Ο Αλεξάντερ Πέιν έχει πει ότι αν δεν είχε γίνει σκηνοθέτης κατά πάσα πιθανότητα θα είχε γίνει ξένος ανταποκριτής. Στην τελευταία συνάντησή μας, πέρσι στη Θεσσαλονίκη, όταν η αριστουργηματική ταινία του «Nebraska» (υποψήφια για έξι Οσκαρ) έκλεισε την 54η διοργάνωση του κινηματογραφικού φεστιβάλ στο οποίο ο Πέιν προήδρευε, εντύπωση μου έκανε το πόσο βαθύτατα καλλιεργημένος άνθρωπος είναι. Χαμηλού προφίλ αλλά με διεισδυτικό χιούμορ, ο Αλέξανδρος Παπαδόπουλος, όπως είναι το πραγματικό όνομά του, φροντίζει να μην το επιδεικνύει, ούτε στις συνεντεύξεις αλλά ούτε και στις ταινίες του.
Μεγαλώνοντας στην Ομάχα, ο Αλεξάντερ Πέιν πήγε σε σχολείο ιησουιτών και αργότερα στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ όπου σπούδασε Λατινοαμερικανική Φιλολογία και Ιστορία. Εκανε μεταπτυχιακά στην Ισπανία και στην Κολομβία και τα ισπανικά του ήταν τόσο καλά που όταν σπούδαζε στη Μεντελίν έλαβε μέρος μαζί με την κολομβιανή κοπέλα του σε ένα κουίζ σόου της τηλεόρασης. Κέρδισε το πρώτο βραβείο απαντώντας σωστά την ερώτηση σε ποιον αφιέρωσε το μυθιστόρημά του «Τα άνθη του κακού» ο Σαρλ Μποντλέρ.
«Μπορεί να σου κοπεί η λαλιά»


Μιλώντας με τον Αλεξάντερ Πέιν θα ακούσεις πολλά. Θα σου πει για τις κινηματογραφικές αδυναμίες του, θα μιλήσει για λογοτεχνία. Κάποια στιγμή στην κουβέντα μας προέκυψε ο «Αμλετ» του Γουίλιαμ Σαίξπηρ («τι διαχρονικό έργο!») αλλά και ο Ακίρα Κουροσάβα, ένας σκηνοθέτης που τον έχει επηρεάσει αφάνταστα. «Τον είδα μια φορά από κοντά!» μου είπε γεμάτος ενθουσιασμό «αλλά δεν του μίλησα. Ηθελα να του μιλήσω αλλά τελικά δεν μπόρεσα. Ακουγα τους γύρω του να τον κολακεύουν και να τον γλείφουν και μόνον κοίταξα. «Δεν θα γίνω σαν αυτούς τους ηλίθιους» είπα μέσα μου». Το ίδιο του συνέβη με τον Μικελάντζελο Αντονιόνι. «Βλέποντας ανθρώπους που θαυμάζεις από κοντά, μπορεί να σου κοπεί η λαλιά». Του είπα ότι κάτι παρόμοιο κάποια μέρα μπορεί να συμβεί και με εκείνον, να τον πλησιάσουν αλλά να μη μπορούν να του μιλήσουν. «Ελπίζω να μη συμβεί αυτό αν είναι κάποια όμορφη κοπέλα» απάντησε γελώντας.
Η «Nebraska» είναι η πιο προσωπική δημιουργία του Αλεξάντερ Πέιν και όχι μόνον επειδή γυρίστηκε στην Πολιτεία όπου γεννήθηκε πριν από 52 χρόνια (10/2/1961). Η ασπρόμαυρη ταινία αναφέρεται στο ουτοπικό ταξίδι ενός ηλικιωμένου ανθρώπου (Μπρους Ντερν), αποφασισμένου να διασχίσει περπατώντας όλη την Πολιτεία της Νεμπράσκα προκειμένου να παραλάβει τα κέρδη ενός λαχνού στη Μοντάνα Κανείς δεν μπορεί να πείσει τον πεισματάρη γερο-Γούντι ότι πρόκειται για ένα διαφημιστικό τρικ και ότι δεν έχει κερδίσει τίποτε. Ωστόσο ο μικρότερος γιος του (Γουίλ Φόρτε), με τον οποίο ο Γούντι ποτέ δεν μπόρεσε να επικοινωνήσει, αποφασίζει να τον συνοδεύσει. Το ταξίδι τους μέσα στο αυτοκίνητο θα είναι η αφορμή για μια καινούργια γνωριμία ανάμεσα σε πατέρα και γιό.
Κερδίζοντας την εμπιστοσύνη


«Από όλους τους σκηνοθέτες με τους οποίους έχω δουλέψει έξι διατηρούν μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου» είπε στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών ο Μπρους Ντερν που για τον ρόλο του Γούντι διεκδικεί το Οσκαρ α’ ρόλου (είχε μια υποψηφιότητα για τον β’ στον «Γυρισμό» πριν από… 35 χρόνια!). «Ο Αλφρεντ Χίτσκοκ, ο Ελία Καζάν, ο Ντάλτον Τράμπο, ο Φράνσις Κόπολα, ο Κουέντιν Ταραντίνο και ο Αλεξάντερ Πέιν. Δουλεύοντας με τον Καζάν κατάλαβα τη σημασία του ρίσκου σε έναν ηθοποιό. Δουλεύοντας με τον Πέιν ο παράγοντας του ρίσκου ήρθε και πάλι μπροστά μου. Υπάρχει μια διαφορά από το να λες σε έναν ηθοποιό να κάνει κάτι από το να του το ζητάς. Ο Αλεξάντερ είναι από φύση του ευγενικός και στο ζητά. Κάτι μέσα στη φωνή του όμως σ’ το λέει». Ωστόσο το πιο τιμητικό σχόλιο του Μπρους Ντερν για τον Αλεξάντερ Πέιν ήταν όταν ο ηθοποιός αναφέρθηκε στον δικό του πατέρα. «Ποτέ δεν τα πήγα καλά με τον πατέρα μου» είπε. «Οταν όμως η «Nebraska» γυρίστηκε ένιωσα ότι είχα βρει για πρώτη φορά τον πατέρα μου. Και ήταν ο ήρωάς μου. Ο Πέιν σε αναγκάζει να ξεπεράσεις τα όριά σου. Ο τύπος μπαίνει μέσα σου και σου λέει ας φτιάξουμε μαγεία».
Από την πλευρά του, ο Πέιν λέει ότι στους ηθοποιούς αναζητεί την επικοινωνία. «Ο καθένας μπορεί να είναι καλός ηθοποιός αλλά αυτό που θα τον κάνει να ξεχωρίσει είναι ο χαρακτήρας του –τι άνθρωπος είναι». Με τον Ντερν έκανε μια πολύ ιδιαίτερη προετοιμασία ακολουθώντας την τεχνική που είχε ακολουθήσει με τον Τζακ Νίκολσον (κολλητό φίλο του Ντερν) στο «Σχετικά με τον Σμιντ». Δυο-τρεις εβδομάδες πριν από την έναρξη των γυρισμάτων έκαναν πολύ στενή παρέα χωρίς να μιλούν καθόλου για την ταινία που θα γύριζαν. «Με αυτόν τον τρόπο όταν ήρθε η ώρα του γυρίσματος είχαμε μπει στο δικό μας ρυάκι και προχωρούσαμε…».
Οι Ελληνοαμερικανοί νιώθουμε «άλλοι»


Ο Γούντι είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, ο καθημερινός άνθρωπος που τόσο πολύ ενδιαφέρει τον Αλεξάντερ Πέιν σε όλες του τις ταινίες του, από την «Πολίτη Ρουθ» ως το «Σχετικά με τον Σμιντ» και από το «Πλαγίως» ως τους «Απογόνους». Τον ρώτησα για τον καθημερινό άνθρωπο. «Στο ντοκιμαντέρ του για τον Ελία Καζάν ο Μάρτιν Σκορσέζε λέει ότι όταν είδε όλα εκείνα τα πρόσωπα των λιμενεργατών στο «Λιμάνι της αγωνίας», ένιωσε για πρώτη φορά ότι οι άνθρωποι που ήξερε είχαν σημασία. Από την πλευρά μου, αυτό που θέλω είναι να δώσω αξιοπρέπεια σε όλους εκείνους τους ανθρώπους που δεν έχουν αξιοπρέπεια. Που την έχουν χάσει. Ο Γούντι στη «Nebraska» έχει χάσει την αξιοπρέπειά του. Μέσω του γιου του θα την ξαναβρεί. Η αξιοπρέπεια είναι πολύτιμο πράγμα».
Μετέφερα στον Αλεξάντερ Πέιν την παρατήρηση του συναδέλφου Νίκου Μπακουνάκη ο οποίος μου είπε ότι ο Αλεξάντερ Πέιν είναι ένας από τους καλύτερους σκηνοθέτες του αμερικανικού κινηματογράφου διότι αν και Αμερικανός, η ματιά του πάνω στην Αμερική μοιάζει να είναι ενός ξένου και αυτό τον διαφοροποιεί. «Είμαι Αμερικανός αλλά είμαι Ελληνοαμερικανός που σημαίνει ότι μεγάλωσα σε μια επί μέρους κουλτούρα (χρησιμοποίησε τη λέξη subculture)» απαντά αμέσως, προσθέτοντας ότι αυτό που λέει δεν το λέει επειδή βρίσκεται στην Ελλάδα. «Mέσα στην Αμερική oι Ελληνοαμερικανοί νιώθουμε «άλλοι». Αυτό νομίζω ότι με βοήθησε να αναπτύξω τη ματιά που έχω πάνω στην Αμερική. Είμαι ένας ενεργός παρατηρητής. Ως αμερικανός πολίτης είμαι «εκεί» αλλά από μια μικρή απόσταση. Πολλές φορές κοιτάζω τους Αμερικανούς και αναρωτιέμαι «πώς μπορείς και είσαι έτσι; Πώς μπορείς και είσαι τόσο ψυχρός;»». Ο Πέιν θεωρεί επίσης ότι στη ματιά του ως σκηνοθέτη έχει συμβάλει, πρώτον, η φύση του («πολλοί καλλιτέχνες τείνουν να είναι ενεργοί παρατηρητές») και, δεύτερον, η αίσθηση του χιούμορ του. «Πιστεύω ότι οι Ελληνες έχουν πολύ χιούμορ» είπε. «Ολες οι οικογένειες ελλήνων που ξέρω έχουν χιούμορ».

Παρεμπιπτόντως ο Πέιν σιχαίνεται την ομοιογένεια της πλειονότητας των αμερικανικών ταινιών. «Ο κινηματογράφος είναι κάτι πολύ σημαντικό σε όλα τα επίπεδα –πνευματικό, πολιτισμικό. Εχουμε ανάγκη να βλέπουμε το σινεμά ως καθρέφτη. Γι’ αυτό μου αρέσουν οι ταινίες για ανθρώπους».

Πορεία από το Αίγιο ως την Ομάχα


Ο παππούς του Αλεξάντερ Πέιν, Νικόλαος Παπαδόπουλος, μετανάστευσε από το Αίγιο στη Βοστώνη όπου έμαθε την τέχνη της ζαχαροπλαστικής. Το 1913 μετακόμισε στην Ομάχα όπου γνώρισε τη μέλλουσα σύζυγό του, Κλάρα. Η οικογένεια Παπαδόπουλου αναγκάστηκε να αλλάξει το επώνυμό της σε Πέιν εξαιτίας των διαδηλώσεων εναντίον των Ελλήνων που είχαν λάβει χώρα στην περιοχή. Ο Νικόλαος Παπαδόπουλος άνοιξε ένα κατάστημα γλυκών ονόματι «Palace of Sweets» (Το παλάτι των γλυκισμάτων) στο Κάουνσιλ Μπλαφς της Αϊοβα.
Λίγα χρόνια αργότερα, στην Ομάχα, άνοιξε το Virginia Café, μια τεράστια οικογενειακή επιχείρηση με 80 υπαλλήλους που λειτουργούσε 24 ώρες το 24ωρο. Το εστιατόριο δεν είχε κλειδαριά γιατί δεν έκλεινε ποτέ και στις πολύ καλές ημέρες του σερβίριζε ως και 4.000 πιάτα ημερησίως. Ο Αλεξάντερ είναι ο τρίτος και τελευταίος γιος του Γιώργου Παπαδόπουλου. Θυμάται ότι κάθε Πέμπτη έτρωγε στο καφέ μαζί με τη μητέρα του Πέγκι (επίσης Ελληνοαμερικανίδα από το Μπέρμιγχαμ της Αλαμπάμα) και τα δυο αδέλφια του. Ωστόσο η επιχείρηση έκλεισε το 1969, χρονιά που το εστιατόριο καταστράφηκε από πυρκαγιά. Αργότερα ο πατέρας του Αλεξάντερ διετέλεσε διευθυντής του Τμήματος Εμπορίου της Ομάχα προωθώντας διεθνείς εμπορικές συναλλαγές με τη Νεμπράσκα.
«Αν δεν καταγόμουν από τη Νεμπράσκα πολύ πιθανόν να μην είχα κάνει ποτέ αυτή την ταινία γιατί αυτό το σενάριο δεν θα ερχόταν ποτέ στα χέρια μου» μου είχε πει στις Κάννες ο Πέιν. «Ενδεχομένως αν λεγόταν «Αϊοβα» να μου το έστελναν επίσης. Αλλά ναι, νιώθω πολύ τυχερός που ο σεναριογράφος Μπομπ Νέλσον είχε αυτόν τον σύνδεσμο με τη Νεμπράσκα και με βρήκε. Ωστόσο, εγώ γεννήθηκα στην Ομάχα που είναι πόλη μακριά από την επαρχία που δείχνω στην ταινία. Ημουν πολύ περίεργος να εξερευνήσω την επαρχία της Νεμπράσκα όπου δεν είχε βρεθεί ποτέ. Για μένα ήταν κάτι σαν εξωτική τοποθεσία».
Ο άνθρωπος και το τοπίο


Μιλώντας για την ύπαιθρο η κουβέντα μάς μεταφέρει και πάλι στον αμερικανικό κινηματογράφο και σε ταινίες όπου το τοπίο παίζει σημαντικό ρόλο. Στις Κάννες ο Πέιν είχε πει ότι μαζί με τον διευθυντή φωτογραφίας του, τον επίσης υποψήφιο για Οσκαρ Φαίδωνα Παπαμιχαήλ, παρακολούθησαν ασπρόμαυρες ταινίες από τις δεκαετίες του 1960, του 1970 και του 1980. «Ισως το άρωμα της παρακμής στην «Τελευταία παράσταση» του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς να έχει κάποιες ομοιότητες με τη «Nebraska» είπε. «Οπως επίσης το «Χάρτινο φεγγάρι», και αυτό του Μπογκντάνοβιτς, μια ταινία που βλέπω τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο». Του λέω ότι η εικόνα του φυσικού τοπίου της «Nebraska» μου έφερε στο μυαλό «ταινίες τοπίου» του Αντονι Μαν («Καταραμένη κοιλάδα», «Η επέλασις των δραγόνων»). Ο Πέιν ενθουσιάστηκε. «Είμαι φανατικός μαθητής των ταινιών του Αντονι Μαν» μου είπε. «Το ήξερες αυτό; Μαζί με τον Κουροσάβα, ο Αντονι Μαν είναι ο αγαπημένος μου σκηνοθέτης. Πολύς κόσμος μού λέει συχνά για την ισορροπία που διατηρώ ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα. Εντάξει. Την ίδια ώρα όμως σκέφτομαι την ισορροπία ανάμεσα στο τοπίο και τον άνθρωπο. Και κανείς δεν το έκανε καλύτερα από τον Αντονι Μαν. Οχι μόνον στα γουέστερν αλλά και στα νουάρ του ή στις ταινίες πόλης όπως η «Ιστορία του Γκλεν Μίλερ». Στις ταινίες του Αντονι Μαν πάντα ξέρεις πού βρίσκεσαι».
Δεν ήταν πάντως ιδέα του Πέιν η ταινία να ονομαστεί «Nebraska» αλλά του σεναριογράφου Μπομπ Νέλσον. Για την ακρίβεια, ο σκηνοθέτης ήθελε να τον αλλάξει, τον έβρισκε πολύ προφανή, «δεν ήθελα να νομίσει ο κόσμος ότι κάνω μια σπουδαία δήλωση για τη Νεμπράσκα». Ωστόσο, δεν μπορούσε να καταλήξει σε καλύτερο τίτλο. Και, ναι, μπορεί το ασπρόμαυρο να μην ακούγεται εμπορικό, όμως ο Πέιν το επέλεξε γιατί ήθελε να δώσει στην ταινία μια πιο απέριττη εικόνα, «να ξεφύγω από τη λαμπρή, γυαλισμένη εικόνα του «Πλαγίως»». Εν τέλει, η «Nebraska» κόστισε λιγότερο από όσο θα κόστιζε αν η ταινία είχε γυριστεί έγχρωμη. «Το πρόβλημα είναι με τις συμφωνίες με τα κανάλια σε όλο τον κόσμο που θέλουν έγχρωμες ταινίες. Ακόμη και την εποχή του Μπογκντάνοβιτς παρουσιάζονταν παρόμοια προβλήματα».

Νεμπράσκα, «σαν τη ζωή»


Για τον Αλεξάντερ Πέιν η «Nebraska» δεν είναι μια ταινία που θέλει να σχολιάσει τη θλιβερή κατάσταση στην οποία ορισμένες περιοχές της Αμερικής ζουν σήμερα. «Μια ταινία φτιάχνεται την εποχή που φτιάχνεται, όμως στην πραγματικότητα έχει πολύ παρελθόν πίσω της» είπε. Η ταινία γυρίστηκε το 2012 αλλά ο Πέιν είχε δεχτεί το σενάριο της «Nebraska» πριν από εννέα ολόκληρα χρόνια. Και αυτό που του άρεσε αμέσως ήταν η εικόνα χιούμορ και μελαγχολίας που εξέπεμπε. «Σαν τη ζωή» είπε. Του άρεσε επίσης που ο σεναριογράφος είχε «ζήσει» την ταινία, ότι έγραφε για προσωπικές εμπειρίες του. «Θα μπορούσα να υποκριθώ λέγοντας ότι η «Nebraska» είναι μια ταινία για την οικονομική κρίση, κάτι που ενδεχομένως να απαντά και στο ερώτημα γιατί είναι ασπρόμαυρη. Δεν μπορώ όμως να το κάνω. Είναι αλήθεια ότι συνειδητά ή ασυνείδητα ο άνεμος της κοινωνίας διαπερνά την ταινία, όμως εγώ δεν είμαι παρά ο σκηνοθέτης. Δεν μπορώ να εξηγήσω τι σημαίνει το κάθε τι. Μπορώ να πω όμως ότι αυτό που μου αρέσει στην ιστορία είναι αυτό που είπα και πιο πριν, ο παράγοντας της χαμένης αξιοπρέπειας που θέλει να ξαναδώσει ο γιος στον πατέρα του. Αυτό με άγγιξε προσωπικά».
Μελαγχολία με χιούμορ

Η κινηματογραφική πορεία του

«Πολίτης Ρουθ» (1996)

Η απόφαση μιας κοπέλας (Λόρα Ντερν) να κάνει έκτρωση παίρνει πολιτικές προεκτάσεις.
«Election» (1999)
Η εμπλοκή ενός καθηγητή γυμνασίου (Μάθιου Μπρόντερικ) στις μαθητικές εκλογές έχει επιπτώσεις στην προσωπική ζωή του.
–Υποψηφιότητα για το Οσκαρ σεναρίου (Αλεξάντερ Πέιν – Τζιμ Τέιλορ).
«Σχετικά με τον Σμιντ» (2002)
Ενας συνταξιούχος (Τζακ Νίκολσον) ανακαλύπτει πτυχές της ζωής του που δεν γνώριζε.
–Υποψηφιότητες για Οσκαρ α’ ανδρικού ρόλου (Τζακ Νίκολσον) και β’ γυναικείου (Κάθι Μπέιτς).
«Πλαγίως» (2004)
Ο Μάιλς (Πολ Τζιαμάτι), ασχημούλης, συμπλεγματικός, πανέξυπνος, και ο Τζακ (Τόμας Χέιντεν Τσερτς), αθλητικός, ωραιοπαθής και βλάκας, τσακώνονται σαν τον σκύλο με τη γάτα πίνοντας κρασί στην αμερικανική επαρχία.
–Υποψηφιότητες για τα Οσκαρ καλύτερης ταινίας, β’ ανδρικού ρόλου (Τόμας Χέιντεν Τσερτς), β’ γυναικείου ρόλου (Βιρτζίνια Μάντσεν) και σκηνοθεσίας. Κέρδισε το Οσκαρ διασκευασμένου σεναρίου (Τζιμ Τέιλορ – Αλεξάντερ Πέιν).

«Οι απόγονοι» (2011)
Ο Ματ (Τζορτζ Κλούνεϊ), ένας δικηγόρος, μόνιμος κάτοικος Χαβάης, προσπαθεί να τα φέρει βόλτα σε πολλούς τομείς της ζωής του –κυρίως στον οικογενειακό.
–Υποψηφιότητες για τα Οσκαρ καλύτερης ταινίας, α’ ανδρικού ρόλου (Τζορτζ Κλούνεϊ) και σκηνοθεσίας. Κέρδισε το Οσκαρ διασκευασμένου σεναρίου (Τζιμ Τέιλορ – Αλεξάντερ Πέιν).
«Νεμπράσκα» (2013)
Ταινία περιπλάνησης κατά τη διάρκεια της οποίας ένας πατέρας (Μπρους Ντερν) γίνεται για πρώτη φορά φίλος με τον γιο του (Γουίλ Φόρτε).
–Υποψηφιότητες για τα Οσκαρ καλύτερης ταινίας, α’ ανδρικού ρόλου (Μπρους Ντερν), β’ γυναικείου ρόλου (Τζουν Σκουίμπ), σκηνοθεσίας, σεναρίου (Μπομπ Νέλσον) και φωτογραφίας (Φαίδων Παπαμιχαήλ).
πότε & πού:
Η ταινία «Nebraska» προβάλλεται στις αίθουσες από την Πέμπτη 23 Ιανουαρίου σε διανομή της Seven

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ