Η συνάντησή μας έγινε σε ένα ατμοσφαιρικό καφέ κάπου στο κέντρο της Αθήνας, κοντά στα γραφεία του Φεστιβάλ Αθηνών. «Μου αρέσει εδώ, βολεύει με τη δουλειά, έχει και καλό φαγητό» μου λέει ο Κώστας Πηλαβάκης. Δηλώνει χαρούμενος που για πρώτη φορά στην άκρως εντυπωσιακή καριέρα του έχει την ευκαιρία να εργαστεί στην Ελλάδα.

Το τελευταίο διάστημα είναι σύμβουλος του καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, αρμόδιος για τη μουσική, και το στίγμα του είναι ήδη αναγνωρίσιμο στο εφετινό πρόγραμμα του Ηρωδείου, του εμβληματικού χώρου της διοργάνωσης ο οποίος επιστρέφει δυναμικά ύστερα από κάμποσα χρόνια παραγκωνισμού.


Το βιογραφικό του Κώστα Πηλαβάκη είναι περισσότερο από πλούσιο: γεννήθηκε στο Λονδίνο, από οικογένεια διπλωματών, σπούδασε στην Ελλάδα, στην Αίγυπτο, στον Καναδά και στις ΗΠΑ, κι έζησε από τα «μέσα» τη χρυσή εποχή της δισκογραφίας έχοντας θητεύσει σε όλες τις κορυφαίες θέσεις της αντίστοιχης βιομηχανίας. Υπήρξε διεθνής πρόεδρος των εταιρειών Philips, Decca και ΕΜΙ, ενώ το 2010 ανέλαβε ανώτατος αντιπρόεδρος του κλασικού τμήματος της πολυεθνικής Universal (η οποία αποτελεί «ομπρέλα» των δισκογραφικών κολοσσών Decca και Deutsche Grammophon). Στη διάρκεια της πολύχρονης καριέρας του υπήρξαν πολλοί και σημαντικοί σταθμοί.

Ανάμεσά τους η συνεργασία του με τον βετεράνο ιάπωνα αρχιμουσικό Σέιτζι Οζάουα, του οποίου υπήρξε καλλιτεχνικός σύμβουλος, αλλά και η ανάδειξη της διάσημης ιταλίδας μέτζο σοπράνο Τσετσίλια Μπάρτολι, καθώς και του σουπερστάρ ρώσου αρχιμουσικού Βαλέρι Γκέργκιεφ, στην αλματώδη πορεία του οποίου στη Δύση συνέβαλε αποφασιστικά, καθώς πέτυχε να κλείσει το πρώτο του συμβόλαιο με δυτική εταιρεία στα τελευταία χρόνια του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ο Νέβιλ Μάρινερ, η Μιτσούκο Ουτσίντα, αλλά και ο Αντρέα Μποτσέλι είναι μερικοί μόνο από τους σταρ της λεγόμενης κλασικής μουσικής στην καριέρα των οποίων είχε αποφασιστικό ρόλο ο Κώστας Πηλαβάκης. Ωστόσο το 2016 αποσύρθηκε παραμένοντας στην εταιρεία ως σύμβουλος και κυνηγός ταλέντων, διατηρώντας παράλληλα θέσεις σε διάφορα συμβούλια όπως του Ωδείου του Μπέρμιγχαμ, της Διεθνούς Ακαδημίας Μοτσαρτέουμ του Σάλτσμπουργκ, της Ακαδημίας του Φεστιβάλ του Βερμπιέ κ.ά.

Η δουλειά στην πρωτεύουσα


«Πριν από δύο χρόνια αποσύρθηκα, για να είμαι πιο ελεύθερος, να ασχολούμαι με την ιστιοπλοΐα που αγαπώ πολύ, αλλά και να έρχομαι πολύ περισσότερο στην Ελλάδα»
λέει ο Κώστας Πηλαβάκης. Ωστόσο κάποια στιγμή έλαβε ένα e-mail από τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο… «Νόμιζα ότι ήθελε απλώς να γνωριστούμε. Ετυχε να βρίσκομαι στην Αθήνα, συναντηθήκαμε και ήταν από τις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις που μέσα στα πρώτα δέκα λεπτά ένιωσα ότι γίναμε φίλοι. Μου άρεσε. Είναι αυθόρμητος, άνετος… Ξαφνικά με ρώτησε αν θα με ενδιέφερε να γίνω σύμβουλος για τη μουσική. Ξαφνιάστηκα. Είχα αποφασίσει ότι η καριέρα μου ολοκληρώθηκε και ότι θα έκανα κάποια πράγματα μεμονωμένα… Του πρότεινα να βοηθήσω σαν εθελοντής, να βρούμε κάποιον άλλον άνθρωπο και να βοηθήσω να τον καλλιεργήσουμε ώστε να αναλάβει εκείνος. Τελικά καταλήξαμε σε κάτι λίγο πιο εντατικό και φτάσαμε εδώ που είμαστε».

Με βάση τη διεθνή εμπειρία του ομολογεί ότι ο χρόνος για την κατάρτιση του εφετινού προγράμματος ήταν πολύ λίγος. «Το Φεστιβάλ είχε πάντα τη συνήθεια να παίρνει αποφάσεις πολύ αργά» σχολιάζει. «Παλαιότερα υπήρχε ο Θόδωρος Κρίτας, ο οποίος αναλάμβανε ο ίδιος το ρίσκο και δούλευε σε διεθνή πλαίσια. Ηξερε, για παράδειγμα, ότι για να κλείσεις τη Συμφωνική της Βοστώνης ήθελες τρία χρόνια, όχι έξι μήνες. Την έκλεινε λοιπόν και περίμενε. Οταν το Φεστιβάλ ήταν έτοιμο να δεχθεί τις προτάσεις του, είχε πολλές, σαν ένα πακέτο με περιτύλιγμα και κορδέλα. Παρέδιδε στο Φεστιβάλ ένα έτοιμο πρόγραμμα. Ηταν καταπληκτικός τύπος, μου άρεσε πολύ. Είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω και γίναμε πολύ φίλοι. Θυμάμαι το ’90 στο Ηρώδειο δύο βραδιές με τη Συμφωνική της Βοστώνης και τον Οζάουα καταπληκτικές».

Σχολιάζοντας το εφετινό πρόγραμμα, λέει ότι στάθηκε τυχερός που υπήρχαν δύο μεγάλες ορχήστρες διαθέσιμες: η Φιλαρμόνια του Λονδίνου υπό τον Εσα Πέκα Σάλονεν και η Συμφωνική Τσαϊκόφσκι υπό τον βετεράνο Βλαντίμιρ Φεντοσέγεφ. Αποκαλύπτει ότι υπάρχουν σχέδια τόσο για την επόμενη χρονιά όσο και για τη μεθεπόμενη. «Να ξέρετε, αν δεν είναι καλό το πρόγραμμα της μουσικής το ’19 και το ’20, εγώ θα φταίω» λέει με χιούμορ. «Θα έχουμε πάλι κάποια μεγάλα ονόματα, ενδιαφέρουσες ορχήστρες, μια ποικιλία πάλι… Αυτό το Φεστιβάλ χρειάζεται ποικιλία. Δεν μπορείς να κάνεις ένα θέμα όταν έχεις ένα Ηρώδειο με 5.000 θέσεις και ενάμιση μήνα διάρκεια. Οφείλεις να έχεις διαφορετικά πράγματα: ένα μεγάλο όνομα, μια ορχήστρα, μια όπερα, σύγχρονη μουσική οπωσδήποτε. Εχω την εντύπωση ότι πλέον αισθάνεσαι πως η διοργάνωση είναι Φεστιβάλ. Ποικιλία αλλά με κέντρο το Ηρώδειο, το οποίο βεβαίως έχει κι άλλα πράγματα πέρα από κλασική μουσική, ταιριαστά με τη φυσιογνωμία του όμως».

Η κουβέντα επιστρέφει στην καριέρα του. Πώς άρχισε αλήθεια η ενασχόλησή του με τη μουσική; «Είχα μελετήσει λίγο βιολί στο γυμνάσιο, είχε συμμετάσχει σε κάποιες χορωδίες… γενικά στο σχολείο είχα κάνει κάποια πράγματα χωρίς ποτέ να έχω στον νου να γίνω επαγγελματίας μουσικός. Ούτε την πειθαρχία είχα, ούτε την οικογενειακή παράδοση, ούτε τη θέληση μπορώ να πω. Αργότερα, στο Πανεπιστήμιο στον Καναδά, όπου σπούδασα Πολιτικές Επιστήμες και Ιστορία, έκανα και Ιστορία της μουσικής. Παράλληλα έπιασα δουλειά σε ένα δισκάδικο. Εκεί είναι σαν να κάνεις μεταπτυχιακές σπουδές στο ρεπερτόριο και στους καλλιτέχνες. Οταν έρχεται ο πελάτης και σου ζητά μια συγκεκριμένη εκτέλεση με έναν ορισμένο καλλιτέχνη, πρέπει να ξέρεις τι σου λέει… Οταν πάλι δεν ξέρει ο ίδιος, πρέπει εσύ να μπορείς να του κάνεις κάποια καλή πρόταση. Αυτό δεν μαθαίνεται από τη μια μέρα στην άλλη, πρέπει να περάσεις χρόνια ακούγοντας και κρίνοντας. Βασικά κρίνοντας, πολύ σημαντική λέξη».

Αργότερα σπούδασε στο Πανεπιστήμιο York του Τορόντο Πολιτιστική Διαχείριση και έγινε ένας από τους πρώτους στον Καναδά που έκαναν αντίστοιχες σπουδές. «Εκεί γνώρισα όλους όσοι διηύθυναν πολιτιστικούς οργανισμούς και όλοι μού πρόσφεραν δουλειά. Διάλεξα πού ήθελα να πάω και ξεκίνησα. Από την αρχή είχα ευθύνες. Εμαθα πολλά σε σύντομο διάστημα, έκανα ταξίδια. Από νεαρή ηλικία είχα την ευκαιρία να δουλέψω με μεγάλους καλλιτέχνες και τελικά μπήκα στον προγραμματισμό. Αργότερα ήρθε η δισκογραφία».

Πόλη ζωντανή και ενδιαφέρουσα

Δηλώνει ενθουσιασμένος που δουλεύει στην Αθήνα. Βρίσκει πως η πόλη είναι ζωντανή και ενδιαφέρουσα, εντοπίζει μάλιστα και κάποια «αναγέννησή» της. «Αισθάνομαι ότι η Αθήνα αλλάζει σε καλή κατεύθυνση. Και δεν χάνει ποτέ την ανθρωπιά της. Το Λονδίνο, ας πούμε, το έχω δει να αλλάζει από μια πόλη σχετικά εύκολη, φιλόξενη και φιλική σε μια απρόσωπη πόλη η οποία ανταγωνίζεται τη Νέα Υόρκη σε ταχύτητα και επιθετικότητα. Η Αθήνα έχει γίνει πιο ανοιχτή, πιο άνετη, υπάρχει ζωντάνια παντού».

Εξίσου αισιόδοξος δηλώνει και για τη μουσική ζωή της πρωτεύουσας, της χώρας γενικότερα. «Υπάρχει μια νέα γενιά η οποία έχει σπουδάσει έξω και φέρει μια διαφορετική νοοτροπία. Το βλέπεις στην πειθαρχία που έχουν πλέον οι κρατικές ορχήστρες. Παλιά φημίζονταν για τη χαλαρότητά τους. Δεν ήταν πολύ σοβαρές σε πρόβες, έρχονταν μαέστροι από το εξωτερικό και παραπονούνταν… Τώρα δεν είναι έτσι, η ατμόσφαιρα είναι ευρωπαϊκή. Δεν ξέρω πώς ακούγεται αυτό πλέον, αλλά εννοώ ότι δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά νοοτροπίας στις ορχήστρες της Ελλάδας απ’ αυτές της Ιταλίας ή της Γερμανίας. Οι δύο μεγάλες ορχήστρες, της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης είναι εξαιρετικές, ποτέ δεν τις θυμάμαι σε τόσο καλή κατάσταση. Ακούς τα έγχορδα στη Θεσσαλονίκη και πραγματικά είναι πρώτης τάξεως. Οι εξάρχοντες, ο Σίμος Παπάνας και ο Αντώνης Σουσάμογλου, είναι νέα παιδιά, ενδιαφέροντα, με καριέρα στο εξωτερικό, σοβαρότατοι, πολύ μορφωμένοι και οι δυο τους. Η Ζωή Τσόκανου, επίσης, που έχει αναλάβει καλλιτεχνική διευθύντρια, είναι μια πολύ λαμπρή νέα κοπέλα. Πήγα για πρώτη φορά και μου έκανε εξαιρετική εντύπωση».

Αντίστοιχο ενθουσιασμό εκφράζει και για την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. «Για μένα είναι ίσως η καλύτερη στην Ελλάδα… δυναμική, με πολύ καλούς σολίστ. Αισθάνεσαι ότι παίζουν με μια «μαγκιά», μια υπερηφάνεια… κάτι μεταξύ των δύο που είναι τρομερά ζωντανό».

Φεύγοντας από τις ορχήστρες, μιλάμε για φωνές. Παραδέχεται πως δεν έχει ακούσει ακόμη αρκετές, όσο βρίσκεται στην Ελλάδα. Σε όλες τις όπερες του κόσμου όμως συναντάς σήμερα ελληνικά ονόματα, λέει. Κάποιοι είναι ίσως Ελληνες δεύτερης γενιάς, από τη Ρωσία, τη Γερμανία, μάλλον δεν έχουν σπουδάσει στην Ελλάδα αλλά τα ονόματά τους είναι ελληνικά. Στη Γερμανία και στη Γαλλία δεν είναι ασυνήθιστο, στην Αγγλία ίσως λιγότερο… Αναφερόμενος στο διεθνές πλαίσιο συμμερίζεται την «γκρίνια» για την έλλειψη των μεγάλων τραγουδιστών του παρελθόντος.

«Σήμερα είναι πιο εύκολο να βρεις καλούς τραγουδιστές για Χέντελ, για παλιά μουσική, και πολύ πιο δύσκολο για τον Βέρντι. Για τον Βάγκνερ, είναι περίπου το ίδιο. Για την ιταλική όπερα λείπουν μεγάλες φωνές, εκεί είναι η μεγάλη τρύπα… Πρόπερσι ήμουν κριτής σε έναν διαγωνισμό στην Πάδοβα, οι πιο καλές φωνές ήταν κορεάτικες ή ρωσικές. Η Κορέα βγάζει καταπληκτικούς τραγουδιστές, όπως και η Κίνα, η Ιαπωνία λιγότερο. Το αστείο είναι ότι στην Κορέα λατρεύουν την ιταλική όπερα ενώ στην Ιαπωνία δεν την αγαπούν τόσο, προτιμούν τον Μότσαρτ ή τον Βάγκνερ».

Ωστόσο παραδέχεται ότι τραγουδιστές τύπου Παβαρότι δεν υπάρχουν πλέον. «Σήμερα οι μεγάλοι τραγουδιστές είναι άλλου τύπου. Ηρωικούς τραγουδιστές για «Οθέλλο» ή «Αΐντα» δεν έχουμε. Ο Καλέγια, που θα τον δούμε το καλοκαίρι στο Ηρώδειο, είναι καταπληκτικός, ο καλύτερος ιταλο-λυρικός τενόρος στον κόσμο κατά τη γνώμη μου. Εκανε και πολύ προσεκτικές επιλογές στην καριέρα του, όπως ο Λουτσιάνο. Μοιάζουν πολύ, χωρίς να εννοώ ότι είναι το ίδιο. Δεν είναι Νιαγάρας ο Καλέγια, είναι όμως εξαιρετικός».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ