Όταν στα μέσα Σεπτεμβρίου η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, απηύθυνε την ετήσια και πιθανώς τελευταία για εκείνη ομιλία σχετικά με την κατάσταση της Ένωσης στα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο, επέλεξε να στείλει ένα ξεκάθαρο μήνυμα: «Ήρθε η ώρα η Ε.Ε. να απαντήσει στο κάλεσμα της Ιστορίας».

Το κάλεσμα στο οποίο αναφέρθηκε η κ. φον ντερ Λάιεν δεν είναι τίποτε άλλο από τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης που σήμερα αποτελείται από 27 κράτη – μέλη. «Η επιτυχημένη διεύρυνση φυσικά πρέπει να βασίζεται στο κράτος δικαίου και στα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία ήταν, είναι και θα συνεχίσουν για πάντα να είναι τα θεμέλια της Ένωσης μας, τόσο όσον αφορά τα υπάρχοντα όσο και τα μελλοντικά κράτη-μέλη» είχε προσθέσει τότε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Πράγματι, δύο μήνες μετά την τοποθέτηση αυτή, το όραμα της κ. φον ντερ Λάιεν για μία Ευρώπη με πάνω από 30 κράτη – μέλη και πάνω από 500 εκατ. πολίτες ξεκινά το δύσκολο ταξίδι του για να πάρει σάρκα και οστά. Η απόφαση μάλιστα της Επιτροπής να προτείνει επίσημα στα κράτη-μέλη την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ουκρανία και τη Μολδαβία χαρακτηρίστηκε ως «ιστορικό βήμα».

Η αλλαγή κατεύθυνσης της Ε.Ε.

Πριν από μόλις λίγα χρόνια άλλωστε, κάτι τέτοιο φάνταζε πολύ μακρινό σενάριο. Για περίπου μια δεκαετία, η διεύρυνση δεν ήταν ένα θέμα που κυριαρχούσε στις συσκέψεις και τις ατζέντες των ευρωπαίων ηγετών. Αντίθετα, η Ένωση είχε επικεντρωθεί στα εσωτερικά της πολιτικά προβλήματα, όπως η οικονομική κρίση και το Brexit, προσπαθώντας περισσότερο να κρατήσει εντός της τα υπάρχοντα κράτη – μέλη παρά να προσπαθήσει να διευρυνθεί. Η αλλαγή κατεύθυνσης όμως είναι πλέον εμφανής, με το ζήτημα της διεύρυνσης να αναμένεται να αποτελέσει βασικό θέμα της ατζέντας της επερχόμενης συνόδου κορυφής τον Δεκέμβριο στις Βρυξέλλες.

Θρυαλλίδα εξελίξεων θα μπορούσε να ειπωθεί ότι αποτέλεσε η έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία. Όπως αναφέρει μάλιστα στο ΒΗΜΑ η αρμόδια για θέματα διεύρυνσης εκπρόσωπος τύπου της Κομισιόν, μετά τις εξελίξεις στην Ουκρανία «η πολιτική διεύρυνσης της ΕΕ είναι περισσότερο από ποτέ μια γεωστρατηγική επένδυση στη μακροπρόθεσμη ειρήνη, σταθερότητα και ασφάλεια ολόκληρης της ηπείρου μας».

«Σε περιόδους όπου η διεθνής τάξη που βασίζεται σε κανόνες αμφισβητείται όλο και περισσότερο, μια μεγαλύτερη και πιο ολοκληρωμένη Ευρωπαϊκή Ένωση μας δίνει ισχυρότερη φωνή στον κόσμο. Διότι εάν η Ένωσή μας δεν είναι αρκετά γρήγορη στο να φέρει κοντά της τις υποψήφιες προς ένταξη χώρες, άλλες δυνάμεις θα καλύψουν αυτό το κενό» προσθέτει.

Διεύρυνση VS Εμβάθυνσης

Από την άλλη πλευρά, δεν είναι λίγοι αυτοί που προτάσσουν την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις που θα επιταχύνουν την εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πριν γίνουν τα επόμενα βήματα προς τη διεύρυνσή της.

Όπως τονίζει και ο νομικός σύμβουλος της Επιτροπής και Καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου, Δημήτρης Τριανταφύλλου, στην πρόσφατη επιστημονική του εργασία με τίτλο: «Αναθεώρηση των Συνθηκών: Είναι έτοιμη η Ευρώπη για ένα ποιοτικό άλμα προς τα εμπρός;», μπορεί η παρούσα γεωπολιτική κατάσταση να πιέζει προς την κατεύθυνση της διεύρυνσης, ωστόσο η ανάγκη μεταρρύθμισης της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα έπρεπε ήδη να έχει εξεταστεί σοβαρά εδώ και καιρό.

«Εδώ και αρκετά χρόνια, κράτη όπως η Κίνα και η Ινδία αποκτούν ισχύ στη διεθνή σκηνή, ανταγωνίζονται τις Ηνωμένες Πολιτείες και δυνητικά υποβιβάζουν την Ευρωπαϊκή Ένωση σε δευτερεύουσα θέση στον κόσμο, τόσο από οικονομική όσο και από πολιτική άποψη» αναφέρει στο έργο του ο κύριος Τριανταφύλλου.

«Αναξιοποίητες οι περισσότερες μεταρρυθμιστικές δυνατότητες»

«Η Ευρωπαϊκή Ένωση κατέγραψε την προηγούμενη δεκαετία επιτυχίες (αντιμετώπιση οικονομικής κρίσης, διαχείριση κορονοϊού, πόλεμος στην Ουκρανία)   που καταδεικνύουν την ανθεκτικότητα της και τη βούληση να προχωρήσει μπροστά» αναφέρει στο πόνημα του, συμπληρώνοντας όμως πως «δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι μπορεί να συνεχίσει να το κάνει μακροπρόθεσμα, ειδικά εάν ο αριθμός των κρατών – μελών ανέβει σε πάνω από τριάντα. Είναι αλήθεια ότι το δίκαιο της Ε.Ε. περιλαμβάνει ήδη πολλές δυνατότητες για μεταρρύθμιση, οι οποίες όμως στο μεγαλύτερο βαθμό τους παραμένουν αναξιοποίητες».

Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τον καθηγητή Ανάλυσης Διεθνών και Ευρωπαϊκών Θεσμών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και συνεργάτη του ΕΛΙΑΜΕΠ, Σπύρο Μπλαβούκο, παρατηρείται μια τάση εντός του σκληρού πυρήνα της Ένωσης για εργαλοιοποίηση του ζητήματος της διεύρυνσης: «Πρόσφατη μελέτη Γαλλο – Γερμανικού Ινσιτούτου, η οποία παρουσιάστηκε στο Συμβούλιο Υπουργών της Ε.Ε. και συζητείται αρκετά το τελευταίο διάστημα, κάνει λόγο αδυναμία ολοκλήρωσης της διεύρυνσης χωρίς μεταρρυθμίσεις. Αναφέρει όμως πως από τη στιγμή που για τα νέα κράτη – μέλη θα είναι αδύνατον να εφαρμόσουν άμεσα αυτές τις μεταρρυθμίσεις, θα αφορούν σε πρώτη φάση μόνο τον σκληρό πυρήνα της Ε.Ε., δημιουργώντας έτσι μια Ένωση διαφορετικών ταχυτήτων αναφέρει στο ΒΗΜΑ.

Τι ισχύει με τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων

Όσο αφορά τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, οι οποίες έχουν ενταχθεί εδώ και χρόνια στο καθεστώς των υπό ένταξη χωρών, χωρίς ωστόσο να καταφέρουν να γίνουν μέλη της Ε.Ε. (με μοναδική εξαίρεση την Κροατία το 2013), ο κ. Μπλαβούκος είναι κατηγορηματικός: «Δεν θα συζητούσαμε σε καμία περίπτωση σοβαρά για την ένταξη τους στην Ε.Ε. αν δεν είχε συμβεί ο πόλεμος στην Ουκρανία».

«Ουσιαστικά, μπορούμε να πούμε ότι η ευθύνη που δεν έχουν προχωρήσει οι ενταξιακές τους διαπραγματεύσεις μοιράζεται μεταξύ των κοινωνιών των χωρών αυτών αλλά και της Ε.Ε.. Από τη μία πλευρά οι χώρες αυτές δεν κατάφεραν να προωθήσουν τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στο σύνολό τους (κράτος δικαίου, ανεξαρτησία Δικαιοσύνης κτλ). Από την άλλη πλευρά, ακόμα και όταν οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις σε αυτές τις χώρες προώθησαν μεταρρυθμίσεις, πολλές φορές με ιδιαίτερο πολιτικό κόστος, η Ε.Ε. δεν τις αντάμειψε ουσιαστικά, καθώς δεν σημειώθηκε κάποια πρόοδος στις ενταξιακές τους διαπραγμετεύσεις και με τον τρόπό αυτό ‘τράβηξε το χαλί’ κάτω από τις όποιες φιλοευρωπαϊκές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες». «Παρόλα αυτά, οι εξελίξεις στην ανατολική Ευρώπη έχουν δημιουργήσει νέα δυναμική και στη διαδικασία ένταξης αυτών των χωρών» καταλήγει ο καθηγητής του ΟΠΑ.