Η συγκρότηση Εθνικής Πολιτικής Φαρμάκου, σε συνεργασία με την Πολιτεία, είναι ο πρώτος και βασικός στόχος των ελλήνων φαρμακοβιομηχάνων. Στη συνέντευξή του προς «Το Βήμα» ο κ. Δημήτρης Δέμος, αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Φαρμακοβιομηχάνων και αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της φαρμακευτικής εταιρείας DEMO, ζητεί την ενίσχυση της θέσης του ελληνικού φαρμάκου στην εγχώρια αγορά, προκειμένου να αξιοποιηθεί η δυναμική της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας προς όφελος της εθνικής οικονομίας.
Κύριε Δέμο, οι φαρμακοβιομήχανοι λέτε ότι το ελληνικό φάρμακο δεν υποστηρίζεται από την Πολιτεία. Γιατί πρέπει να στηριχθεί; Πού αλλού προσφέρει;
«Το ελληνικό φάρμακο αποτελεί βασικό πυλώνα ανάπτυξης της χώρας, καθώς προσφέρει υψηλή προστιθέμενη αξία.Συνδυάζει την υψηλή τεχνολογία και την ποιότητα στην παραγωγή με χαμηλό κόστος για τους ασφαλισμένους και τα Ταμεία. Ταυτόχρονα συμβάλλει αποφασιστικά στην εθνική οικονομία και στην απασχόληση, μέσω των επενδύσεων, της έρευνας και των εξαγωγών που πραγματοποιεί η ελληνική φαρμακοβιομηχανία.
Το ελληνικό φάρμακο εξάγεται σε περισσότερες από 85 χώρες και αναγνωρίζεται διεθνώς, λόγω της ποιότητας και της αποτελεσματικότητάς του, αλλά και χάρη στο συγκριτικά χαμηλό κόστος του. Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία είναι ένας από τους λίγους εναπομείναντες βιομηχανικούς κλάδους της χώρας, που μάλιστα της προσφέρει και διεθνές κύρος».
Τι γίνεται με τους διαγωνισμούς προμήθειας φαρμάκων στα νοσοκομεία;
«Η προσπάθεια των ελλήνων παραγωγών φαρμάκου σαφώς και δεν είναι εύκολη, ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον παρατεταμένης κρίσης. Πρέπει όμως να αντιμετωπίσουμε και πρόσθετα εμπόδια, πολλά από τα οποία μάς βάζει το ίδιο το ελληνικό κράτος. Ενα από αυτά τα εμπόδια, που μάλιστα μπορεί να αποβεί εις βάρος των ελλήνων ασθενών, είναι το πλαίσιο διαγωνισμών για τις προμήθειες των νοσοκομείων. Είναι πραγματικά λυπηρό τα ελληνικά φάρμακα που αναγνωρίζονται και προτιμούνται σε 85 ξένες χώρες, συμπεριλαμβανομένων όλων των χωρών της ΕΕ, να πολεμούνται και να αποκλείονται στην ίδια τους την πατρίδα.
Προφανώς δεν ζητάμε κάποια προνομιακή μεταχείριση, αλλά ένα πλαίσιο που θα εγγυάται την απρόσκοπτη πρόσβαση των ασθενών σε φάρμακα, τη διασφαλισμένη επάρκεια των νοσοκομείων και φυσικά το οικονομικό όφελος για το ελληνικό κράτος. Αντίθετα, το πλαίσιο που εφαρμόζεται σήμερα οδηγεί σε μονοπωλιακές καταστάσεις ανά δραστική ουσία σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια, με μοναδικό κριτήριο τη χαμηλότερη οικονομική προσφορά.
Ωστόσο πώς ακριβώς θα εξηγήσει η κυβέρνηση σε έναν ασθενή ότι ναι μεν πέτυχε την καλύτερη τιμή στα χαρτιά από έναν προμηθευτή του εξωτερικού, αλλά τελικά το απαραίτητο φάρμακο δεν είναι διαθέσιμο, γιατί πολύ απλά ο ένας και μοναδικός προμηθευτής αδυνατεί να ανταποκριθεί και να καλύψει τις αναγκαίες ποσότητες; Αυτά έχουν συμβεί και θα συνεχίσουν να συμβαίνουν όσο η κυβέρνηση δεν ακολουθεί τη λογική οδό που λέει πως, πρώτον, δεν μπορεί το μοναδικό κριτήριο των διαγωνισμών να είναι η χαμηλότερη τιμή και, δεύτερον, δεν πρέπει τα νοσοκομεία να έχουν έναν μόνο προμηθευτή ανά δραστική ουσία, αλλά περισσότερους τους ενός, έτσι ώστε να εξασφαλίσουν τον υγιή ανταγωνισμό και την επάρκεια σε φάρμακα.
Προφανώς, θύματα του μονοπωλιακού πλαισίου των διαγωνισμών δεν είναι μόνο οι ασθενείς, αλλά και οι έλληνες παραγωγοί φαρμάκου, αφού οι προμήθειες πηγαίνουν ως επί το πλείστον σε ξένους ανταγωνιστές, που στόχο έχουν την εξόντωση της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας με dumping τιμών. Ακόμα όμως και αν εξετάσουμε αυτό το φαύλο πλαίσιο μόνο από τη σκοπιά της δημοσιονομικής εξοικονόμησης, όταν στην εξίσωση βάλουμε την προστιθέμενη αξία των ελληνικών φαρμάκων, όπως οι επενδύσεις, η συνεισφορά στο ΑΕΠ και στις εξαγωγές και φυσικά οι θέσεις εργασίας, που κινδυνεύουν να χαθούν, είναι φανερό πως πρέπει άμεσα να αλλάξει αυτή η καταστροφική πολιτική».

Ποια τα ζητούμενα και οι δεσμεύσεις της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας;
«Πρώτος και βασικός στόχος είναι η συγκρότηση, σε συνεργασία με την Πολιτεία, μιας Εθνικής Πολιτικής Φαρμάκου, που θα λαμβάνει σοβαρά υπόψη την αναπτυξιακή διάσταση του ελληνικού φαρμάκου.
Σήμερα το ελληνικό φάρμακο κατέχει μόλις το 18%-19% της αγοράς. Αυτό φυσικά δεν προέκυψε ξαφνικά, αλλά έπειτα από μια σειρά διαχρονικών ενεργειών και παραλείψεων του κράτους, που ευνόησαν τις εισαγωγές εις βάρος της εγχώριας παραγωγής φαρμάκου. Ζητούμενο λοιπόν είναι η ενίσχυση της θέσης του ελληνικού φαρμάκου στην εγχώρια αγορά, προκειμένου να αξιοποιηθεί η δυναμική της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας προς όφελος της εθνικής οικονομίας.
Το ελληνικό φάρμακο μπορεί και πρέπει να καλύψει άμεσα το 70% των φαρμακευτικών αναγκών της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, καθώς και το 50% της νοσοκομειακής. Αν το πετύχουμε αυτό, θα είναι προς όφελος τόσο του Συστήματος Υγείας, καθώς τα Ταμεία θα προμηθεύονται προσιτά φάρμακα και θα εξοικονομούν πόρους, όσο και της κοινωνίας, καθώς οι ασθενείς θα έχουν πρόσβαση σε ασφαλή και επώνυμα φάρμακα. Ταυτόχρονα θα ενισχυθεί η ανάπτυξη της χώρας με νέες επενδύσεις που θα πραγματοποιήσει ο κλάδος και με την ακόμα μεγαλύτερη συνεισφορά του στο ΑΕΠ και στην απασχόληση.
Η Ελλάδα πρέπει να αλλάξει πορεία και είναι ολοφάνερο πως ο δρόμος για να αντιμετωπίσουμε τη μακροχρόνια κρίση περνά μέσα από την ανάπτυξη. Τα λόγια είναι εύκολα, αλλά η κυβέρνηση είναι ώρα να περάσει στις πράξεις και να δείξει πως βρίσκεται δίπλα και όχι απέναντι σε έναν κλάδο που αποδεδειγμένα μπορεί να αποτελέσει έναν από τους λίγους πυλώνες ανάπτυξης στους οποίους μπορεί να στηριχθεί η χώρα».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ