Το 2030, στο τέλος της πέμπτης θητείας του ως Προέδρος, ο Βλάντιμιρ Πούτιν θα κλείσει τριάντα χρόνια στην ηγεσία της Ρωσίας. Αυτή τη φορά κέρδισε 87 τοις εκατό των ψήφων. Το 2000, όταν εξελέγη για πρώτη φορά στο αξίωμα του Προέδρου, μόνο 53 τοις εκατό των Ρώσων είχαν ψηφίσει τον άγνωστο τότε Πούτιν, δελφινο του Γέλτσιν. Από τότε άλλαξαν πολλά, αλλά υπάρχει ένα κοινό στοιχείο που συνδέει το μακρινό 2000 με το σήμερα: ο πόλεμος. Το μομέντουμ του Πούτιν ήρθε όταν ανέλαβε την εποπτεία του δεύτερου πολέμου στην Τσετσενία με σκοπό να «διορθώσει» την έκβαση του μη δημοφιλούς πρώτου πολέμου. Ο πόλεμος της Τσετσενίας είχε σοκάρει τη διεθνή κοινή γνώμη, εξαιτίας των κατάφορων παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά στο εσωτερικό της Ρωσίας κατάφερε να εκτοξεύσει τη δημοτικότητα του από 2 τοις εκατό όταν έγινε πρωθυπουργός το 1999, σε 62 τοις εκατό στα μέσα Ιανουαρίου του 2000.

Έτσι και σήμερα, ο Πούτιν προβάλει το επιχείρημα ότι «διορθώνει» εξ ονόματος του ρωσικού λαού την ιστορική αδικία που διαπράχθηκε στο «Ρωσικό Κόσμο». Ήδη δύο ημέρες μετά το δημοψήφισμα ανεξαρτησίας της Κριμαίας, στις 18 Μαρτίου 2014, ο Πούτιν δήλωσε ότι «στις καρδιές και τα μυαλά των ανθρώπων, η Κριμαία ήταν πάντα αναπόσπαστο μέρος της Ρωσίας». Αλλά και στην ομιλία προάγγελο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, την ομιλία της 21ης Φεβρουαρίου 2022, ο Πούτιν έδωσε έμφαση στη σημασία της Ουκρανίας για τη Ρωσία, την οποία και χαρακτήρισε όχι απλά μια γειτονική χώρα, αλλά «ένα αναφαίρετο κομμάτι της δικιάς μας ιστορίας, της κουλτούρας και του πνευματικού μας χώρου». Επίσης κατηγόρησε τις Ουκρανικές ελίτ που καταχράστηκαν τόσο τη Σοβιετική και αυτοκρατορική κληρονομιά της χώρας και τη Δύση που εθελοτυφλεί μπροστά στα τέσσερα εκατομμύρια πληθυσμού του Ντονμπάς που αντιμετωπίζουν «φρίκη και γενοκτονία». Για τον Πούτιν, η Ρωσία οφείλει να απαντήσει στην καταπίεση των κατοίκων του Ντονμπας, οι οποίοι ανήκουν στο Ρωσικό Κόσμο.

Δεν φαίνεται να ισχύει όμως το ίδιο για τους ηγέτες της αντιπολίτευσης, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια τείνουν να γίνουν είδος προς εξαφάνιση. Ο Αλεξέι Ναβάλνι είναι ο τελευταίος εκλιπών μιας μακράς λίστας αντιφρονούντων, οι οποίοι αμφισβήτησαν ανοιχτά τον Πούτιν. Ο Ναβάλνι πέθανε σε μία φυλακή ύψιστης ασφαλείας στη Σιβηρία λίγο πριν τη δεύτερη επέτειο έναρξης του πολέμου. Εφτά χρόνια πριν, πάλι Φεβρουάριο, έπεφτε νεκρός από σφαίρες μπροστά από το Κρεμλίνο ένας άλλος επιφανής αντίπαλος του Πούτιν, ο Μπόρις Νεμτσόφ. Ο Βλαντιμίρ Καρα-Μούρζα βρίσκεται στη φυλακή, αφού έχει επιβιώσει από δύο απόπειρες δηλητηρίασης, αλλά και ο επίσης φυλακισμένος πολιτικός Ίλγια Γιάσιν ανησυχεί για την υγεία του. Κι αυτοί είναι μόνο δύο από τα δεκάδες παραδείγματα αντιτιθέμενων στην εξουσία που διώκονται.

Πολλοί άφησαν την Ρωσία. Ειδικότερα από την έναρξη του πολέμου και μετά, σχεδόν ένα εκατομμύριο Ρώσοι υπολογίζεται ότι έφυγαν. Ενδεχομένως, πολλά να εξαρτηθούν από αυτους. Εδώ και χρόνια ο Μιχαήλ Χοντορκόφσκι βρίσκεται στη Δυτική Ευρώπη και μάχεται με την ΜΚΟ του Ανοιχτή Ρωσία (Open Russia). Μια άλλη οργάνωση που λειτουργεί από την Ευρώπη, η Ρωσική Επιτροπή Κατά του Πολέμου (Russian Anti-War Committee) υποστηρίζεται από επιφανείς πολιτικούς, επιστήμονες και ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών, όπως ο Μιχαήλ Κασιάνοφ, πρώην πρωθυπουργός της Ρωσίας και ο Γκάρι Κασπάροφ, τέως παγκόσμιος πρωταθλητής σκακιού, μεταξύ άλλων.

Ο Ναβάλνι όμως αναδείχθηκε σε σύμβολο ελπίδας, γιατί επέλεξε να επιστρέψει στη χώρα του από το Βερολίνο αμέσως μετά την ανάρρωσή του από δηλητηρίαση. Είχε πλήρη επίγνωση ο ίδιος, η οικογένειά του και στενοί συνεργάτες του ότι η ελευθερία του και η ίδια η ζωή του θα απειληθεί.

Μπορεί η κληρονομιά του Ναβάλνι να προστεθεί στο αντιπολιτευτικό ρωσικό κεφάλαιο εντός και εκτός της χώρας; Χιλιάδες Ρώσοι όλων των ηλικιών, έσπευσαν να του πουν το τελευταίο αντίο στη Μόσχα, αψηφώντας την ενδεχόμενη σύλληψή τους από το καθεστώς. Το πώς ακριβώς και πότε αυτή η κληρονομιά θα κεφαλαιοποιηθεί, μένει να το δούμε.

Η Σοφία Τυπάλδου είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Διεθνών Σχέσεων, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο.