Στην τριετία της πανδημίας η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη κράτησε μια απόσταση από την τέχνη, κάνοντας τηλεόραση, σινεμά, κάποιες σποραδικές εμφανίσεις, αλλά όχι θέατρο. Τώρα επιστρέφει στη νέα δουλειά του Γιάννη Χουβαρδά με τον τίτλο «Don’t look back» (Ελευσίνα, 19/5). Και όχι μόνον: Εχει ήδη ξεκινήσει πρόβες με τον Μπομπ Ουίλσον για τις «Τρεις ψηλές γυναίκες» του Εντουαρντ Αλμπι, που θα ανέβει το φθινόπωρο στον Πειραιά, ενώ μόλις ολοκλήρωσε τα γυρίσματα της «Φόνισσας» του Παπαδιαμάντη σε σκηνοθεσία Εύας Νάθενα – με τη Μαρία Πρωτόπαππα.

Απαιτητική και αυστηρή, κυρίως με τον εαυτό της, δεν είναι διόλου τυχαίο ότι παραμένει σημείο αναφοράς για την ποιότητα, το ταλέντο και τη δουλειά της. Με τον ίδιο πάντα – παιδικό σχεδόν – ενθουσιασμό, αυτή η ακάματη ηθοποιός μοιράζεται με «Το Βήμα» σκέψεις και σχέδια για παραστάσεις και συνεργασίες, στον φιλόξενο χώρο του Athens Zafolia Hotel, όπου συναντηθήκαμε.

Τι είναι το «Don’t look back»;

«Το έργο αναφέρεται στον μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης. Είναι μια performance που δεν θα παίζεται σε μια σταθερή συγκεκριμένη σκηνή, με το κοινό καθισμένο κάτω, αλλά στους χώρους του Παλαιού Ελαιουργείου – διαμορφωμένους σε παλιό ξενοδοχείο από την Εύα Μανιδάκη. Εκεί θα μπαίνουν οι θεατές, 35 σε κάθε παράσταση, όπου εμείς, 14 ηθοποιοί, θα παίζουμε εκδοχές και ιστορίες του μύθου και του ζεύγους σε διαφορετικές ηλικίες».

Τι ακριβώς πραγματεύεται;

«Κεντρικός άξονας είναι το θέμα της βίας, των σχέσεων, του χωρισμού, του θανάτου – μια δολοφονία, μια αυτοκτονία, ένας φυσικός θάνατος. Υπάρχει και το πάθος, η αφοσίωση, η εμμονική αφοσίωση. Ο καθένας κουβαλάει την προσωπική του ιστορία και είναι εγκλωβισμένος σε μια αέναη ανάμνηση, μνήμη, αφήγηση. Μοιραζόμαστε με τη Ράνια Οικονομίδου την ίδια σκηνή και μαζί με τα ζευγάρια μας, τον Κώστα Κορωναίο και τον Παντελή Παπαδόπουλο, είμαστε και οι τέσσερις από 65 ως 80 ετών. Αλλά δεν βλέπει ο ένας τον άλλον, δεν επικοινωνεί ο ένας με τον άλλον, δεν αγγιζόμαστε. Τα λόγια μας μπλέκονται – παράλληλοι μονόλογοι. Στον επόμενο χώρο είναι άλλη ιστορία, άλλα ζευγάρια. Στο τέλος βγαίνουμε στον υπαίθριο χώρο όπου γίνεται ένα γλέντι, με λαϊκά και κοψίδια, και εκεί βγαίνουν όλη η παθογένεια και το ψέμα της νεοελληνικής κοινωνίας».

Και έτσι επιστρέφετε στο θέατρο…

«Ναι, είναι η πρώτη μου παράσταση μετά τον κορωνοϊό. Ενδιαμέσως έκανα δύο τηλεοπτικές σειρές για την ΕΡΤ, μια ταινία, τη «Φόνισσα», κάποιες σποραδικές εμφανίσεις στους Δελφούς, στους Φιλίππους, κάποιες συναυλίες με τον Μανώλη Μητσιά, αναγνώσεις, διαδικτυακή παράσταση. Μου έλειψε το θέατρο. Οσο και αν λέμε ότι μας κουράζει η ένταση, το να τρέχεις από τον έναν ρόλο στον άλλον, από την πρόβα στην παράσταση, είναι το ναρκωτικό μας, είμαστε κολλημένοι. Η ενέργεια της ζωντανής επαφής με το κοινό, που συμβαίνει εκείνη τη στιγμή και μόνο, είναι κάτι μοναδικό. Και χαίρομαι πάντα να συνεργάζομαι με τον Γιάννη Χουβαρδά. Είναι ένας μέντοράς μου και ένας πολύ αγαπημένος μου συνεργάτης μετά την απώλεια των παλιών αγαπημένων δασκάλων-πενυματικών γονέων, του Γιώργου Μιχαηλίδη και της Μάγιας Λυμπεροπούλου. Πριν καν διαβάσω το έργο θέλω να είμαι εκεί μαζί του, να βιώσω αυτή την ανεπανάληπτη εμπειρία της πρόβας, της πνευματικότητάς του, της ιδιαίτερης ματιάς του. Με συγκινεί πολύ ο τρόπος που βλέπει τα πράγματα, και ας φαίνεται σε κάποιους ότι λείπει το στοιχείο της έντονης συναισθηματικότητας – εγώ το διαβάζω κάτω από τις γραμμές».

Αναζητείτε πάντα την ανανέωση;

«Φυσικά. Οπως τώρα αυτή η πρωτόγνωρη και σπουδαία εμπερία για εμένα, η συνάντησή μου με τον Μπομπ Ουίλσον – ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα. Εχουμε κάνει ήδη έναν πρώτο κύκλο προβών, τον περασμένο Μάρτιο, και ένας δεύτερος θα γίνει τον Ιούνιο. Είναι ένας τρόπος δουλειάς πολύ διαφορετικός και μια τεράστια τιμή για εμένα».

Αναφέρεστε στις «Τρεις ψηλές γυναίκες» του Αλμπι, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;

«Οι ρόλοι της Α και της Β – η Ρένη Πιττακή και εγώ – ήταν προτάσεις του Λευτέρη Γιοβανίδη. Για τη Γ έγινε οντισιόν. Ο Ουίλσον κατέληξε στη Λουκία Μιχαλοπούλου. Είμαι πολύ χαρούμενη που είμαι μαζί τους. Με τη Ρένη συνεργάζομαι για πρώτη φορά. Είναι μια γυναίκα που θαυμάζω χρόνια και τώρα βλέπω από κοντά τον τρόπο που δουλεύει. Είναι τρομερά συγκινητικό. Ενας άνθρωπος με την πορεία της έχει τη διαθεσιμότητα, την απόλυτη πίστη στον σκηνοθέτη, με ησυχία, πειθαρχία. Με τη Λουκία έχουμε παίξει μαζί – την πιστεύω και την αγαπώ. Το έργο περνάει από μια ρεαλιστική σχεδόν σχέση ανάμεσα σε αυτές τις γυναίκες σε κάτι πολύ βαθιά υπαρξιακό, παράξενο».

Πώς δουλεύει ο Ουίλσον;

«Με πειθαρχία και σιωπή, ζητεί συγκεκριμένες κινήσεις. Από την πρώτη μέρα δουλεύει με τους ήχους, τα φώτα, τη μουσική, την ατμόσφαιρα. Αφού στήσει το σύμπαν του, βάζει το κείμενο. Εμείς ξεφεύγουμε από ρεαλιστικές συμπεριφορές ή και νατουραλιστικές. Εστιάζει στη σχέση των σωμάτων, στα βλέμματα, στην απεύθυνση – και από κάτω η σκέψη. Φυσικό είναι να σε ιντριγκάρει όλο αυτό. Απαιτεί τρομερή φυσική κατάσταση, διαθέσιμο σώμα, ακινησίες, ενέργεια σε συνεχή ροή».

Παρατηρείτε, γενικότερα, μια μετάβαση του θεάτρου σε κάτι άλλο;

«Η τέχνη, στην ιστορία της, συνεχώς μετακινείται. Το θέατρο, η πιο ζωντανή από όλες, είναι φυσικό να ενσωματώνει πολλές και διαφορετικές τάσεις – και μέσα από την εξέλιξη της κοινωνίας, της τεχνολογίας, της καθημερινότητάς μας. Υιοθετεί και ψάχνει διαφορετικές γλώσσες, τρόπους. Είχε μιλήσει και ο Τσέχοφ μέσα από τον Τρέπλιεφ για την ανάγκη καινούργιων τρόπων έκφρασης. Και η εποχή μας είναι γεμάτη από αυτή την ανάγκη. Προσωπικά αυτό είναι που με κρατάει σε εγρήγορση – ανανεώνει το ενδιαφέρον μου και ως ηθοποιού και ως θεατή. Για εμάς τους ανθρώπους του θεάτρου το ζήτημα είναι αυτό που κάνουμε να μην είναι ποτέ σχήμα. Ποτέ. Μπορεί να έχει φόρμα, να υπακούει σε κάποιες τάσεις της εποχής, αλλά να διατηρεί την αιχμηρότητα, την αλήθεια και την ευθυβολία του στη συνείδηση του θεατή».

Μιλήστε μου για τη «Φόνισσα»…

«Η ματιά της ταινίας υπαγορεύεται από τις γνώσεις του σήμερα πάνω στα πράγματα που συνέβαιναν τότε. Η Εύα Νάθενα, που αρχικά ήταν να αναλάβει το εικαστικό κομμάτι, μπήκε τελικά τόσο πολύ μέσα στο σενάριο, ώστε αποφάσισε να κάνει το μεγάλο βήμα και να τη σκηνοθετήσει. Περνώντας μέσα από την πανδημία και τις παθογένειες που έφερε στην επιφάνεια, τη συζήτηση για την πατριαρχία – γυναικοκτονίες, εγκλήματα κατά των γυναικών -, γίνεται μια επιστροφή, ένα κοίταγμα σε μια ρίζα του κακού, σε μια φυλοκτονία, από τη γέννηση. Είμαι ένας βαθιά συναισθηματικός άνθρωπος και πάντα στοχεύω σε μια ηθική των πραγμάτων. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι το μαύρο είναι απόλυτα μαύρο και το άσπρο απόλυτα άσπρο. Γι’ αυτό κι η δική μου Χαδούλα κάνει όλα αυτά που κάνει, ξέρει ότι πρέπει να τα κάνει, αλλά μέσα της σπαράζει».

Επικίνδυνη ισορροπία…

«Δεν τη δικαιώνουμε, αλλά δείχνουμε τα κίνητρά της, τις συνθήκες στις οποίες ζει. Αλλού είναι η ρίζα του κακού. Και αυτή είναι μια αντίδραση. Δεν είναι μια εγκληματική φυσιογνωμία. Ηταν πολύ δύσκολο για εμένα να τιθασεύσω αυτό μου το συναίσθημα, να το δώσω πίσω από αυτή τη σκληρότητα και την αυστηρότητα της εξωτερικής μορφής και έκφρασης με το ρυτιδωμένο πρόσωπο και τα λευκά μαλλιά. Και μέσα να υπάρχει η ψυχή που κοχλάζει, χωρίς να γίνεται μελοδραματικό. Στο γύρισμα είχα διαρκώς την έννοια να ισορροπήσω. Και να εξηγούνται οι ενέργειές της αλλά και να φαίνεται η προσωπική της θέση. Δεν κάνεις έναν στυγνό εγκληματία. Κάνεις έναν άνθρωπο που βλέπει την κοινωνική αδικία εις βάρος του φύλου του. Είναι μια προσωπική διαμαρτυρία της Φραγκογιαννούς απέναντι σε αυτή την καταπιεστική κοινωνία που θεωρεί ότι μέσα από τον θάνατο προσφέρει τη λύτρωση τόσο στα ίδια τα κορίτσια όσο και στις οικογένειες που δεν μπορούν να αντέξουν αυτό το τρομακτικό βάρος».

Στη δική σας πορεία το φύλο ήταν πρόβλημα;

«Για εμένα προσωπικά όχι. Αλλά το θέμα δεν είναι πώς η καθεμία μπορεί να το αντιμετωπίσει ή πόσες παραχωρήσεις έπρεπε να κάνει. Δεν ζούμε σε έναν αγγελικό κόσμο. Είναι σαφής η ανδρική διάθεση ότι είναι ο εξουσιαστής. Οχι μόνο από τη χυδαιότητα με την οποία μπορεί να τη φλερτάρει, όχι μόνο από τον ειρωνικό και αλαζονικό τρόπο με τον οποίο μπορεί να την αντιμετωπίσει ως προς τις ικανότητές της και να αφήνει υπονοούμενα ότι χρησιμοποίησε άλλους τρόπους για να βρίσκεται σε πόστο εξουσίας. Γίνεται συνεχής κριτική για μια γυναίκα, που μπορεί να είναι και πρωθυπουργός μιας χώρας, επειδή πήγε να χορέψει σε ένα πάρτι, για το ντύσιμό της ή πώς συμπεριφέρεται. Για έναν άνδρα σπάνια έχει γίνει μια τέτοια κουβέντα, και αν γίνει είναι για να πούμε «μπράβο και μαγκιά του» – μην ξεχνάμε τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ως πότε ένας άνδρας θα αισθάνεται ευνουχισμένος επειδή έχει δίπλα του μια γυναίκα που διεκδικεί το δικαίωμά της στη ζωή; Και όταν εκείνη θελήσει να χωρίσει, επειδή δεν μπορεί πια να ζει δίπλα σε έναν κακοποιητικό, μέθυσο, που τη δέρνει και την απειλεί, εκείνος θα αισθανθεί τόσο απειλημένος που θα τη σκοτώσει. Με ποιο δικαίωμα;».

Ποια ήταν τα δικά σας γυναικεία πρότυπα;

«Στο χωριό μου υπήρχαν δυνατές γυναίκες. Η μητέρα μου ήταν μια από αυτές. Βοηθούσε τον πατέρα μου στο καφενείο, τόπο συγκέντρωσης ανδρών αποκλειστικά. Και όμως ήταν εκεί, μαγείρευε, έφτιαχνε καφέδες, έπαιζε ποδοσφαιράκι μαζί τους. Δεν το έκανε όμως με το μπαϊράκι κάποιας επανάστασης, αλλά με γλυκύτητα, τρυφερότητα, λόγω ανάγκης να δουλέψει, να μεγάλωσει τα παιδιά της. Εγώ το θαυμάζω αυτό, αλλά το βρήκα σαν δεδομένο στη ζωή μου. Μεγάλωσα μέσα σε αυτό το καφενείο. Δεν ξέρω αλλιώς. Τώρα αναρωτιέμαι πώς τα είχε καταφέρει. Ηταν η πρώτη που πέταξε τις παραδοσιακές θρακιώτικες στολές και φόρεσε τα ευρωπαϊκά, φούστα-μπλούζα δηλαδή, ξάλλαξε, όπως το λέγαμε. Αργότερα γοητεύτηκα από τον χώρο του κινηματογράφου, η Αλίκη, η Καρέζη, οι όμορφες, οι χαριτωμένες. Μετά, στην εφηβεία μου, ήρθε η Μεταπολίτευση, περάσαμε σε άλλου είδους θεώρηση του κόσμου. Ηρθαν τότε στην Ελλάδα τα απόνερα του Μάη του ’68. Η σεξουαλική επανάσταση συνέβη στη γενιά μου».

Συγκρουστήκατε;

«Ναι, με την οικογένειά μου. Ηθελα να έχω σχέσεις με αγόρια. Δεν ήταν κάτι που μπορούσαν να καταλάβουν με τα παλιά μυαλά. Κάποια στιγμή τους γνώρισα τον πρώτο μεγάλο μου έρωτα, τον δέχτηκαν. Ολοι, λίγο πολύ, προχωρούν, ανταποκρίνονται και μαθαίνουν να συμβαδίζουν με τις απαιτήσεις και τα δεδομένα των καιρών. Οσοι δεν μπορούν χάνουν οι ίδιοι και πληγώνουν και τους εαυτούς τους και τα παιδιά τους. Οπως η μεγάλη συζήτηση που γίνεται για την αποδοχή της ομοφυλοφιλίας του παιδιού από τους γονείς του – πόσα δράματα δεν έχουμε δει. Κανένας δεν έχει δικαίωμα πάνω στη ζωή και στο συναίσθημα του άλλου».

Γιατί αντιδρούμε έτσι;

«Φοβόμαστε το άγνωστο και το τι θα πει ο κόσμος. Γιατί πρέπει να λέει συνέχεια κάτι ο κόσμος. Να σταματήσουμε να μας αφορά η εμφάνιση του άλλου, τα κιλά του. Ας κάνει ο καθένας αυτό που θέλει. Να του επιτραπεί να είναι αυτό που είναι. Ας σταματήσουν όλα αυτά, οι ερωτήσεις που γίνονται στις γυναίκες – γιατί δεν έκανες παιδιά – κι ας δούμε λίγο την ουσία, να διορθώσουμε τα κακώς κείμενα. Από εμάς ξεκινάνε όλα».