Το κόμμα της ΝΔ ανανέωσε την θητεία του στην εξουσία με μια σειρά από εξαιρέσεις. Πέτυχε, κατ’ αρχάς, να αυξήσει την εκλογική του ισχύ δημιουργώντας παράλληλα ένα αντιπολιτευτικό κενό, πρωτόγνωρο τουλάχιστον στα μεταπολιτευτικά χρονικά.

Οι εξαιρέσεις εξακολουθούν να συνοδεύουν τη δεύτερη θητεία της κυβέρνησης. Εξι μήνες από την ανάληψη των καθηκόντων της, το αντιπολιτευτικό κενό όχι μόνο εξακολουθεί να υφίσταται, αλλά επιπλέον διευρύνεται.

Την ίδια ώρα, ωστόσο, δείχνει να επιβεβαιώνεται ο κανόνας που λέει οι αντοχές της πρώτης θητείας μιας κυβέρνησης εξανεμίζονται γρήγορα στη δεύτερη.

Ακόμη δηλαδή και σε αυτές τις πρωτόγνωρες συνθήκες του αντιπολιτευτικού κενού κάνει την εμφάνισή του το «σύνδρομο της δεύτερης τετραετίας», χαρακτηριστικά του οποίου είναι η κόπωση, η απουσία συνοχής του κυβερνητικού αφηγήματος και η αναζήτηση ενός «σημείου επανεκκίνησης» που μετατίθεται διαρκώς για το μέλλον.

Διαμορφώνεται έτσι ένα περιβάλλον γενικότερης δυσαρέσκειας, το οποίο αποτυπώνεται ήδη στις μετρήσεις, ακόμη και αν δεν μετατρέπεται σε ψήφο αποδοκιμασίας ή διαμαρτυρίας. Στο πολιτικό σκηνικό, με άλλα λόγια, συνυπάρχουν ο κανόνας του κυβερνητικού συνδρόμου και η εξαίρεση του αντιπολιτευτικού κενού.

Το ερώτημα που γεννάται κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι πού θα οδηγήσει το πρώτο και πώς θα καλυφθεί το δεύτερο.

Η απάντηση θα δοθεί σε συνάρτηση με την εξέλιξη των γεγονότων. Οχι μόνο αυτών που εμφανίζονται απρόβλεπτα αλλά και εκείνων που προκαλούν οι κυβερνητικοί χειρισμοί στο μέτρο που η κυβέρνηση θα εξακολουθήσει, έρμαια του συνδρόμου και εν μέσω του κενού, να αντιπολιτεύεται τον εαυτό της.