Πριν από 100 χρόνια ακριβώς, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1917, δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες της Θεσσαλονίκης μια ανοιχτή πρόσκληση στους αρχιτέκτονες και μηχανικούς της πόλης. Οι ενδιαφερόμενοι καλούνταν σε μια συνάντηση την πρωτοχρονιά, για να ιδρύσουν έναν σύλλογο με σκοπό την προάσπιση του επαγγέλματός τους.
Τα έργα και οι ημέρες του μυστηριώδους αυτού συλλόγου δεν θα μας απασχολήσουν εδώ. Εχει ενδιαφέρον πάντως η είδηση, ακόμη και αν συμφωνήσουμε ότι πρόκειται για μια απλή σύμπτωση (που δεν είναι) με το θέμα που μας απασχολεί. Από τα στοιχεία που διαθέτουμε πάντως, φαίνονται προβλήματα και δυσκολίες που αναγνωρίζονται μέχρι σήμερα. Οσο και αν την εποχή εκείνη (1917) η ελληνική κοινωνία επιχειρούσε να εκσυγχρονίσει τις δομές της, είναι βέβαιο ότι η υιοθέτηση «δυτικών» μορφών οργάνωσης δεν μπορούσε να επιτευχθεί εύκολα, σύντομα και χωρίς κλυδωνισμούς.
Ούτε η ανάθεση της επίτιμης προεδρίας στον ίδιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο έλυσε κανένα πρόβλημα. Κρίμα πραγματικά, διότι οι ανάγκες της πραγματικότητας επέβαλαν πολύ σύντομα μια ολοκληρωμένη αρχιτεκτονική και πολεοδομική παρέμβαση στη Θεσσαλονίκη χωρίς να περιμένουν την επίλυση των θεμάτων των αρχιτεκτόνων. Βασικός λόγος υπήρξε η μεγάλη πυρκαγιά που αφάνισε κυριολεκτικά την πόλη εντός –των –τειχών τον Αύγουστο του 1917.
Η ανοικοδόμηση του Κέντρου
Οπως και να το δούμε, η καταστροφή μιας πόλης είναι ένα τραγικό γεγονός με οδυνηρές επιπτώσεις σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, στις διαδικασίες εξέλιξης της περιοχής, στην ιστορία των κατοίκων της και των επιτευγμάτων τους. Οι μηχανισμοί της καταστροφής σχεδόν νομοτελειακά απελευθερώνουν διεργασίες που υπό άλλες συνθήκες θα χρειάζονταν διάφορους χρόνους, τρόπους και ρυθμούς για να τεθούν σε λειτουργία. Μεγάλο μερίδιο της ευθύνης επιμερίζεται στην παλαιωμένη κατάσταση της πόλης. Η ιστορία των πόλεων δείχνει ότι εκσυγχρονιστικές παρεμβάσεις και πλήρης ανασχεδιασμός του αστικού χώρου ακολούθησαν κάθε μεγάλη καταστροφή.
Ετσι έγινε και στη Θεσσαλονίκη. Είναι παράδοξο ωστόσο ότι η πυρκαγιά του 1917 και η ανοικοδόμηση στα μεσοπολεμικά χρόνια, δύο μείζονα γεγονότα της ιστορίας της, στη συνέχεια σχεδόν ξεχάστηκαν. Βέβαια τα χρόνια ήταν ιδιαίτερα δύσκολα και οι απώλειες οδυνηρές (προσφυγιά, Ολοκαύτωμα, Εμφύλιος, μετανάστευση). Και προφανώς, το τοπικό δυναμικό των αρχιτεκτόνων και μηχανικών αφέθηκε εκτός καθώς θεωρήθηκε ότι αδυνατούσε να αντιμετωπίσει το θέμα του πολεοδομικού μετασχηματισμού της πόλης και να χειρισθεί τα νέα εργαλεία και τις θεωρήσεις για τον ρόλο του χώρου που πρότεινε η νέα πολεοδομία.

Η πυρκαγιά της 18ης (ώρα 5) Αυγούστου 1917 δεν κατέκαυσε απλώς σε 32 ώρες 120 εκτάρια του ιστορικού κέντρου. Εξαφάνισε ουσιαστικά την «ανατολίτικη» πλευρά του και εξάλειψε την παραδοσιακή του διάρθρωση, που συνέχιζε να επιβιώνει παρά τις αποσπασματικές εκσυγχρονιστικές προσπάθειες. 9.000 κτίσματα χάθηκαν, μεταξύ των οποίων σημαντικά δημόσια και λατρευτικά οικοδομήματα και 75.000 κάτοικοι έμειναν άστεγοι (55.000 Εβραίοι, 10.000 χριστιανοί και 10.000 μουσουλμάνοι). Οπως φαίνεται, η ισραηλιτική κοινότητα υπέστη το βαρύτερο πλήγμα.

Χωρίς τους αρχιτέκτονες της πόλης ή της χώρας, κι ωστόσο υιοθετώντας τις πλέον πρόσφατες ιδέες και μεθόδους της σύγχρονης πολεοδομίας, και αγνοώντας το προϋπάρχον καθεστώς ιδιοκτησίας και τις παραδοσιακές χρήσεις της γης, η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων αποφάσισε τον πλήρη ανασχεδιασμό της κεντρικής περιοχής. Η ανοικοδόμηση αντιμετωπίσθηκε ως μοχλός για τον κοινωνικό, οικονομικό και χωρικό εκσυγχρονισμό της πόλης, για την άσκηση μεταρρυθμιστικής πολιτικής και την ενδυνάμωση της ελληνικής κυριαρχίας.
Ενα «μοντέρνο» εγχείρημα
Πέρα από την υπερβολική πίστη στις δυνατότητες της πολεοδομίας, σοβαρότατα ερωτήματα διατυπώθηκαν: Πώς αντιμετωπίσθηκαν ο ρόλος, τα σχέδια και οι επιθυμίες των διαφορετικών κοινοτήτων [Εβραίοι, ορθόδοξοι, μουσουλμάνοι]; Για ποιους λόγους η ελληνική πολιτεία έλαβε τόσο άμεσες και ρηξικέλευθες αποφάσεις για το μέλλον της πόλης; Πώς και γιατί εισήχθησαν τόσες καινούργιες μέθοδοι, ρυθμίσεις και λειτουργικές και μορφολογικές επιλογές, καθώς και νέοι μηχανισμοί με τους οποίους η αστική γη επρόκειτο να περιέλθει μετά τον σχεδιασμό της σε παλαιούς και νέους ιδιοκτήτες; Πώς συζητήθηκαν οι έντονες αντιρρήσεις που εκφράστηκαν, πώς διορθώθηκαν ή/και διευκρινίστηκαν οι πρακτικές διαδικασίες της εφαρμογής και οι επιπτώσεις τους στη νεότερη εξέλιξη της πόλης;

Είναι σχεδόν απίστευτο το πώς ένα εγχείρημα τόσο εκτεταμένο και απαιτητικό, η ανοικοδόμηση σε νέες βάσεις μιας αρχαίας πόλης, κατάφερε να πραγματοποιηθεί και μάλιστα σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες πολέμων και προσφυγικών μετακινήσεων. Το σχέδιο που εκπόνησε για τη Θεσσαλονίκη η Διεθνής Επιτροπή Σχεδιασμού υπό την καθοδήγηση του γάλλου αρχιτέκτονα Ερνέστ Εμπράρ προσαρμόζει τις καινοτόμες σχεδιαστικές απόψεις της εποχής στις τοπικές γεωγραφικές και ιστορικές ιδιομορφίες… H παραδοσιακή εικόνα της Θεσσαλονίκης ξεθωριάζει και αντικαθίσταται μ’ έναν χώρο «μοντέρνο», ομοιογενή και χωρίς τις προηγούμενες ιδιαιτερότητες.
-Tο σχέδιο προτείνει νέες επεκτάσεις για 350.000 κατοίκους και εκτεταμένη πράσινη ζώνη περιμετρικά και καλύπτει συνολικά 2.400 εκτάρια.
-Βασικό οργανωτικό στοιχείο του αστικού ιστού αποτελεί το γεωμετρικό οικοδομικό τετράγωνο, που αντικαθιστά τις ακανόνιστες και λαβυρινθώδεις συνοικίες. Χαράσσονται επίσης 2.600 οικόπεδα που προορίζονται να αποδοθούν στους ενδιαφερομένους.
-Εισάγονται οι κλασικές χαράξεις (άξονες, διαγώνιοι, μνημεία – γενεσιουργά σημεία…), ένα ιεραρχημένο οδικό δίκτυο αλλά και η ορθολογική οργάνωση των χώρων παραγωγής και κατανάλωσης, η επέκταση και ο εκσυγχρονισμός του λιμανιού, η δημιουργία ενός πολιτικού κέντρου για την πόλη με τη συγκέντρωση των δημοσίων υπηρεσιών σε έναν άξονα πλατειών, η επιλεκτική ανάδειξη μνημείων και η διατήρηση ορισμένων «γραφικών» συνοικιών.
-Προσδιορίζονται και οριοθετούνται οι βιομηχανικές ζώνες, οι εργατικοί οικισμοί, οι περιοχές κατοικίας και αναψυχής, το υπό ίδρυση Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Εκπονούνται πρότυπα σχέδια για τον νέο τύπο συλλογικής κατοικίας, την πολυκατοικία με διαμερίσματα.
Ο ανασχεδιασμός της πόλης
Ο νόμος για την εφαρμογή του νέου σχεδίου (1394/1918), που ψηφίστηκε ομόφωνα στη Βουλή, εξέφραζε ευθέως τις εκσυγχρονιστικές και μεταρρυθμιστικές ιδέες της φιλελεύθερης κυβέρνησης και του αρμόδιου υπουργού Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Επιδιώκει τη λειτουργία της αστικής γης σε πιο ορθολογικές βάσεις, αναδιατάσσει την ιδιοκτησία εξωθώντας τους παλιούς μικρούς ιδιοκτήτες να συνεταιρισθούν για να διεκδικήσουν τις ιδιοκτησίες τους, θέτει το ζήτημα της υπεραξίας της πολεοδόμησης και προτείνει την αναδιανομή της προς όφελος του κοινωνικού συνόλου, επιχειρεί να προσελκύσει νέους επενδυτές στην πόλη και συγχρόνως να μην εκδιώξει τους παλιούς ιδιοκτήτες. H πεισματική αντίδραση των σημαντικότερων ιδιοκτητών γης του Κέντρου τορπίλισε την υλοποίηση της πολιτικής Παπαναστασίου και χωρίς να μεταβάλει ουσιαστικά το σχέδιο Eμπράρ πέτυχε να εκτρέψει τη διαδικασία απόκτησης των νέων οικοπέδων σε μια καθαρά κερδοσκοπική δραστηριότητα. Μεταξύ 1921 και 1924, και ενώ καταφθάνουν οι πρόσφυγες (100.000 άτομα), γίνονται οι πωλήσεις των νέων οικοπέδων και αρχίζει στο Κέντρο η ανοικοδόμηση που ως τότε είχε εκ των πραγμάτων περιορισθεί κυρίως στα ανατολικά προάστια.
Σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου η Θεσσαλονίκη βλέπει τον σύνθετο πολιτισμικό της χαρακτήρα να τροποποιείται καθώς εγκαταλείπεται υποχρεωτικά από τους μουσουλμάνους κατοίκους της, αλλά και σταδιακά από έναν σημαντικό αριθμό Εβραίων ενώ εγκαθίστανται πρόσφυγες. Αλλά και η εικόνα της αλλάζει, άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά. Η πυρίκαυστη ζώνη αποκτά μια εντελώς καινούργια μορφή, με τις ευθύγραμμες λεωφόρους, τα μνημεία που περιβάλλονται από γεωμετρικά σχεδιασμένες πλατείες και τα διώροφα ως πενταώροφα «μέγαρα» –κατοικίες, καταστήματα, τράπεζες –με τις εκλεκτιστικές ή ανάμεικτες αρχιτεκτονικά όψεις τους που σχηματίζουν συνεχή μέτωπα στους δρόμους. «Πρώτο έργο της ευρωπαϊκής πολεοδομίας του 20ού αιώνα», κατά τον γάλλο ιστορικό Πιερ Λαβντάν, ο ανασχεδιασμός της πόλης δεν αποτελεί μόνο ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο της ιστορίας της ελληνικής – ευρωπαϊκής πολεοδομίας, ή της σύγχρονης Θεσσαλονίκης, αλλά εντάσσεται με τα όρια και τις αστοχίες του στην ιστορία του αστικού εκσυγχρονισμού της Ελλάδας του Μεσοπολέμου, και μάλιστα –ας μου επιτραπεί –σχεδόν ως εμβληματικό γεγονός της τότε προσπάθειας.
Η νέα πολεοδομία

«Οταν τέθηκε το θέμα της ανοικοδόμησης της Θεσσαλονίκης, ο Eρνέστ Eμπράρ, ένας από τους πρωτεργάτες της ευρωπαϊκής πολεοδομίας, κατανόησε αμέσως πόσο αναγκαίο ήταν να γίνει η Θεσσαλονίκη μια πόλη-υπόδειγμα, σύμφωνα με τις αρχές της νέας επιστήμης που είχε μόλις γεννηθεί και σήμερα ονομάζουμε πολεοδομία. Η Θεσσαλονίκη πρέπει να αναγεννηθεί από τις στάχτες της πιο όμορφη και πιο ισχυρή από ποτέ… Η ανατροπή που ετοιμάζεται στην πόλη που ανοικοδομείται προιωνίζεται θετικά αποτελέσματα. Από ένα μεγάλο κακό πρέπει να προκύψει ένα μεγάλο καλό. Η χάραξη της νέας Θεσσαλονίκης θα αποτελέσει μαρτυρία για την επιστημονική εφαρμογή των κανόνων της σύγχρονης πολεοδομίας, ενώ παράλληλα υπόσχεται να δημιουργήσει μια πόλη όσο γίνεται πιο όμορφη. Η Θεσσαλονίκη, είμαστε σίγουροι, θα αποτελέσει παράδειγμα σε άλλες πόλεις που καταστράφηκαν σ’ αυτόν τον πόλεμο, στο πλαίσιο της γενικής αναγέννησης που θα σημειωθεί στο μέλλον».

J. H. Saias, Salonique en reconstruction, Athenes, Imprim. de l’Opinion 1920, 44-45 [δημοσιογράφος της γαλλόφωνης εφημερίδας «Opinion» της Θεσσαλονίκης].
Η ανθρωπογεωγραφία της πόλης

Ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης μεταξύ 1920 (174.390) και 1928 (244.680) αυξήθηκε κατά 70.290, αν και 97.025 πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην πόλη. Εκτός από τους μουσουλμάνους που όφειλαν βάσει της συνθήκης ανταλλαγής να φύγουν, πολλοί θεσσαλονικείς εβραίοι αναχώρησαν για την Αμερική, τη Δυτική Ευρώπη και την Παλαιστίνη, ενώ ιδιαίτερα μεγάλη θνησιμότητα σημειώθηκε στην πόλη από το 1921 ως το 1924.

Το 1928, επί 244.680 κατοίκων, το 47,8% είναι πρόσφυγες, το 16,1% εσωτερικοί μετανάστες και μόνο το 36,1% (88.000 άτομα) δηλώνει ότι γεννήθηκε στην πόλη. Στα χρόνια του πολέμου άλλο ένα μεγάλο τμήμα των «γηγενών» θα χαθεί. Ως «πρωτεύουσα των προσφύγων», όπως έχει εύστοχα ονομαστεί από τον Γιώργο Ιωάννου, η πόλη θα καταφέρει βέβαια να αναπροσανατολίσει εν μέρει τον δυναμισμό της παρά τις γενικότερες αντίξοες συνθήκες, που συντίθενται από την απώλεια της παραδοσιακής ενδοχώρας της πόλης, την οικονομική κρίση του 1930 και την ευρύτερη πολιτική αστάθεια που επικρατεί στην Ελλάδα. Ωστόσο την επαύριον του πολέμου ένα ελάχιστο τμήμα του παλιού πληθυσμού θα ζει ακόμη στην πόλη.

Από τους παλιούς στους νέους ιδιοκτήτες

«H πρόσκτησις των νέων ελληνικών πόλεων εν τη οικοδομική διαμορφώσει των οποίων τόσον εκτύπως, ως γνωστόν, υπάρχει κεχαραγμένη η σφραγίς του κράτους υφ’ ο εδούλευον καθιστά έτι επιτακτικωτέραν την ανάγκην των μέτρων δι’ ων και υπό την οικοδομικήν έποψιν θα ήτο δυνατόν να εκπολιτισθώσιν το ταχύτερον».

Δ. Διαμαντίδης, πρώτος υπουργός Συγκοινωνίας, προς τη Bουλή των Eλλήνων, 1914.
Η κυρία Αλέκα Καραδήμου – Γερόλυμπου είναι ομότιμη καθηγήτρια του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ