Και ξαφνικά ένα ιστορικό τραγούδι του ελληνικού κινηματογράφου άρχισε να παίζει στα μπαρ της πόλης αλλά και στα ακουστικά μας. Το «Έχω στενάχωρη καρδιά» των Πλέσσα-Δαλιανίδη βρήκε μια νέα ηλεκτρονική ζωή μέσα από τη φωνή της Xanthí, η οποία βρήκε σε αυτό την αφήγηση μιας αντι-ηρωίδας για τις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής.

Η τραγουδοποιός και παραγωγός, η οποία μετά από πολλές αγγλόφωνες κυκλοφορίες πέρασε στον ελληνικό στίχο με το «Αν», μιλά στο ΒΗΜΑ λίγο πριν το showcase της το Σάββατο 25/5 (εισιτήρια εδώ) στο φετινό Athens Music Week.

Σε γνωρίζουμε κυρίως από τις studio δουλειές σου. Τι είναι αυτό που σε κρατά κάπως πιο μακριά από τα live;

Νιώθω ότι αν έκανα live μόνη με ενα λαπτοπ και ένα synth/midi, αυτό δεν θα ήταν κάτι αντιπροσωπευτικό για τη σχέση μου με τη μουσική. Η παραγωγή και η σύνθεση είναι μια πολύ προσωπική διαδικασία, καθαρά ατομική και εσωστρεφής, σε αντίθεση με την υπόλοιπη ζωή μου. Θα έκανα live με την προϋπόθεση να μπορέσω να εστιάσω στον κοινωνικό και performative χαρακτήρα των συναυλιών, ώστε τα κομμάτια μου να αποκτήσουν το χρώμα των μουσικών που με συνοδεύουν και εγώ να μπορώ να είμαι πιο ελεύθερη στη σκηνή. Να ικανοποιηθεί μια άλλη ανάγκη, πέρα από αυτή της δημιουργίας. Άλλωστε δεν είμαι οργανοπαίχτρια. Αν υπέκυπτα νωρίτερα στην “κοινωνική” πίεση του χώρου, και έκανα live μόνο για να με μάθει ο κόσμος, θα ήταν σαν να έπρεπε σώνει και ντε να αποδείξω κάτι, πράγμα που θα αφαιρούσε από τη φυσικότητα της επαφής μου με τη μουσική. Τώρα βγήκε πολύ οργανικά, προπάντων γιατί ξαναβρέθηκα με τον Atana (Θανάση Αλεξανδρή), με τον οποίο παίζαμε στο πρώτο μου συγκρότημα και οι εξελιγμένες εκδοχές μας έδεσαν υπέροχα. 

Στο showcase σου στο AMW θα κάνεις χαμούλη;

Ο χαμούλης δεν εξαρτάται μόνο από μένα. Αλλά εγώ από πλευράς μου, θα κάνω τον μισό χαμό και θα υποδεχτώ τον υπόλοιπο με χέρια ανοιχτά. Το μόνο που ξέρω είναι ότι ανυπομονώ να βγω στη σκηνή μετά από μια δεκαετία σχεδόν. 

«Τριανταρίσαμε μα είμαστε ακόμα μωρά» τραγουδάς στο «Αν». Μπορώ να σκεφτώ λόγους για τους οποίους το καταλαβαίνω (μια γενιά καθηλωμένη στο πατρικό της και ακόμα και σε 30 εξαρτημένη από τους γονείς), αλλά και λόγους για τους οποίους δεν το καταλαβαίνω (αν υπάρχει μια γενιά που έχει μεγαλώσει μέσα σε ένα περιβάλλον αλλεπάλληλων κρίσεων είναι αυτή. Αν υπάρχει μια γενιά που δεν είχε δικαίωμα να είναι ‘‘μωρό’’ είναι αυτή). Για σένα τι σημαίνουν τα «τριαντάχρονα μωρά»; 

Για μένα ο στίχος δεν έχει το βάθος που του δίνεις, το οποίο όμως είναι ευπρόσδεκτο. Το έγραψα πολύ αυθόρμητα και εμπνευσμένη από την προσωπική μου εμπειρία μέσα στα χρόνια, σχολιάζοντας το ότι όλοι μεγαλώνουμε, αλλά αυτή η ωρίμανση δεν είναι αισθητή σε όλους τους τομείς. Η διάθεσή μας για ζωή έχει ακόμα έναν μετεφηβικό χαρακτήρα. Και όντως ανήκω σε μια γενιά που δεν βλέπω να μεγαλώνει, ούτε εμφανισιακά για κάποιο λόγο, και συχνά τείνω να αστειεύομαι ότι μάλλον δεν δυσκολευτήκαμε αρκετά. Από την άλλη, δυσκολευτήκαμε από πράγματα που μας πήγαν πίσω, και όταν πας πίσω, δεν μεγαλώνεις. Αν δεν είσαι οικονομικά ανεξάρτητος, τότε αυτό από τη μία είναι μέγγενη, από την άλλη η συγκατοίκηση με γονείς σε προστατεύει από την ίδια τη ζωή. Και αυτό εν τέλει είναι καλό για το δέρμα και το στομάχι, αλλά όχι για την εμπειρία. Έτσι, η γενιά μου δεν έχει δικά της σπίτια στα τριάντα πέντε, και τα μωρά που θέλουν οι γονείς μας να ταχταρίσουν, μας την πέφτουν στα μπαρς. 

Είναι ιδέα μου ή υπάρχει μια τάση για πιο ερωτικές ιστορίες (ή ακόμα και ιστορίες καψούρας) στην ελληνική indie σκηνή; Το κοινό πάντως φαίνεται ότι κάπως τις αποζητά.

Εγώ παρατηρώ ότι δεν υπάρχει η ίδια ανάγκη που υπήρχε παλιότερα στην ελληνική σκηνή. Καμία ιστορία καψούρας δεν έχω προσέξει, αντιθέτως έχω την εντύπωση ότι όλοι γράφουμε πιο γενικά για την κατάσταση των σχέσεων και ίσως λίγο πιο αφοριστικά. Αν υπάρχουν μερικά κομμάτια που έχουν αυτόν τον ρομαντισμό και την καψούρα, τους λείπει το storytelling, είναι σαν να μιλάμε πλέον για τον έρωτα με γλώσσα δημοτικού. Η γενιά μας τον ξεμαθαίνει τον έρωτα και τον επαναπροσδιορίζει για να αποφύγει την απογοήτευση.

Στο «Έχω στενάχωρη καρδιά» πήρες το κομμάτι από το κοσμικό κέντρο και το πήγες σε ένα πάρτι που γίνεται σε ένα μπαλκόνι της Αθήνας. Πώς προέκυψε η διασκευή και ποια οπτική ήθελες να του δώσεις;

Η διασκευή προέκυψε όταν ο Μιχάλης Καμάκας, ο ραδιοφωνικός παραγωγός του Kosmos 93.6, μου ζήτησε να συμμετάσχω στο αφιέρωμα του Kosmos για την ημέρα της γυναίκας και μου ζητήθηκε να παρουσιάσω και μια διασκευή εμπνευσμένη από κάποιο γυναικείο πρότυπο. Διάλεξα το κομμάτι του Μίμη Πλέσσα και του Γιάννη Δαλιανίδη «Έχω στεναχωρη καρδιά» κυρίως επειδή το είπε η Ρένα Βλαχοπούλου, η οποία αποτελεί εξαίρεση στα θηλυκα προτυπα της γενιάς της. Ήταν οριακά ένα βήμα μετά τη Βασιλειάδου, ξέφευγε δηλαδή από την κατηγορία της καρικατούρας, του στερεότυπου της γεροντοκόρης που ο κόσμος χλεύαζε. Όταν έπαιζε ρόλους μεσήλικης μπεμπέκας ήταν πάντα με έναν αυτοσαρκασμό που έφερε η ίδια. Σε μια εποχή που όλες οι τεράστιες σταρ από Καραγιάννη, Ζωζώ και Λάσκαρη ήταν σύμβολα του σεξ, αυτή ήταν είδωλο ανεξαρτήτως της σεξουαλικότητάς της. Το “Έχω στενάχωρη καρδιά”, όμως, το επέλεξα για τη συνύπαρξη μουσικής χαράς και στιχουργικής μιζέριας. Αυτή η αντίφαση, ή μάλλον η ισορροπία που το χαρακτηρίζει, με γοήτευσε πάρα πολύ. Είναι τα λόγια μιας αντι-ηρωίδας μέσα στα καθωσπρέπει πρότυπα των χαρούμενων θηλυκών και των καλών κοριτσιών, που γιορτάζει τον πόνο της, λαϊκά και αντι-ερωτικά. Κάνοντας τη διασκευή, απλώς θέλω να μεταφέρω το ίδιο γιορτινό συναίσθημα αυτοδιάθεσης στο σήμερα, με πιο ηλεκτρονικό ήχο. Ακόμα και τα arpeggiators ήταν μια ελεύθερη παραλλαγή αυθεντικών μελωδιών του κου Πλέσσα. Ήθελα να διατηρήσω ατόφια την ορμή που το χαρακτηρίζει. Είναι μια ορμή με φόρα χρόνων, που αντιπροσωπεύει και τη σύγχρονη φεμινιστική ιστορία. Όταν το είπε η Ρένα μάλιστα ήταν 39, πολύ κοντά στην ηλικία μου δηλαδή.

Είναι ένα κομμάτι που έχει τραγουδήσει και κάνει γνωστό η Ρένα Βλαχοπούλου, μια από τις κορυφαίες jazz κι όχι μόνο φωνές της χώρας. Παίζει καθόλου «άγχος», «δέος», «πού πάω να μπλέξω τώρα»; 

Δεν υπάρχει κάποιο άγχος, γιατί δεν το “διαχειρίζομαι” ως ερμηνεύτρια, αλλά ως δημιουργός. Όταν αποφάσισα να το διασκευάσω, έχτισα την αρχική παραγωγή και στη συνέχεια την ολοκλήρωσα μαζί με τον Atana. Οπότε για ακόμη μια φορά το είδα σαν μια δημιουργική διαδικασία. Όταν το τραγουδάω, μιας και πλέον έχει πολλά νέα στοιχεία, είναι μερικώς δικό μου. Δεν πάω να συγκριθώ, παρά μόνο να σεβαστώ – κάτι που έχω ήδη κάνει φτιάχνοντας τη διασκευή και θαυμάζοντας την αυθεντική δημιουργία. Άλλωστε η τέχνη μου δεν είναι το τραγούδι, το τραγούδι είναι μικρό μέρος της. 

Έχεις κι άλλα αγαπημένα του Πλέσσα ή απλώς έτυχε να είναι αυτό;

Ο κύριος Πλέσσας ίσως να είναι ο αγαπημένος μου Έλληνας συνθέτης. Οι βαθιά ερωτικές μελωδίες του είναι “γραμμένες” στο DNA μου και το happy place μου θα ήταν ένα μέρος με χαμηλό φωτισμό, με κόσμο που βρωμάει νταλκά, και στα μεγάφωνα να παίζει η δική του μουσική – τα μεγάλα σουξέ του ελληνικού κινηματογράφου και όχι μόνο. 

Τα συμπαθείς τα ελληνικά musical;

Φυσικά τα συμπαθώ. Δεν μπορείς να μη γοητευτείς έστω και λίγο από το χρώμα της εποχής τους και αυτή την αθώα γιορτή συναισθήματος.

Αν ναι, ποιο θα ήθελες να γινόταν remake;

Θα ήθελα να γινόταν remake το «Μια Κυρία στα Μπουζούκια» και να έπαιζα εγώ τον ρόλο της Μαίρης Χρονοπούλου. Στις φαντασιώσεις μας κάνουμε ό,τι θέλουμε. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι το μιούζικαλ «Οι Θαλασσιές οι χάντρες» θα μπορούσε να γίνει ένα ακόμη πιο ενδιαφέρον remake, γραμμένο και γυρισμένο στην Αθήνα του σήμερα.

Έχεις γράψει «καμία λέξη δεν πιστεύω από εσένα». Εμείς να πιστέψουμε όλες τις προηγούμενες;  

Ναι, εσείς να τα πιστέψετε, μέχρι αποδείξεως του εναντίου.