Πριν καν ενηλικιωθεί ως συμπαγές κόμμα, όχι ως συνασπισμός διαφορετικών συνιστωσών, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει έρθει αντιμέτωπος με μια κρίση ταυτότητας. Την ώρα που το 4ο Συνέδριο έχει διαφημιστεί ως η αφετηρία «ανασυγκρότησης, αναστοχασμού και επανεκκίνησης», τα γεγονότα που μεσολάβησαν από το περασμένο Σάββατο ως και την Τρίτη δεν αποκλείουν ένα ταραγμένο τετραήμερο (22-26 Φεβρουαρίου) στο κλειστό του Tae Kwon Do.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατέρχεται απόλυτα ενωμένος σε αυτήν την κορυφαία εσωκομματική διεργασία κι αυτή είναι μια αδιαμφισβήτητη παραδοχή. Η προσωρινή «ανακωχή» που -τα μεσάνυχτα της Τρίτης- προτιμήθηκε ως συμβιβαστική λύση μεταξύ του προέδρου Στέφανου Κασσελάκη και της Πολιτικής Γραμματείας, ύστερα από αναγκαστικές εκατέρωθεν υποχωρήσεις, είναι εύκολο να διαρραγεί εφόσον οι συνεδριακές τοποθετήσεις από το βήμα ποτίσουν με σταγόνες λαδιού τη φωτιά που καίει το τελευταίο εξάμηνο.

Το παρελθόν έχει διδάξει, άλλωστε, πως ούτε ο Αλέξης Τσίπρας, παρά την επί των ημερών του «εκτόξευση» του ΣΥΡΙΖΑ σε κυβερνών κόμμα, είχε αποφύγει την αυστηρή κριτική από την εσωκομματική αντιπολίτευση κατά τη διάρκεια των τριών συνεδρίων που προηγήθηκαν στη διάρκεια αυτών των έντεκα χρόνων, ιδίως μάλιστα όσο η μετάβαση από τη μια μορφή στην άλλη γινόταν όλο και πιο αισθητή. Το ταξίδι στον χρόνο προσφέρει απαντήσεις για το πώς και γιατί.

Το Συνέδριο της ίδρυσης, της αγανάκτησης και των τριών Άλφα

Κατακαλόκαιρο του 2013. Σε μια Ελλάδα που «έβραζε», κι όχι εξαιτίας των θερμοκρασιών ενός σχετικά βροχερού Ιουλίου, πολιτικά ο ΣΥΡΙΖΑ (των αγανακτισμένων και μη) θεμελιωνόταν «ως ενιαίο, μαζικό, δημοκρατικό, πολυτασικό κόμμα της σύγχρονης Αριστεράς».

Κατά την πολιτική απόφαση του 1ου Ιδρυτικού Συνεδρίου, οι εργασίες του οποίου είχαν λάβει χώρα από τις 10 ως τις 14/7 στο κλειστό του Φαλήρου, απώτερος στόχος ήταν η «ενίσχυση ενός ήδη ισχυρού, λαϊκού ρεύματος ανατροπής» προκειμένου να επιτευχθεί σταδιακά α) η κατάργηση των μνημονίων β) η διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους και γ) η εφαρμογή ενός προγράμματος κοινωνικής και παραγωγικής ανασυγκρότησης.

Με άξονα δηλαδή τα τρία Άλφα (Αντίσταση, Αλληλεγγύη, Ανατροπή) και κεντρικό σύνθημα το «Ισχυρός ΣΥΡΙΖΑ, Αυτοδύναμος Λαός, Κάνουμε το Βήμα», ο φρέσκος και ενοποιημένος πλέον φορέας πολιτικής εμφανιζόταν έκτοτε ως ο μοναδικός αντιπολιτευτικός πόλος στην κυβερνητική σύμπραξη των ΝΔ – ΠαΣοΚ και των «Σαμαροβενιζέλων».

Με βάση την έκπληξη του 2012

Χάρη στο (ως κι αναπάντεχο) 26.89% των Εθνικών Εκλογών του 2012, ο ΣΥΡΙΖΑ κατείχε ήδη τον ρόλο της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης στο Ελληνικό Κοινοβούλιο και προχωρούσε στις προαπαιτούμενες καταστατικές διαδικασίες προκειμένου την επόμενη φορά να διεκδικήσει την εξουσία της χώρας. Με αυτό κατά νου, είχε ανάγκη την εξασφάλιση του μπόνους των εδρών του κόμματος πλειοψηφίας προκειμένου να αναρριχηθεί στην κορυφή. Όπως δηλαδή και συνέβη εκ των υστέρων.

Τότε ήταν η πρώτη επί της ουσίας φορά που μέλη διάφορων σχηματισμών του αριστερού τόξου συνέπρατταν τόσο συνειδητά για τη «γέννηση» ενός -έστω και ετερογενούς- συμμαχικού μπλοκ. Ενός μπλοκ με υποχρεωτικά ενιαία δομή που υπό τον αδιαμφισβήτητο καθοδηγητή Αλέξη Τσίπρα θα πυροδοτούσε μια ιστορική διακοπή εναλλαγής των δύο μεγάλων στα ηνία όπως αυτή επαναλαμβανόταν διαρκώς από το 1974.

Η «Νέα Μεταπολίτευση»

Υπό το πρίσμα αυτό, μια δυνητική αριστερή κυβέρνηση δεν ήταν πια για κάποιους μια πλασματική και ανεκπλήρωτη επίκληση, αλλά μια ρεαλιστική εκδοχή και ο νεόδμητος ΣΥΡΙΖΑ σκόπευε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία αναιρώντας το υπάρχον status quο.

Εκείνο το τετραήμερο ο ΣΥΡΙΖΑ επικύρωνε όνομα, επέλεγε σύμβολο και σημαία, συνέθετε το καταστατικό λειτουργίας, εξέλεγε πρόεδρο με 74.08% (20.57% τα λευκά).

Το νέο κόμμα οραματιζόταν μια «νέα Μεταπολίτευση», ευαγγελιζόταν μια Ελλάδα που δεν θα αποτελούσε «αποικία χρέους», θα εξασφάλιζε στους πολίτες της ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και έθετε υπό τον έλεγχό της όλο το τραπεζικό σύστημα ακυρώνοντας καθεμιά από τις ιδιωτικοποιήσεις.

«Με αυτά τα δεδομένα, ο ΣΥΡΙΖΑ επωμίζεται την ευθύνη να συμβάλλει καθοριστικά στη συγκρότηση αυτού του μεγάλου πολιτικού ρεύματος δημοκρατικής ανατροπής, που θα οδηγήσει τη χώρα σε μια νέα λαϊκή, δημοκρατική και ριζοσπαστική μεταπολίτευση» κατέληγε η Πολιτική Απόφαση ενός Συνεδρίου που άνοιγε έναν νέο τεράστιο κύκλο κι αναδιαμόρφωνε το πολιτικό σκηνικό.

Μετά τη 14η Ιουλίου του 2013 ο ΣΥΡΙΖΑ στεκόταν αυτοδύναμος κι απαιτούσε πια το μερίδιο που του αναλογούσε. «Έρχεται από μακριά και σκοπεύει μακριά» υποστήριζαν οι εμπνευστές της ιδέας, μιλώντας για έναν άλλο εφικτό κόσμο, τον κόσμο «του σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία». Απέναντι δηλαδή στη νεοφιλελεύθερη λογική του κέρδους χωρίς αυτό να είναι εφεξής ένα ουτοπικό όραμα.

Το Συνέδριο της Κυβέρνησης και της επιβεβαίωσης του προέδρου

Τον Οκτώβριο του 2016, σχεδόν 40 μήνες αργότερα, ο ισχυρός ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν ήδη 1,5 χρόνο στην εξουσία της χώρας, καθώς είχε επικρατήσει στις διαδοχικές κάλπες του 2015 και μετρούσε την ενδιάμεση κερδισμένη μάχη του δημοψηφίσματος. Υπό τις διαφοροποιημένες συνθήκες που είχαν μεσολαβήσει ήταν πλέον ένα κόμμα που -κόντρα σε όλα όσα διακήρυττε κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου Ιδρύσεώς του- είχε υιοθετήσει πρακτικές των πρότερων κυβερνήσεων και είχε ομονοήσει με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς φέρνοντας προς ψήφιση στη Βουλή το τρίτο μνημόνιο.

Το 35.46% του Σεπτεμβρίου ήταν κατά τι χαμηλότερο (0,88%) από το 36,34% του Ιανουαρίου και ο στόχος της κυβερνητικής ανατροπής με την Αριστερά στο τιμόνι είχε επιτευχθεί με τρόπο σχεδόν εκκωφαντικό, έστω κι αν και αυτή είχε υποχρεωθεί να συμμαχήσει με τους Ανεξάρτητους Έλληνες του Πάνου Καμμένου. Παρόλα αυτά ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν κιόλας ένα άλλο κόμμα, αρκετά πιο «στραπατσαρισμένο» συνειδησιακά και με εμφανή τα ρήγματα στο εσωτερικό του.

Τα πρώτα δείγματα μεταμόρφωσης

Ήταν ένα κόμμα που μετά το πρώτο οκτάμηνο της διακυβέρνησής του είχε γνωρίσει την πρώτη μαζική έξοδο διαφωνούντων στελεχών (Αριστερή Πλατφόρμα – Λαϊκή Ενότητα, Βαρουφάκης – ΜέΡα 25) και χρειαζόταν να επαναπροσδιορίσει ως ένα βαθμό τους άξονες πολιτικής του για να διατηρήσει την πρότερη δυναμική του.

Γι’ αυτό και μέσα από το κεντρικό σύνθημα «Δυναμώνουμε Μαζί» του δεύτερου Συνεδρίου (που προηγουμένως είχε αναβληθεί για πάνω από έναν χρόνο), ο ΣΥΡΙΖΑ αναζητούσε την επιβεβαίωση της -πάντα απαιτητικής- βάσης μελών του σε όσα είχαν μεσολαβήσει μέχρι τότε. Ναι μεν εκ της Κουμουνδούρου διέρρεε πως για τους χειρισμούς ευθυνόταν αποκλειστικά το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον και οι απειλές από τους δανειστές περί χρεοκοπίας που θα έπληττε την εργασία, χρειάζονταν ωστόσο επιπλέον επιχειρήματα για να εξακολουθούν να πείσουν ότι εξακολουθούν να εκφράζουν τα λαϊκά στρώματα και τον εκσυγχρονισμό.

Η νέα ταυτότητα

Το υπογράμμιζε και ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος μετά την (άνευ αντιπάλου) επανεκλογή του στην προεδρία με το συντριπτικό 93.54% των έγκυρων ψήφων παρομοίαζε την ανανέωση της θητείας του με την ταυτόχρονη ανανέωση της ευθύνης «για έναν ΣΥΡΙΖΑ πιο μαζικό, πιο συλλογικό, πιο αποτελεσματικό». Τα σχέδια αντίστασης είχαν ανατραπεί προ πολλού κι αυτό που η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προέτασσε πια ήταν μια Ελλάδα κοινωνικής δικαιοσύνης, δημοκρατίας και δίκαιης ανάπτυξης.

Η πρώτη (μετα)στροφή προς ένα αρχηγικό κεντροαριστερό κόμμα, ως αποτέλεσμα και της κυβερνητικού αντίκτυπου, είχε ενεργοποιηθεί και βρισκόταν σε εξέλιξη.

Ο πρόεδρος του κόμματος ήταν μεν καθολικά αποδεκτός από τα μέλη και ο εγγυητής της σταθερότητας, αλλά μπορούσε εύκολα να καταλάβει και ο ίδιος ότι το κοντινό μέλλον θα τον έβρισκε απέναντι σε εσωτερικές συνιστώσες και τάσεις που θα συγκρούονταν μαζί του αναπόφευκτα. Το γεγονός και μόνο πως στελέχη της Κίνησης των 53+ (Ομπρέλα) είχαν πρωτεύσει στις διαδικασίες ανάδειξης της νέας Κεντρικής Επιτροπής (Τσακαλώτος, Φίλης, Βούτσης, Σκουρλέτης, κα) ήταν ένα σαφές μήνυμα προς την ηγεσία ότι δεν θα βρίσκεται εφεξής στο απυρόβλητο. Κι ας είχαν εγκριθεί με ευρείες πλειοψηφίες όλα τα συνεδριακά κείμενα.

Το άνοιγμα προς το κέντρο

Από την άλλη δεν ήταν τυχαία η παρουσία πολιτικών προερχόμενων από τη μήτρα του ΠαΣοΚ που εκ των υστέρων εγγράφηκαν στα μητρώα του ΣΥΡΙΖΑ αναλαμβάνοντας μάλιστα κομβικούς ρόλους στον δρόμο προς την επιδιωκόμενη διεύρυνση.

Είχε αποτυπωθεί πρόδηλα στην Πολιτική Απόφαση του δεύτερου αυτού Συνεδρίου το σχέδιο προσέλκυσης αφενός μεν νέων μελών, ανδρών και γυναικών, αφετέρου δε συμμάχων τόσο από την ελληνική κοινωνία όσο και την πολιτική σκηνή. Διότι μόνο με αυτόν και μόνο τον τρόπο «θα αποδεικνύουμε καθημερινά στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα ότι με την πολιτική της κυβέρνησης και τις προτάσεις του κόμματός μας εξυπηρετούνται στις παρούσες συνθήκες τα συμφέροντά τους».

Ήταν εξακριβωμένο κατά γράμμα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε αρχίσει να μορφοποιείται και να ευθυγραμμίζεται με τη νέα εσωτερική κατάσταση που βίωνε, έχοντας αφήσει οριστικά πίσω το απολύτως συγκρουσιακό παρελθόν του και προβάλλοντας ένα προφίλ πιο μαλακό – ή για κάποιους πολύ πιο διαλλακτικό.

Το Συνέδριο του απολογισμού και της νέας σύγκρουσης με το παλιό

Μεσολάβησαν ούτε λίγο -ούτε πολύ- 5,5 ολόκληρα χρόνια (εξαιτίας επιδιωκόμενων καθυστερήσεων, αλλά και της πανδημίας του κορωνοϊού) προτού η κορυφαία έκφανση εσωκομματικής διαδικασίας δρομολογηθεί εκ νέου.

Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είχε εκ των πραγμάτων αποδειχθεί μια «αριστερή παρένθεση» και πυρήνας των εργασιών που έλαβαν το τετραήμερο 14-17 Απριλίου του 2022 στο Κλειστό του Φαλήρου ήταν η απόπειρα συνολικής (κι όχι μερικής) επαναπροσέγγισης των πραγμάτων μέσα από την εφαρμογή μιας «αυθεντικής πολιτικής» που θα επιστρέψει, μέσα από τον εναγκαλισμό μιας «ριζοσπαστικής στροφής στην ελπίδα».

Όλοι χωράνε

«Είναι συνέδριο τομής και συνέχειας» αναφερόταν μεταξύ άλλων και στην Πολιτική Απόφαση του Συνεδρίου που εκδόθηκε μετά το φινάλε των εργασιών.

Το ΠΣ (Προοδευτική Συμμαχία) ως συμπληρωματικό του καταστατικού ονόματος αντανακλούσε ήδη την ταυτοτική μεταμόρφωση του κόμματος, του οποίου η ηγετική ομάδα αναζητούσε νέες διόδους επέκτασης σε όμορους χώρους και ακολούθως ηγεμονίας στην ευρύτερη Κεντροαριστερά. Εξάλλου τα στελέχη διαφήμιζαν πως το «’Νέο Εμείς’ περιλαμβάνει ανθρώπους με διαφορετικές παραδόσεις, ανθρώπους από τη ριζοσπαστική Αριστερά ως το προοδευτικό κέντρο, που υπερασπίζονται ατομικά, κοινωνικά δικαιώματα και ελευθερίες».

Ουδείς περίσσευε για τον άλλον ΣΥΡΙΖΑ. «Απλώνουμε το χέρι σε όλες τις προοδευτικές δυνάμεις» συμπλήρωνε από την πλευρά του ο Αλέξης Τσίπρας στην εισαγωγική ομιλία του προσδοκώντας να προσελκύσει όσο μεγαλύτερο όγκο ακροατηρίου εντός κι εκτός Συνεδρίου.

Μετάβαση με επιστροφή στο παρελθόν

Μόνο που με σκληρή γλώσσα που παρέπεμπε ξεκάθαρα σε προμνημονιακές περιόδους, αδιάκοπες επιθέσεις κατά πολιτικών αντιπάλων και αμφισβητούμενες τομές στο ισχύον καταστατικό, ο ΣΥΡΙΖΑ βάδιζε a priori σε ατραπούς που δεν οδηγούσαν -όπως αποδείχθηκε- στο ξέφωτο. Αντιθέτως κατέληξαν νομοτελειακά σ’ έναν αδιέξοδο τοίχο, προκαλώντας από τη μία τη σμίκρυνση των ποσοστών και από την άλλη τη «νεοδημοκρατική» κυριαρχία (που άρχισε το 2019 και συνεχίζεται ως σήμερα).

Με το «τους στέλνουμε πίσω τον λογαριασμό» ως εκ των βασικών συνθημάτων, το κόμμα που στις εθνικές εκλογές του 2019 είχε καταφέρει να συσπειρώσει γύρω του όλες τις σοσιαλδημοκρατικές – (κεντρο)αριστερές δυνάμεις και να κρατηθεί πάνω από το 31.5% παρά την αποκαθήλωση από το Μαξίμου, είχε εν μέρει παραπλανηθεί και πέσει στην παγίδα του. Η φθορά ήταν προοδευτική και διαρκείας δίχως ουσιαστικά να έχει προηγηθεί η απαιτούμενη αυτοκριτική των σοβαρών λαθών, αδιαμφισβήτητων παραλείψεων και κακών συμβιβασμών, με ορισμένες τρανταχτές εξαιρέσεις. Αποτέλεσμα αυτής η ήττα του ’19 από τον Κυριάκο Μητσοτάκη και το πισωγύρισμα.

Εκείνη η Πολιτική Απόφαση του τρίτου Συνεδρίου μιλούσε επίσης για «τον σοσιαλισμό του 21ου αιώνα» και την επάνοδο στη διακυβέρνηση της χώρας, αλλά την ίδια στιγμή δεν είχε διασφαλίσει την σύμπνοια όλων των τάσεων στις νέες κατευθυντήριες γραμμές της ηγεσίας.

Η «θρυαλλίδα» του Τσίπρα

Οι προτάσεις του Αλέξη Τσίπρα για σαρωτικές καταστατικές αλλαγές επί του τρόπου ανάδειξης των τριακοσίων μελών της Κεντρικής Επιτροπής και του προέδρου εγκρίθηκαν, αλλά το σχεδόν 26%-30% της εσωκομματικής αντιπολίτευσης (ανάλογα με το ποια πλευρά έδινε το αποτέλεσμα) και η αποχή αποτύπωσαν την απώλεια της ασυλίας του αρχηγού. Κι ας πανηγύριζε εκ των υστέρων η «προεδρική πτέρυγα» για την επίτευξη του ανοίγματος στην κοινωνία διαμέσου της παροχής ψήφου σε όλα ανεξαιρέτως τα μέλη.

Ήταν ολοφάνερο εκ των -επικριτικών έως διχαστικών- ομιλιών που υπογράμμιζαν τον αρχηγοκεντρισμό του προέδρου, πως τίποτα δεν θα έμοιαζε εφεξής με το μακρινό παρελθόν, ότι ο Αλ. Τσίπρας ήταν αναπόφευκτα ευάλωτος κι ενδεχομένως «τρωτός». Είχε αποπειραθεί σε όλη τη διάρκεια του Συνεδρίου να εμφανιστεί συσπειρωτικός και να λειάνει τις διαφορές μεταξύ των διαφόρων τάσεων, διότι ζητούσε επιβεβαίωση, μόνο που στο φινάλε των εργασιών η αιμορραγία δεν αποφεύχθηκε.

Όντως ο Αλ. Τσίπρας είχε κερδίσει την (εσωκομματική) μάχη. Άλλωστε στα μέσα του επόμενου μήνα θα επανεκλεγόταν στην προεδρία με «φιντελικό» ποσοστό και αφού πρώτα είχαν προηγηθεί πολλές εγγραφές νέων μελών με αποτέλεσμα να πανηγυρίζει για το γεγονός πως «ο ΣΥΡΙΖΑ είναι βέβαιο ότι θα είναι πρώτο κόμμα με διαφορά» στις επόμενες εκλογές. Από την άλλη όμως τον (διευρυμένο) πόλεμο θα τον έχανε πανηγυρικά δεδομένου ένα χρόνο αργότερα δεν θα κατάφερνε να εμποδίσει τη βουτιά των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ κάτω από το 18% με την παράλληλη εκτόξευση των ποσοστών της ΝΔ πάνω από το όριο του 40% (αυτοδυναμία) και την επιστροφή του ΠαΣοΚ σε διψήφια νούμερα.

Συγχρόνως ό,τι είχε επιβληθεί από τον ίδιο στο τρίτο Συνέδριο του κόμματος λειτούργησε εν τέλει διασπαστικά. Ήταν ένας μάλλον «δούρειος ίππος».

Το Διαρκές Συνέδριο του Κασσελάκη

Στον Σεπτέμβριο του 2023 ο ΣΥΡΙΖΑ έφτασε ως ο λαβωμένος εκπρόσωπος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης που έψαχνε γιατρικό. Αντ’ αυτού στην ανοικτή πληγή έπεσε αλάτι.

Η (υποχρεωτική) παραίτηση Τσίπρα μετά τη συντριπτική διπλή εκλογική ήττα (Μάιος – Ιούνιος) από τον Κυριάκο Μητσοτάκη και η συρρίκνωση των δυνάμεων της παράταξης υποχρέωναν σε μια συνολική αναδίπλωση και στην αναζήτηση ενός νέου αφηγήματος. Ο χρόνος ήταν, σε κάθε περίπτωση, ασφυκτικός για αποφάσεις, διότι το φθινόπωρο ακολουθούσαν οι αυτοδιοικητικές εκλογές. Άρα θα ήταν επικίνδυνο ο ΣΥΡΙΖΑ να εμφανιστεί ακέφαλος σε μια τέτοια συγκυρία, ανεξάρτητα από το διακύβευμα που συνόδευε τη διαδικασία.

Κόντρα σε ενστάσεις και αντιρρήσεις για εκτενή συζήτηση που έπρεπε να προηγηθεί, αποφασίστηκε οι διαδικασίες για τη διαδοχή του πρώην πρωθυπουργού στον προεδρικό θώκο να κινηθούν άνευ χρονοτριβής. Ύστερα από 15 χρόνια στην ηγεσία ο Αλ. Τσίπρας δεν θα ήταν πλέον εκεί για να διασφαλίσει την επόμενη μέρα, όποια κι αν ήταν αυτή, και το πρόσωπο που θα επιλεγόταν να κουβαλήσει στους ώμους του την βαριά ευθύνη είχε τεράστια σημασία.

Προλαβαίνοντας οριακά την προθεσμία, κερδίζοντας καθαρά τη μάχη

Στο Διαρκές Συνέδριο της 2ας Σεπτεμβρίου που φιλοξενήθηκε στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού η γραμματέας Ράνια Σβίγκου επικοινωνούσε την κεντρική γραμμή πως «η επόμενη μέρα έχει αρχίσει», ως εκ τούτου οι πέντε υποψήφιοι όφειλαν, μέσα από τις θέσεις τους, να πείσουν γιατί αξίζουν την ευκαιρία αυτή. Γιατί εις εξ αυτών είναι η καταλληλότερη επιλογή για να επαναφέρει τον ΣΥΡΙΖΑ σε κυβερνητική τροχιά.

Όλοι τους αποπειράθηκαν να μιλήσουν πολιτικά, καθείς μέσα από το δικό του πρίσμα, καθείς είχε χαράξει τον δρόμο του. Μεταξύ αυτών -ως άλλος καταδρομέας αλεξιπτωτιστής που πέφτει σαν καμικάζι στο πεδίο της μάχης- ο πρωτάρης Στέφανος Κασσελάκης, για την έγκριση της συμμετοχής του οποίου οι υπογραφές συγκεντρώθηκαν στο παρά πέντε της διαδικασίας, φάνταζε το απόλυτο αουτσάιντερ.

Άγουρος πολιτικά και δίχως πρότερη σταδιοδρομία μέσα στο κόμμα, η παρουσία του στο Συνέδριο έμοιαζε απλώς να συμπληρώνει το καρέ των υπολοίπων. Είχε προκαλέσει ντόρο η υποψηφιότητά του, ιδίως με τον τρόπο που αποφάσισε να εμπλακεί (social media, στήριξη Π. Πολάκη, κρητική διάλεκτος), αλλά το ακριβές ρεύμα δεν είχε διαφανεί.

Παραδόξως πως αυτός ο τεχνοκράτης επιχειρηματίας, που από τις ΗΠΑ έπεσε ουρανοκατέβατος στην Κουμουνδούρου, έμελλε να ταράξει τα νερά κι ενόσω η Έφη Αχτσιόγλου φάνταζε ως η απόλυτη βασίλισσα της εσωκομματικής μάχης να της τραβήξει την προεδρική καρέκλα και να καθίσει πρώτος. Το καθαρό ποσοστό νίκης που έλαβε στον β’ γύρο επικύρωνε με σαφήνεια ότι όσα ακούστηκαν στον συνεδριακό διάλογο δεν είχαν, εν τέλει, τόσο μεγάλη σημασία.

Ο νέος πρόεδρος είχε παίξει αποκλειστικά τον κρυφό άσο της επικοινωνίας και κέρδισε πανηγυρικά. Υποσχέθηκε να τ’ αλλάξει όλα κι έλαβε την εντολή της βάσης – από την πλειονότητα όσων κατήλθαν για να ψηφίσουν τόσο την πρώτη όσο και τη δεύτερη Κυριακή – να προχωρήσει ακάθεκτος. Πιθανόν τον ευνόησε η παρασκηνιακή στήριξη από στελέχη που κινούν τα νήματα χρόνια τώρα. Τη νίκη την πιστώθηκε πάντως ο ίδιος και το εμφανές επιτελείο του.

Είναι αυτό το Συνέδριο ενός τέλους εποχής;

Πέντε μήνες αργότερα από εκείνο το σαββατιάτικο πρωινό στον Ταύρο, το Συνέδριο Διαρκείας μοιάζει πως ήταν η αρχή ενός τέλους εποχής. Όχι του ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα. Συνολικά του ΣΥΡΙΖΑ όπως ήταν από το 2019 έως το 2023, πολύ περισσότερο δε πριν από το 2016 και το 2013.

Με στροφή σε μια αμφιλεγόμενη έννοια πατριωτικής Αριστεράς, με αποχώρηση της Ομπρέλας ύστερα από μια επεισοδιακή Κεντρική Επιτροπή τον Οκτώβριο, με νέα διάσπαση και «γέννηση» της Νέας Αριστεράς, με διαρκείς αντεγκλήσεις για αμφιλεγόμενες πρακτικές και μονομερείς αποφάσεις, με «φλερτάρισμα» μονοψήφιων ποσοστών.

Ίσως στο ερωτηματολόγιο που δημοσίευσε ο Στ. Κασσελάκης ζητώντας τη γνώμη των μελών για το όνομα, το έμβλημα και συνολικά την ταυτότητα θα ήταν μια καλή ιδέα να χωρέσει αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα συνεχίσει να υφίσταται ως ατόφια οντότητα στο πολιτικό σκηνικό αμέσως μετά το τέταρτο Συνέδριο που αρχίζει σήμερα στο Φάληρο – 3875 ημέρες από το τέλος του ιδρυτικού.