παίρνει πάντα υπόψη του το «πνεύμα του τόπου» όπου δουλεύει υποχωρώντας ακόμη και από τις δικές του ιδέες;

«Απολύτως! Πιστεύω ότι πρέπει να ανακαλύπτεις το αρχιτεκτονικό σχέδιο στο περιβάλλον που σου δίνεται. Αν δεν έχεις μια τεράστια ή σημαντική συλλογή, πρέπει να πασχίσεις πολύ. Αλλά στην περίπτωση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας η ίδια η συλλογή σού προσφέρει μεγάλη αυτοπεποίθηση. Δεν θέλω να πηγαίνω σε ένα μουσείο για την αρχιτεκτονική του, αλλά για τις συλλογές του. Μπορεί η αρχιτεκτονική να με βοηθήσει ώστε να απολαύσω την επίσκεψη; Φυσικά, ναι. Ακριβώς όταν σέβεται το genius loci που αναφέρετε. Στην Αθήνα είναι σημαντικό ότι το Μουσείο ανήκει σε μια ευρύτερη κοινότητα. Γι’ αυτόν τον λόγο, ο κήπος, το προαύλιο, ακόμη και το καφέ πρέπει να είναι σημαντικά στοιχεία της νεότερης κατασκευής. Ανήκουν στην περιοχή, όχι μόνο σε όσους έρχονται από το Βερολίνο ή το Λονδίνο».

Μία από τις εντυπώσεις που όλοι κουβαλάμε για το Μουσείο είναι ότι πολλά από τα αριστουργήματά του βρίσκονται τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο, σαν να μην «αναπνέουν». Ηταν κάτι που επίσης σας απασχόλησε;

«Ναι, μία από τις ευκαιρίες του σχεδίου είναι να δημιουργήσεις επιπλέον εκθεσιακούς χώρους και να αποφορτίσεις την πίεση από τους υπάρχοντες. Η συλλογή προφανώς είναι τεράστια και πάντοτε θα μένουν εκτός ορισμένα εκθέματα, αλλά οι χώροι που δημιουργούμε προσφέρουν σίγουρα νέες δυνατότητες στους επιμελητές για να παρουσιάσουν τα αντικείμενα. Από την οπτική ενός αρχιτέκτονα ένα αρχαιολογικό μουσείο έχει μεγάλη δυναμική, επειδή πρέπει να «γεννήσει» χώρους για να «κινούνται» τα εκθέματα».

Εκτός από τους επισκέπτες, η αρχιτεκτονική πρέπει να έχει σημασία και για τους περαστικούς;

«Σαφώς. Αυτή, ξέρετε, είναι μία από τις δυσκολίες του επαγγέλματος, για να αστειευτώ: το ποιος είναι ο «πελάτης» μας. Δυστυχώς, πριν απ’ όλους τους άλλους είναι αυτός που μας πληρώνει. Υστερα είναι οι επισκέπτες του χώρου που σχεδιάζουμε και, φυσικά, οι άνθρωποι που περνούν καθημερινά έξω από αυτό – με τα πόδια ή το λεωφορείο – και το κοιτάζουν. Ναι, λοιπόν, δίνουμε αναφορά και σε αυτούς, έστω με έμμεσο τρόπο».

Ο αρχιτέκτονας μπορεί να βρει την ομορφιά μέσα στην ασχήμια ή στο «γκρίζο»;

«Προφανώς όταν κάτι είναι άσχημο, δεν μπορείς να το αλλάξεις. Μπορείς όμως να του δώσεις νόημα; Ναι. Προσωπικά θα έλεγα ότι με ελκύει περισσότερο το καθημερινό και το «κοινότοπο». Εχω περάσει πολύ καιρό στην Ιαπωνία και μ’ αρέσει η ιδέα τους: ότι κάτι ξεχωριστό μπορεί να βγει από το ελάχιστο. Επενδύουν αξίες στα πράγματα σε αντίθεση με τον αγγλοσαξονικό κόσμο, όπου μας ελκύει το εντυπωσιακό – συμβαίνει όχι μόνο στην αρχιτεκτονική, αλλά και στο φαγητό».

Η αρχιτεκτονική που εντυπωσιάζει με τα κτίριά της είναι την ίδια στιγμή μια απειλή για το μέλλον της;

«Αυτή ήταν η τάση και ταυτόχρονα η απειλή τα τελευταία 30 χρόνια. Νομίζω ότι πλέον ολοένα και περισσότεροι τη θεωρούμε ανόητη. Σήμερα δίνουμε μεγαλύτερη προσοχή στην αειφορία, προχωρούμε με μεγαλύτερο αίσθημα ευθύνης στον σχεδιασμό όσον αφορά τις πρώτες ύλες και τον αντίκτυπο σε μια κοινότητα. Εχουμε μπροστά μας, άλλωστε, την κλιματική κρίση, η οποία αλλάζει ήδη τα πάντα. Και μια άλλη κρίση, που είναι η κοινωνική ανισότητα. Ως αρχιτέκτονες δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχουν τμήματα μέσα στις πόλεις που σχεδιάζουμε τα οποία ζουν στο επίπεδο της φτώχειας – 7 εκατομμύρια άνθρωποι στη Βρετανία.

Το πρόβλημα είναι ότι ο αρχιτέκτονας περιμένει την ανάθεση, δεν μπορεί να χτίσει από μόνος του κοινωνικές κατοικίες, εάν δεν είναι αυτή η πολιτική ενός κράτους. Μπορεί, ωστόσο, να συμμεριστεί τις ανάγκες της κοινωνίας και τότε βρίσκει τα μέσα. Απαντά σε ερωτήματα όπως πού να χτίσει ή εάν χρειάζεται να αναπαλαιώσει αντί να κατεδαφίσει».

Σε ποια χώρα από όσες έχετε συνεργαστεί υπάρχει ακόμη οργανωμένο πλαίσιο δημόσιας συζήτησης για το τι ζητάει κανείς από την αρχιτεκτονική;

«Στην Ελβετία. Εχουν πολύ υψηλό επίπεδο στις δημόσιες μεταφορές, στις υποδομές, στο πώς χτίζονται οι δρόμοι, πώς επεκτείνεται το αποχετευτικό σύστημα. Και ύστερα έρχεται η Γερμανία. Σίγουρα όχι οι αγγλοσαξονικές χώρες, όπου το ενδιαφέρον για τον δημόσιο σχεδιασμό είναι χαμηλό και η ζωή πολύ εύκολη για τους επενδυτές λόγω της χαλάρωσης των ρυθμιστικών κανόνων. Γι’ αυτό και το Λονδίνο είναι τέλειο μέρος για επενδυτές, αλλά αρνητικό ως προς την αλλαγή του αστικού τοπίου. Δεν υπάρχει καμία φροντίδα για τον καθημερινό πολίτη».

Αν είχατε τη δυνατότητα, τι θα επιλέγατε για το επόμενο πρότζεκτ: την ανακαίνιση γραφείων μιας μεγάλης ευρωπαϊκής εφημερίδας, ένα νηπιαγωγείο ή μια παιδική χαρά σε εστία έντασης της Μέσης Ανατολής;

«Πραγματικά προκλητική ερώτηση! Το καθένα από αυτά έχει ξεχωριστή σημασία. Τα τελευταία χρόνια οι αρχιτέκτονες έχουμε αποφασίσει ότι πρέπει να αλλάξουμε κατεύθυνση όσον αφορά τη μεγαλύτερη απεύθυνση στην κοινωνία. Θα επέλεγα το νηπιαγωγείο, αλλά θα έδινα μεγάλη σημασία και σε ένα πρότζεκτ για τη Μέση Ανατολή».

Φανταστείτε ότι είστε ένας λογοτεχνικός ήρωας που τριγυρίζει στις πόλεις μεγάλων έργων. Θα επιλέγατε τον «Ζοφερό οίκο» του Ντίκενς, τον «Θάνατο στη Βενετία» ή τον «Μάκβεθ»;

«Θα ήθελα να δω πολύ το Λονδίνο του Ντίκενς. Είναι μια από τις σημαντικότερες αναφορές μας στον τρόπο που ένας συγγραφέας αποτυπώνει τις κοινωνικές συνθήκες και το περιβάλλον σε μια μεγάλη πόλη».

Οταν κατασκευάστηκε ο Πύργος του Αϊφελ, ο Μποντλέρ, ο Μοπασάν και ο Γκουνό έγραψαν εναντίον του. Εμοιαζε μια κατασκευή χωρίς νόημα και «ταυτότητα». Τι κάνει ένα κτίριο αξέχαστο και ασύγκριτο;

«Φοβόμαστε πάντοτε τα πράγματα που αλλάζουν την αντίληψή μας για την πραγματικότητα. Είναι δύσκολο να φανταστούμε πώς θα ζούσαμε χωρίς αυτά. Ο μόνος κανόνας που ισχύει είναι η βαρύτητα και η σημασία που έχουν τα κτίρια για τη ζωή μας. Εάν παρατηρήσει κανείς το Λονδίνο σήμερα, κανένα από τα νεότερα κτίσματα δεν αποτελεί σήμα κατατεθέν. Δεν υπάρχει συναισθηματική σχέση των κατοίκων, δεν σημαίνουν τίποτε, επειδή είναι μεταπρατικά, προϊόντα του real estate. Σε αντίθεση με τον Καθεδρικό του Αγίου Παύλου».

 

Αυτό θέλετε να προσφέρετε και με το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα; Νέα συναισθήματα στους Αθηναίους με τρόπο που να μην τους ενοχλεί;

«Ελπίζω πως οι Αθηναίοι θα το αγαπήσουν, ναι. Αλλά δεν θα αιφνιδιαστώ αν κάποιοι εκφράσουν προβληματισμό ή αντιδράσεις για την αλλαγή. Πρέπει να αποδεχόμαστε την αγωνία των πολιτών. Το έχω ζήσει με το Neues Museum στο Βερολίνο, όπου υπήρξαν έως και κινητοποιήσεις. Δεν το είδα ποτέ αρνητικά. Είναι σημαντικό να δέχεσαι τα συναισθήματα των ανθρώπων, επειδή αυτούς αφορά η αρχιτεκτονική. Οι προβληματισμοί είναι μέρος της διαδικασίας και ενός διαλόγου. Η πόλη, τα μουσεία και τα μνημεία της ανήκουν σε όλους».

Προσωπικές συστάσεις

Ποιο βιβλίο διαβάζετε το τελευταίο διάστημα;

«“Η ζωή μου” του Μπομπ Ντίλαν, τον πρώτο τόμο της αυτοβιογραφίας του. Και είναι καταπληκτικό. Ή έχει τρομερή μνήμη ή όλα είναι προϊόν της τρελής φαντασίας του. Σε παίρνει μαζί για να ταξιδέψεις στη ζωή του. Είναι ένας από τους ήρωές μου».

Εντυπώσεις από την Αθήνα;

«Δεν την ξέρω πολύ καλά. Καταλαβαίνω ότι υπάρχουν κομμάτια της και μέρη που δεν έχουν συντηρηθεί σωστά στο παρελθόν και από εκεί μπορεί να βγαίνει μια αίσθηση ασχήμιας. Εχει, όμως, πολλή ζωντάνια, είναι πόλη που τη ζουν οι άνθρωποί της. Δεν έχει το πρόβλημα άλλων μεγάλων πόλεων καλοσυντηρημένων μεν, αλλά χωρίς ζωή».

Μια άλλη «ζωντανή» πόλη;

«Η Νάπολι».

Λέξεις που σας ήρθαν στο μυαλό όταν (ξανα)είδατε τον Παρθενώνα;

«Είναι τόσο σημαντικό κομμάτι της Αθήνας, κι όμως σε απόσταση. Οταν ανεβαίνεις εκεί πέρα, βρίσκεσαι σε ένα όνειρο. Μια επιτομή της ανύψωσης, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Οταν η αρχιτεκτονική και η φύση συνδυάζονται με αυτόν τον τρόπο, αναδημιουργείς ένα τοπίο. Το ίδιο συμβαίνει με τη Βενετία».

Ενα προσωπικό αξίωμα;

«Τα μουσεία δεν αφορούν μόνο τους επισκέπτες, αλλά και τους πολίτες. Αυτό που μας ενδιαφέρει, για παράδειγμα, εδώ είναι πώς θα φέρουμε τους Αθηναίους πιο κοντά στο μουσείο τους».

Το αγαπημένο σας γεωμετρικό σχήμα;

«Το τετράγωνο».

Η συνεργασία με το ελληνικό γραφείο Αλέξανδρου Τομπάζη

«Οι διαγωνισμοί είναι πάντοτε μια αγχωτική διαδικασία. Ολοι νιώθουν στρες, εργάζονται με πολλή ελπίδα και τίποτε άλλο. Η πραγματικότητα αλλάζει όταν κερδίζεις στον διαγωνισμό. Και τότε η συνεργασία αποκτά ουσία. Μέχρι πρότινος τα δύο γραφεία ρωτούσαμε “εάν το φτιάχναμε έτσι;”, “εάν το κάναμε αλλιώς;”. Τώρα τα “εάν” τελείωσαν και ξεκίνησαν οι πραγματικές προτάσεις. Εχουμε μπροστά μας ένα κοινό σχέδιο και μια δυνατή ομάδα. Από την πλευρά μου θα δώσω τον καλύτερο εαυτό μου επειδή αυτό έχω μάθει να κάνω δουλεύοντας περισσότερο εκτός της χώρας μου».