Εξετάζοντας κάποιος τη ρητορική στον δημόσιο λόγο συντηρητικών διανοουμένων στις αρχές της δεκαετίας του 1950, διαπιστώνει ότι η νίκη της εθνικόφρονος παράταξης στον εμφύλιο πόλεμο που μόλις είχε λήξει δεν συνοδευόταν από το αντίστοιχο αίσθημα σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο. Μετεμφυλιακά πρώτη μέριμνα του αντικομμουνιστικού κράτους ήταν, ει δυνατόν, η πλήρης εξάλειψη της Αριστεράς ως πολιτικής αναπαράστασης, ιδεολογίας και πρακτικής.
Αυτό το κλίμα αποτυπώνει ο προεκλογικός λόγος του διανοούμενου-πολιτικού Παναγιώτη Κανελλόπουλου στην Πάτρα στις 22 Ιανουαρίου 1950, αποτιμώντας τη νίκη της παράταξής του: «Η νίκη, η οποία εσημειώθη κατά το έτος 1949, υπήρξε, βεβαίως, μεγίστη, αλλά και ο κίνδυνος εξακολουθεί και μετά την νίκην να είναι μεγάλος. […] Ενώπιόν μας ευρίσκεται μήκος ιστορίας συνδεόμενον ενδεχομένως με νέας μεγάλας δοκιμασίας. Ο παγκόσμιος ορίζων, […] ο ορίζων της ιστορίας είναι σκοτεινός».
«Δι’ όλων των μέσων»


Ανάλογη των κινδύνων ήταν και η μετεκλογική πολιτική στόχευση των εθνικοφρόνων: «Το πρώτο αίτημα είναι η πλήρης και δι’ όλων των μέσων κατοχύρωσις της νίκης των ενόπλων δυνάμεων. Η οριστική και δι’ όλων των μέσων εν ανάγκη […] απόκρουσις του κινδύνου ο οποίος απειλεί όχι μόνον την Ελλάδα, […] αλλά και αυτά ταύτα τα βάθρα του ελληνικού και χριστιανικού πολιτισμού. Είναι ανάγκη να κατανοήσωμεν όλοι, ότι ο κομμουνισμός, ο μέγας αυτός εχθρός της ανθρωπότητος, βάλλει κατ’ ευθείαν εις την πηγήν του χριστιανικού πολιτισμού». Ομοίως, ο Κωνσταντίνος Καλλίας απαριθμούσε τους σκοπούς του αντικομμουνιστικού αγώνα: «Την εθνικήν μας ακεραιότητα ή ακριβέστερα την εθνικήν μας ύπαρξιν […], την πολιτικήν μας και την πνευματικήν μας ελευθερίαν, την χριστιανικήν μας συνείδησιν και τα ανθρωπιστικά ιδεώδη».
Τα έκτακτα μέτρα που διατηρήθηκαν από το 1952 έως το 1974 υπηρέτησαν σε επίπεδο πολιτικής πρακτικής αυτή τη στόχευση. Η συγκρότηση αλλά και η διατήρηση του αντικομμουνιστικού μετεμφυλιακού κράτους για δύο δεκαετίες προεξέτεινε τον εμφύλιο πόλεμο σε πολιτικό-θεσμικό, ιδεολογικό και πολιτιστικό επίπεδο. Ο ίδιος ο Κανελλόπουλος άλλωστε σε συνέντευξή του το 1985 ομολογούσε: «Δεν είχε ομαλά λειτουργήσει η πολυκομματική δημοκρατία στην Ελλάδα την εποχή εκείνη. Είναι ζήτημα αν λειτούργησε απολύτως ομαλά πριν από το 1974. Ο εμφύλιος πόλεμος άφησε πίσω του ψυχώσεις και αντιθέσεις, οι οποίες και μετά το 1950 έκαναν την ελληνική δημοκρατία να μη λειτουργεί με τρόπο άψογο και απολύτως αδιάβλητο».
Σωτηριολογικά σχήματα


Ωστόσο, το αντικομμουνιστικό εθνικό αφήγημα μετεμφυλιακά δεν δομήθηκε αποκλειστικά πάνω σε συγκεκριμένες πολιτικές πρακτικές σε κυβερνητικό επίπεδο, αλλά επιπλέον σε πολιτικές του πολιτισμού που στηρίχθηκαν στην ιδιοποίηση και αξιοποίηση σχημάτων της παράδοσης και του πολιτισμού και επιτέλεσαν την ίδια ακριβώς λειτουργία με την ιδεολογία. Η εθνικόφρων διανόηση αξιοποίησε την κλασική αρχαιότητα και την ιδεαλιστική φιλοσοφική παράδοση αλλά και σωτηριολογικά σχήματα ως πρώτη ύλη στη συγκρότηση του μετεμφυλιακού εθνικού αφηγήματος.
Διανοούμενοι, όπως ο Κανελλόπουλος, ο Τσάτσος και ο Θεοδωρακόπουλος, προέβαλαν μια διδασκαλία πνευματικής παράδοσης του ελληνισμού βασισμένη στο τρίπτυχο κλασική αρχαιότητα – ιδεαλισμός – ανθρωπισμός, απαραίτητη για να δημιουργηθεί ο νέος «μύθος» του ελληνισμού, αλλά και για να στηριχθεί πάνω σε αυτήν το μεταπολεμικό κράτος πολέμιος της «εθνοπροδοτικής» κομμουνιστικής ιδεολογίας. Και ενώ στον Μεσοπόλεμο η ιδεολογική αντιπαράθεση διεξήχθη σε φιλοσοφικό επίπεδο –ιδεαλισμός εναντίον (ιστορικού) υλισμού -, μετεμφυλιακά η ρητορική μετατοπίστηκε σε θεολογικό επίπεδο, στη μάχη του καλού με το κακό και στη δαιμονοποίηση της Αριστεράς. Ως τη Μεταπολίτευση, επενδύοντας με αυτό το περιεχόμενο τη Δεξιά, αναγνώριζαν σε αυτήν ιδανικά, δεοντολογικά, τελεσίδικα και μονοσήμαντα ολόκληρο τον ελληνισμό.
Η κυρία Κατερίνα Πάπαρη είναι διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας ΕΚΠΑ, ερευνήτρια στο Centrum Modernes Griechenland του Freie Universitat στο Βερολίνο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ