Οι πολιτικές δυνάμεις χρησιμοποίησαν τον μνημονικό λόγο περί εμφυλίου πολέμου αφενός για να προσδώσουν νόημα και περιεχόμενο, τάξη και συνοχή, δηλαδήπολιτική μορφή,στην οικεία πολιτική ταυτότητα, αφετέρου για να διαφοροποιηθούν από τον αντίπαλο, ο οποίος ήθελε να οργανώσει με διαφορετικό τρόπο το κοινό συμβολικό πεδίο, έχοντας ως πρότυπο διαφορετικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης. Η διαιρετική κληρονομιά του εμφύλιου παρελθόντος διαδραμάτισε λοιπόν σημαντικό ρόλο στη συγκρότηση των πολιτικών ταυτοτήτων, καθώς διαχώριζε τον φίλο από τον εχθρό.
Η «πρώτη εθνική συμφιλίωση»


Μέσα από την επίκληση της διαιρετικής πολιτικής κληρονομιάς της δεκαετίας του ’40 τόσο η Δεξιά όσο και η κομμουνιστική Αριστερά ταυτίζονται με το έθνος, τη δημοκρατία και την ελευθερία. Για τη μεν δεξιά αφήγηση η νίκη στα Δεκεμβριανά και στον Εμφύλιο συνιστά μια στιγμή ελευθερίας στον βαθμό που συνεπάγεται την απελευθέρωση από τον κομμουνιστικό ζυγό και την επαναφορά της αστικής νομιμότητας και της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Για τη δε Αριστερά η Αντίσταση και τα Δεκεμβριανά συνιστούν μια προσπάθεια διαφύλαξης μιας ελευθερίας συμμετοχικής έτσι όπως αυτή εκφράστηκε μέσα από την εαμική εμπειρία, η οποία στις συγκεκριμένες συνθήκες έλαβε τη μορφή αντίστασης απέναντι στον ξένο κατακτητή και στους έλληνες συνεργάτες του. Για το ΠαΣοΚ η επίκληση της εαμικής κληρονομιάς και η ενσωμάτωση παλαιών αντιστασιακών και επιφανών στελεχών του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, του ΔΣΕ το καθιστούν ένα γνήσιο λαϊκό αριστερό και πατριωτικό κίνημα, με αψεγάδιαστο αριστερό παρελθόν.
Αυτή η «ανοιχτή» σύγκρουση αντίπαλων ερμηνευτικών σχημάτων για το παρελθόν, καθώς και οι πολιτικές μνήμης που υιοθέτησε το ΠαΣοΚ οδήγησαν τελικά, ωστόσο, σε μια «πρώτη εθνική συμφιλίωση». Η μνήμη της Αντίστασης, ένα ανοιχτό πολιτικό και ιδεολογικό διακύβευμα μέχρι τότε, κατευθύνθηκε προς έναν θεσμικό τρόπο έκφρασης. Η αναγνώριση του εαμικού της σκέλους νοηματοδοτήθηκε ως εθνική συμφιλίωση, μέσω της συμβολικής αποκατάστασης των ηττημένων και της συμπερίληψης της αριστερής μνήμης στο δημόσιο αφήγημα. Η εαμική Αντίσταση εξυγιάνθηκε και μετατράπηκε από πολιτική κληρονομιά της Αριστεράς σε κληρονομιά του συνόλου των Ελλήνων, αποκτώντας ένα νέο ενωτικό εθνικό περιεχόμενο και κατ’ αυτόν τον τρόπο οικοδομήθηκε ένας νέος «μύθος» της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, ένας μύθος καθολικός, συναινετικός, αποπολιτικοποιημένος και «άσπιλος».
Η «δεύτερη εθνική συμφιλίωση» του 1989 μέσα από την υιοθέτηση της πολιτικής της λήθης και του νέου κοινού αφηγήματος της «αδελφοκτονίας» οδήγησε στην αποπολιτικοποίηση του Εμφυλίου. Από το 1989 και μετά η επίκληση στις διαιρέσεις του Εμφυλίου δεν είχε πια νόημα, καθώς δεν διαφοροποιούσε τις πολιτικές ταυτότητες.
Διαφοροποιήσεις και συσπειρώσεις


Παρ’ όλα αυτά, το διαιρετικό παρελθόν συνέχισε να τέμνει στο εσωτερικό της τόσο την αριστερή όσο και τη δεξιά πολιτική ταυτότητα. Το ΚΚΕ από το 1996 και μετά διεκδικεί την αποκλειστική πατρότητα της Αντίστασης και τον Εμφύλιο, την «κορυφαία στιγμή ταξικής πάλης στην Ελλάδα», σε μια εμφανή προσπάθεια να διαφοροποιηθεί από την υπόλοιπη Αριστερά και συνάμα να οικοδομήσει μια νέα «επαναστατική» ταυτότητα.
Εν τούτοις και η ΝΔ για συγκυριακούς λόγους (δημιουργία του ΛΑΟΣ και άνοδος του νεοναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής) δεν δίστασε να πάρει μέρος στην αναμνημόνευση των εμφυλιοπολεμικών επετείων, διεκδικώντας την εκπροσώπηση της πιο παραδοσιακής Δεξιάς και Ακροδεξιάς. Ισως οι διαιρετικές τομές του Εμφυλίου να εξακολουθούν να χρησιμεύουν ακόμη και σήμερα ως άξονας παραταξιακής συσπείρωσης.
Η κυρία Μάγδα Φυτιλή είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Αυτόνομου Πανεπιστημίου της Μαδρίτης (UAM).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ