Οι «μάχες» που έχουν δοθεί τις δεκαετίες που ακολούθησαν τον εμφύλιο πόλεμο στο πεδίο της δημόσιας ιστορίας έχουν σε μεγάλο βαθμό μονοπωλήσει το ενδιαφέρον του κοινού γύρω από τις πολιτικές διαστάσεις του θέματος. Τα αρχεία που έχουν ανοιχτεί και οι μελέτες, οι αυτοβιογραφίες, τα απομνημονεύματα και οι προφορικές μαρτυρίες που έχουν παραχθεί κινούνταν, μέχρι πρότινος, γύρω από την αναζήτηση των αιτίων και την παράθεση πραγματολογικών στοιχείων, ενίοτε αναζητούνταν τα δίκαια και μη της κάθε πλευράς και μια εμφυλιοπολεμική ρητορική αναβιώνει ανά διαστήματα με αφορμή την εκάστοτε επικαιρότητα.

Πίσω από αυτήν την πρώτη ανάγνωση του εμφυλίου, όμως, παραμένει ένα ερώτημα που δεν έχει επαρκώς αναδειχτεί και μελετηθεί και αυτό είναι οι κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις αυτού του δεύτερου πολέμου της δεκαετίας του ’40. Αν προσγειώσουμε τον πόλεμο στην καθημερινότητα των ανθρώπων και διερωτηθούμε πώς τους επηρέασε σε απτά ζητήματα κοινωνικών σχέσεων και πολιτισμικών πρακτικών, διαπιστώνουμε ότι βαδίζουμε εν πολλοίς σε αχαρτογράφητα νερά.
Επιστρατεύοντας τις προσωπικές μαρτυρίες από εκείνη την περίοδο μπορούμε να τις προσεγγίσουμε ιστορικά με ένα διαφορετικό μάτι και να αναζητήσουμε τις εμπειρίες και τις διαδρομές των ανθρώπων από εκείνη την περίοδο, θέλοντας να μάθουμε τι αλλαγές συντελέστηκαν με αφορμή αυτόν τον πόλεμο στην ελληνική κοινωνία και στο αξιακό της σύστημα.
Πνιγμένη στις αντιφάσεις
Στο συνέδριο των ΑΣΚΙ η συμβολή μου ήταν η παρουσίαση μίας ενδεικτικής περίπτωσης, η μνήμη μίας αντάρτισσας στα Χανιά, η οποία προσχώρησε στον Δημοκρατικό Στρατό στα Λευκά Ορη στις αρχές του 1948. Είχε οργανωθεί στην ΕΠΟΝ ήδη από την Κατοχή, αλλά η πορεία της μετά την Απελευθέρωση δεν μαρτυρούσε δείγματα ένταξής της στο αντάρτικο. Στο βουνό την ώθησε η εμφάνιση ενός παρακρατικού, που τη διεκδικούσε σε γάμο χωρίς τη θέλησή της.
Η γυναίκα αυτή βίωσε πλήθος αντιφάσεων που έπρεπε να διαχειριστεί και φαίνεται να μην το έχει καταφέρει ακόμη μέχρι σήμερα. Στην προσπάθειά της να διαφυλάξει αυτό που η ίδια, σύμφωνα με το αξιακό σύστημα της εποχής της, ονομάζει «ηθική ακεραιότητα», δηλαδή για να μην αναγκαστεί να υποκύψει σε έναν ανεπιθύμητο γάμο και αποφασίζοντας να διεκδικήσει αυτό το δικαίωμα μόνη της, μακριά από τον πατέρα και την υπόλοιπη οικογένειά της, ήρθε σε ρήξη με το περιβάλλον της, οικογενειακό και ευρύτερο κοινωνικό. Η ρήξη αυτή την ταλαιπωρεί μέχρι σήμερα, πράγμα που διαπιστώνεται ανάγλυφα στη μνήμη της. Πρόκειται για μια μνήμη διαιρεμένη, διχασμένη σε σχέση με ποικίλα ζητήματα, με αντιφάσεις και ερωτηματικά για τον πατέρα της και την τοπική κοινωνία στην οποία είχε μεγαλώσει.
Διαιρεμένες και συμπαγείς μνήμες
Αυτή η ταλαιπωρημένη μνήμη, καθόλου αδιαίρετη, μας επιτρέπει να διακρίνουμε ορισμένα συναισθήματα που δημιούργησε η δύσκολη μετάβαση του υποκειμένου από το παραδεδεγμένο αξιακό σύστημα του οικείου περιβάλλοντός του σε ένα ελαφρώς παραλλαγμένο, δηλαδή στο αξιακό σύστημα του περιβάλλοντος στο οποίο διάλεξε να καταφύγει και μέσα από το οποίο διεκδίκησε την κοινωνική αλλαγή. Το παράδειγμα αυτό μας θέτει το ερώτημα του πόσο αξιόπιστες είναι οι μνήμες των ανθρώπων από τις εμπειρίες τους εκείνης της περιόδου, όταν φαίνονται αδιαίρετες, συμπαγείς, χωρίς διλήμματα και ενδοιασμούς, χωρίς δεύτερες σκέψεις και προβληματισμούς, αλλά κυριευμένες από την ιδεολογική στόχευση του εμφυλίου.
Η κυρία Κατερίνα Αναγνωστάκη είναι υποψήφια διδάκτορας Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης