Τόσο από το οικονομικό πρόγραμμα που παρουσίασε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης όσο και από τη συνέντευξη του Στέφανου Κασσελάκη στο Mega διαφάνηκε η πρόθεση της νέας ηγεσίας να συστήσει στους πολίτες έναν ΣΥΡΙΖΑ χωρίς την κληρονομιά του.

Αυτό επειδή το βασικό ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται το οικονομικό πρόγραμμα είναι η μεσαία τάξη, ενώ το τηλεοπτικό ακροατήριο άκουσε τον κ.Κασσελάκη – από τις υποθέσεις της Novartis και των τηλεοπτικών αδειών έως τον επίμαχο νόμο για τις off shore και για τον οποίο ελέγχεται πλέον ο ίδιος χαρακτηρίζοντάς τον «λάθος» – να σπεύδει να κλείσει τον «κύκλο της περιόδου 2015-2019».

Γίνεται σαφής συνεπώς η πρόθεσή του να ηγηθεί ενός κεντροαριστερού πόλου ως συνέχεια της απόπειρας του προκατόχου του να εισχωρήσει στην Κεντροαριστερά, υπό το βάρος όμως του κυβερνητικού του παρελθόντος αλλά και της πίεσης των εσωκομματικών τάσεων και της «ψυχής του 3%».

Η νέα απόπειρα θα κριθεί ασφαλώς εκ του αποτελέσματος, που δεν είναι άλλο από αυτό της κάλπης. Ηδη πάντως καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις μια τάση ανάσχεσης της ιλιγγιώδους πτώσης των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ και μια δυναμική επιστροφής στη δεύτερη θέση, την ίδια ώρα που ο άλλος διεκδικητής του «πόστου» – το ΠΑΣΟΚ – εμφανίζει σημάδια εσωστρέφειας.

Έως ότου ξακαθαρίσει ο λογαριασμός της δεύτερης θέσης, δυο είναι τα βασικά δεδομένα.

Το πρώτο είναι πως η πολιτική στη χώρα μας, μετά τη δυστοπική εμπειρία της κρίσης, γίνεται ευτυχώς ένα παιχνίδι κυριαρχίας στο Κέντρο.

Το δεύτερο, πως η ΝΔ εξακολουθεί να κατέχει τη μερίδα του λέοντος σε μια πίτα της τάξης του 70%. Η οποία όμως μπορεί να μεγαλώσει κι άλλο εάν η αντιπολίτευση εμφανιστεί τόσο αξιόπιστη ώστε να αποτρέψει τη διαρροή της ψήφου της δυσαρέσκειας προς τα άκρα.

Αυτό είναι επί της ουσίας το νόημα του ισχυρού δικομματικού συστήματος. Και αυτή είναι η πρόκληση για όλους τους παίκτες του συστήματος.