Είχε παγώσει το αίμα του κοσμάκη, όταν άρχισε ν’ απλώνεται στον τόπο το μαύρο σύγνεφο της επιδρομής. Πρώτος είχε δώσει τη φοβερήν είδηση στον Μοριά ο Ανδρούτσος. Η κυβέρνηση του ‘χε δώσει αμνηστία για τον φόνο των αποσταλμένων της· κι είχε ξαναρχίσει μαζί της ομαλές σχέσεις· έτσι μπόρεσε να γράψει στον Κανακάρη, αντιπρόεδρο του εκτελεστικού, το λακωνικό και σαρκαστικότατο τούτο γράμμα: «Σας στέλνω τριάντα χιλιάδες Τούρκους για να ομονοήσετε· κάμετέ τους ό,τι μπορέσετε. Εγώ σας υπόσχομαι να μην αφήσω να περάσουν άλλοι· και παίρνω απάνω μου τον σερασκέρη Χουρσίτ Πασά». Ο Ανδρούτσος εξηγούσε στον Κολοκοτρώνη, μ’ άλλο γράμμα, το σχέδιό του: Αν χτύπαγε τον Δράμαλη, άλλο δε θα ‘κανε παρά ν’ αναγκάσει τους Τούρκους να τον ενισχύσουν, χωρίς να μπορέσει και να τον κρατήσει τελικά: Έτσι θα τον έστελνε ακόμα πιο δυναμωμένον στον Μοριά. Άφησε, λοιπόν, να περάσει για να χτυπήσει, απομονωμένες έπειτα, τις ενισχύσεις που θα του ‘στελναν. Και πραγματικά είχε κατορθώσει να διαλύσει τρεις χιλιάδες Αρβανιτάδες που ακολουθούσαν τον Δράμαλη, λέγοντας στους αρχηγούς των πως θα βρουν τον τάφο τους στον Μοριά. Τον άκουσαν τόσο ευκολότερα όσο είχαν υποχρεώσεις στον Κολοκοτρώνη που ‘χε φυλάξει την «μπέσα» του στην Τριπολιτσά και την Κόρινθο και δεν ήθελαν να τον πολεμήσουν. Σαν μπόμπα έσκασε το γράμμα του Οδυσσέα στην κυβέρνηση. Και την ταραχή αύξαιναν φριχτές διαδόσεις: Μυριάδες κάνανε τους Τούρκους· κι η αρμάδα, μ’ αμέτρητα καράβια, μπλοκάριζε, λέγανε, απ’ ολούθε τον Μοριά. Οι έφοροι των Σαλώνων γράφανε στη Βουλή: «Οι εχθροί έκαμαν το κίνημά τους κατά την Λεβαδίαν και καίουν. Εμείς, ως ολίγοι, μη δυνάμενοι να πιάσωμεν τα πόστα εκείνων των μερών, ευρισκόμεθα εις τα σύνορά μας»· και γήρευαν βοήθεια το γρηγορότερο. «Διά τους οικτιρμούς του Θεού -έγραφε στη Βουλή, από τα Σάλωνα πάλι, ο Γιωργάκης Παπαηλιόπουλος- να προφθάσουν τα στρατεύματα, ότι αν εμάς χαλάσουν εδώ, το γένος όλο εχάθη· η δύναμις των εχθρών είναι μεγάλη… η υπερτάτη Βουλή γνωρίζει τον κίνδυνον της πατρίδος και ας πάρη τ’ αναγκαία μέτρα». Τα ίδια γράφουν από τη Θήβα, την Αθήνα, τα μέρη των Μεγάρων, την Κόρινθο – από παντού. Κι επειδή απόκρισι καμιά δεν παίρνουν από μια κυβέρνηση, που δεν είχε ως εκείνη τη στιγμή άλλο στο μυαλό της παρά πώς θα φάει τον Κολοκοτρώνη, αρχίζει να φουσκώνει παντού, καθώς ο εχθρός ζυγώνει ολοένα, το κύμα της αναρχίας και της φυγής. Οι λαοί της Βοιωτίας και της Αττικής φεύγουν πανικόβλητοι στα βουνά, τις σπηλιές και την Κούλουρη, όπου φθάνουν περίτρομα και τα μέλη του Αρείου Πάγου. Δεν υπάρχει πια σ’ αυτά τα μέρη καμιά διοίκηση· οι πληθυσμοί αφηνιάζουν: αρπαγές, ληστείες, φόνοι, καταχρήσεις, αδικίες· δυο τρία μέλη του Αρείου Πάγου γράφουν στην κυβέρνηση, τρομαγμένα, να βγάλει διαταγές, να ξαναφέρει τον κοσμάκη στα συγκαλά του.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω