Το ιστορικό μοναστήρι του Αη-Συμιού ιδρύθηκε το 1740. Η κυρίως μονή είναι βυζαντινού ρυθμού. Ο Ιμπραήμ μετά την αποτυχία της Εξόδου και την άλωση του Μεσολογγίου έκαψε το μοναστήρι. Δέκα χρόνια αργότερα το ανοικοδόμησε ο Αρχιμανδρίτης Ιωαννίκιος Αγγελάτος. Στα δεξιά της μονής και προς την είσοδο της αυλής είναι ένα πηγαδάκι, «ίσως εκείνο στο οποίο ερχόντουσαν τα κλεφτόπουλα και έπιναν νεράκι», όπως περιγράφει με λίγα λόγια ο Ανδρέας Καρκαβίτσας στα «Ταξιδιωτικά» του. Ο μεγάλος Σταυρός που στήθηκε θυμίζει στους επερχομένους την ανυπέρβλητη θυσία των εξοδιτών – ο Κωστής Παλαμάς κι άλλοι ποιητές και λογοτέχνες ύμνησαν το ιστορικό αυτό κάστρο της ελληνιστικής ορθοδοξίας, που έγινε ξακουστό μετά την ανυπέρβλητη θυσία «Τη νύχτα του χαλασμού», τη νύχτα της ηρωικής εξόδου του Μεσολογγίου.

Στις 10 Απριλίου 1826 οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» της πόλεως, ύστερα από συνεννόηση με τον αρχιστράτηγο της Στερεάς Ελλάδας Γ. Καραϊσκάκη, όρισαν σημείο συνάντησής τους, μετά την Εξοδο, το μοναστήρι του Αη-Συμιού. Από κακή συνεννόηση των ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων και σύλληψη του αγγελιοφόρου με το σχέδιο της εξόδου, ο Ιμπραήμ κατάφερε να συντρίψει κάθε οργανωμένη επιχείρηση των πολιορκημένων, οι οποίοι εντούτοις αγωνίστηκαν μέχρι θυσίας για την ελευθερία τους. Οι λίγοι που διασώθηκαν «έφτασαν με τα ξίφη εις τας χείρας εις την κορυφήν του όρους», γράφει ο αγωνιστής Μίχος, όπου «βρήκαν τους Σουλιώτες αρχηγούς Γεώργιο και Αθανάσιο Δράκο με 100 άλλους αξιωματικούς και στρατιώτες και με γυμνά τα γιαταγάνια τους όρμησαν εναντίον των Αλβανών… και τους πήραν τον κατήφορο».  Στη Μονή του Αγίου Συμεώνος βρήκαν περίθαλψη και προστασία οι πεινασμένοι και πληγωμένοι Μεσολογγίτες μετά την έξοδό τους. Στον πίνακα του Θ. Βρυζάκη (1835)  που βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη εικονίζεται η έξοδος του Μεσολογγίου. Από το 1859 κι εντεύθεν άρχισε να γιορτάζεται πανηγυρικά το ηρωικό γεγονός της εξόδου στο Μεσολόγγι, ενώ αργότερα καθιερώθηκε και τριήμερο λαμπρό πανηγύρι στο μοναστήρι του Αη-Συμιού, με αναπαράσταση της Εξόδου την Πεντηκοστή, τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος και την Τρίτη. Οσοι παίρνουν μέρος χωρίζονται στους καβαλαραίους και στους αρματωμένους,  που ντύνονται όπως οι κλέφτες και οι αγωνιστές. Το μοναστήρι του Αη-Συμιού αποτελεί προσφιλές σημείο προσκυνήματος των Μεσολογγιτών. Στα νεότερα χρόνια η μονή μετατράπηκε σε γυναικεία.

Το πανηγύριπου πρέπεινα το ζήσεις

Το πανηγύρι του είναι κάτι που πρέπει κανείς να το ζήσει για να καταλάβει το νόημά του. Πώς να περιγράψεις τους αρματωμένους να χορεύουν στους δρόμους και ν’ ανεμίζουν τα μανίκια από τις πουκαμίσες τους λες και ανοίγουν τα φτερά τους οι άγγελοι;

Πώς να παρουσιάσεις τους καβαλάρηδες σαν τον Αϊ-Δημήτρη καβάλα στ’ άλογο;

Πώς να μιλήσεις για τον ζουρνά και το νταούλι αν δεν το ακούσεις μέσα στους δρόμους της πόλης;

Πώς να περιγράψεις τον «χορό του πεθαμένου» με τις πανάρχαιες καταβολές; Τον θάνατο και την ανάσταση ταυτόχρονα!

Η έκσταση, η υπέρβαση του θανάτου, το μνημόσυνο που γίνεται γλέντι δεν περιγράφονται με λόγια… «Καλό Αη Συμιό να ‘χουμε», «Καλές Αντάμωσες!», «Και τ’ χρόν’!».

Αυτά εύχονται οι πανηγυριστές. Για να καταλάβει κάποιος το νόημά τους, πρέπει να τα ακούσει από το στόμα τους, πρέπει να τα ακούσει υπό τους ήχους της πίπιζας σ’ έναν δρόμο του Μεσολογγίου… Και  τότε μόνο μπορεί κάποιος να πει: «Καλές Αντάμωσες».

Πάλι καλές αντάμωσες, πάλι ν’ ανταμωθούμε στον Αη Συμιό, στον πλάτανο και στην κρύα βρυσούλα. Που ΄χουν οι κλέφτες γιόρτασμα, που ΄χουνε πανηγύρι, που ‘χουν αρνιά και ψένουνε κριάρια σουβλισμένα. Που ‘χουν κι ένα γλυκό κρασί από το μοναστήρι.

—–

* Από το αρχείο του παππού μου Χρήστου Θ. Παπαδημητρίου, δικηγόρου.

Οι φωτογραφίες είναι από το προσωπικό αρχείο του Δημητρίου Μαλαβέτα.