«Η πρώτη μου ματιά στην Ελλάδα από τον αέρα δεν ήταν καθησυχαστική. Πίσω από την τραχιά, γκρι-καφέ ομορφιά των βουνών και τα λευκά στίγματα πάνω στο μπλε της Μεσογείου, υπήρχε η απροσδιόριστη αίσθηση της στειρότητας, μια «εξάντληση»». Αυτές είναι οι πρώτες εντυπώσεις του Ντουάιτ Γκρίσγουολντ, κατά την άφιξή του στην Ελλάδα, το 1947, με την ιδιότητα του Αρχηγού της Αμερικανικής Αποστολής, έχοντας «υπέρτατη εξουσία» πάνω σε κάθε πτυχή της αμερικανικής βοήθειας. Καθώς η επιλογή του συγκεκριμένου προσώπου προκαλούσε αντιδράσεις, ο πρόεδρος Τρούμαν απαντούσε σχετικά: «Η δουλειά που έχει δεν είναι πολιτική, αλλά διοικητική, και μάλιστα πολύ δύσκολη, και αυτός την κάνει πολύ καλά».
Ο ίδιος ο Γκρίσγουολντ αντιλαμβανόταν το ελληνικό πρόβλημα ως πολυδιάστατο, ενώ θεωρούσε την κρίση στην Ελλάδα ως ενδημική κατάσταση κάνοντας λόγο για «κανονικότητα της κρίσης». Στις προσωπικές του σημειώσεις συχνά αναφερόταν στη δική του έλλειψη γνώσεων και επαρκούς προετοιμασίας για το ελληνικό σχέδιο ανασυγκρότησης, καθώς και στην ανεπάρκεια των ελλήνων πολιτικών, αλλά και στη σκληρότητα που συνεπάγονταν ορισμένες από τις αποφάσεις του: «Χρειάζεται ένας άνδρας που να μπορεί πραγματικά να λέει «όχι», για να πει στους ανθρώπους ότι θα πρέπει να αρκεστούν σε λιγότερα τρόφιμα, λιγότερες ταινίες και λιγότερο καπνό ώστε σε πέντε χρόνια από τώρα η χώρα τους να είναι σε καλύτερη κατάσταση». Παράλληλα, θεωρούσε ότι η βοήθεια αποτελούσε ένα «ρόπαλο», με το οποίο η αμερικανική πλευρά μπορούσε να πιέσει τους έλληνες πολιτικούς, πλην των κομμουνιστών, για ενότητα, και ότι η ελληνική κοινή γνώμη προσέβλεπε σε αυτό έχοντας χάσει κάθε ελπίδα «αποφασιστικής ηγεσίας» από τους πολιτικούς της.
Από την πλευρά του, ο αμερικανός πρεσβευτής Χένρι Γκρέιντι (1948-1950) αντιλαμβανόταν τη βοήθεια ως «το κόστος της δικής μας επιβίωσης» στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, ενώ θεωρούσε πως η «Ελλάδα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα, αποτελεί μια δοκιμασία για την ικανότητα της Αμερικής να ηγηθεί του Νέου Ελευθέρου Κόσμου». Και εκείνος αναγνώριζε ότι η χορήγηση της βοήθειας συνεπαγόταν αναπόφευκτη, «ίσως και επιζήμια», εμπλοκή στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας, που όμως δικαιολογείτο από το γεγονός ότι οι ΗΠΑ δαπανούσαν «μεγάλα χρηματικά ποσά».
Συνολικά, οι σκέψεις και εντυπώσεις των αμερικανών αξιωματούχων που υπηρέτησαν στην Ελλάδα στα κρίσιμα χρόνια του Εμφυλίου, φωτίζουν την υπό διαμόρφωση αμερικανική αντίληψη σχετικά με την τότε ελληνική «κρίση» και το αμερικανικό εγχείρημα παρέμβασης και «διάσωσης», την ιδιαίτερη αποστολή που αναγνώριζαν για τις Ηνωμένες Πολιτείες στο πλαίσιο αυτής της κρίσης, αλλά και τον προσωπικό τους ρόλο σε αυτήν. Η ματιά τους στην ελληνική πραγματικότητα περνά μέσα από ιδεολογικά και πολιτισμικά φίλτρα, καθώς η Ελλάδα εκλαμβάνεται ως μια τυπική χώρα της Μέσης Ανατολής. Η αμερικανική εθνική αυτοεικόνα επαναβεβαιώνεται, αλλά και τίθεται σε αναδιαπραγμάτευση, σε συνάφεια με τις εμπειρίες αυτών των προσώπων στην Ελλάδα και τις εξελίξεις στο μέτωπο του Ψυχρού Πολέμου.
Από τη σκοπιά αυτή, ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος αποτελεί ένα ορόσημο για την αμερικανική ψυχροπολεμική ιδεολογία. Με τη διατύπωση του δόγματος Τρούμαν, την αποκρυστάλλωση του Ψυχρού Πολέμου και τη διαμόρφωση του Σχεδίου Μάρσαλ, το ελληνικό πρόβλημα και η αμερικανική απάντηση σε αυτό απέκτησαν ιδιαίτερη ιδεολογική και συμβολική σημασία.
H κυρία Τζένη Λιαλιούτη είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας. Η εργασία της στηρίζεται σε αρχειακό υλικό από την Προεδρική Βιβλιοθήκη Χάρι Τρούμαν (Independence MO).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ