Ο Κασσελάκης μου φαίνεται σαν εκείνη την «κουβέρτα – προβατάκι» που διαφημίζει πριν τα δελτία το μεσημέρι, η τηλεόραση: ψεύτικη, ντουμπλ-φας, συνθετική λευκή γούνα από μέσα. Χρωματιστό, νάυλον- μεταξωτό απ’ έξω. Μια κονσέρβα «Κύκνος» από το δικό του, alt right, κατακκόκινο πουμαρό.

Το ζήτημα όμως δεν είναι το προϊόν αλλά όσοι το αγοράζουν. Και εδώ, δεν πρόκειται για το ανέκδοτο με την μπριζόλα και το: «άλλη μου έδειξες, άλλη μου έβαλες» του αγανακτισμένου πελάτη.

Εδώ, ξέρεις από την τηλεόραση τι τρως αλλά και τι σε τρώει. Σου το εξήγησε ο διαφημιστής που πλήρωσε το κανάλι για την καταχώρηση. Το αγόρασες για τις κρύες νύχτες αγκαλιά στην πολυθρόνα, και τώρα, πάει. Πλήρωσες ακριβά το τηλεμάρκετινγκ. Την πάτησες. Άδειασε η κάρτα.

Αυτή η διαδικασία του να καταλαβαίνεις τουλάχιστον, ακούει στο όνομα «αποδόμηση». Απομυθοποιείς. Αφυπνίζεσαι από τον ύπνο της λογικής. Γίνεσαι «σημείο» που ξεψαχνίζει το «τέρας». Σημειολογείς. Με μια στρατηγική κειμενικής ανάγνωσης δείχνεις την απροσδιοριστία της «αριστείας» και των νοημάτων της Κεραμέως. Τα αντιπολιτεύεσαι ως νοσήματα. Ζεις άλλωστε στην εποχή του λυκόφωτος. Διαβάζεις Σεφέρη. Γυρνάς σπίτι σου ν’ ανάψεις το φως. Αναγγέλλεις αυτό που έρχεται. Το φωτίζεις. Προετοιμάζεσαι. Θλίβεσαι Λες: «Έλα, επιτέλους!».

«Ποιος φοβάται την αποδόμηση;» Αυτός είναι και ο τίτλος του συλλογικού τόμου που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τον εκδοτικό οίκο PUF στο Παρίσι.

Πριν όμως συνεχίσεις στη «διπλή σκηνή» σου εξηγώντας τα ανθρώπινα, να συνoψίσεις το διάβημα σου με τη φράση του Φλωμπέρ που – γιατί όχι; – περιλαμβάνει και τους ευφυέστερους (;) εξ ημών: «Η βλακεία είναι αμετακίνητη. Τίποτα δεν την προσβάλλει χωρίς να σπάσει όταν πέσει επάνω της. Είναι από γρανίτη, σκληρή και ανθεκτική».

Ο Guy de Maupassant μάλιστα, γράφοντας για το τελευταίο μυθιστόρημα του «ηλίθιου της οικογένειας», όπως αποκαλεί τον Φλωμπέρ ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, το «Μπουβάρ και Πεκυσέ» , εντάσσει την «οικουμενική βλακεία» στην «ιστορία της αδυναμίας της ανθρώπινης διάνοιας».

Ο Ντερριντά τον διέψευσε. Αποφεύγοντας να ορίσει επακριβώς την αποδομητική «διαδικασία», προτείνει ένα χαριτωμένο παράδοξο αναλαμβάνοντας το ρίσκο του εσαεί αποδιοπομπαίου. Με ένα αναπόφευκτο «double bind» (διπλή δέσμευση) που ήταν φυσικό να ξεσηκώσει την Μαριορή, τους καθησυχάζει: «Τι δεν είναι αποδόμηση; Μα, τα πάντα.»
«Τι είναι η αποδόμηση; Μα, τίποτα». (βλ. «Επιστολή σε έναν Ιάπωνα φίλο», 1985).

Αν έλεγα ότι η αποδόμηση είναι αριστερή και δεν είναι η Αριστερά, θα εξαιρούσα εκτός από τον Κασσελάκη και πολλούς αριστερούς του Σύριζα – εάν, εννοείται, ο Σύριζα ήταν στα αριστερά όντας κατ’ όνομα «Αριστερά» και μάλιστα «Ριζοσπαστική».

Δεν θα το πω. Και δεν επισείω προς τους  αριστερούς φίλους την «κουβέρτα-προβατάκι», τον πελτέ, ή την «woke συνείδηση», αλλά ούτε και τη θεωρία κατά της αποδόμησης εκείνου του «υπερσιωνιστή» και «ισλαμοφοβικού», σύμφωνα με τον «Le Μonde», διευθυντή στο CNRS στην Γαλλία, Πιέρ- Αντρέ Ταγκιέφ.

Αντίθετα στην «εξυπνάδα» του Άλαν Γουόκερ: «Οι άνθρωποι εκχωρούν την εξουσία τους σε άλλους επειδή νομίζουν ότι δεν έχουν καμία», ας μου επιτραπεί να ισχυριστώ ότι οι άνθρωποι δεν νομίζουν αλλά φοβούνται ότι δεν έχουν εξουσία. Δεν επινοούν τον εαυτό τους, τη νεύρωση και την θεραπεία της.

Η «λογική του νοήματος» δεν τους αφορά. Το παράλογο τους τρομάζει. Δεν μπορούν να φανταστούν τον Σύσσιφο ευτυχισμένο, όπως θα ήθελε ο Καμύ. Το μεγαλύτερο φιλοσοφικό πρόβλημα γι’ αυτούς δεν είναι η αυτοκτονία αλλά η επιβίωση.

Δεν τους αφήνει να ζήσουν  τη ζωή τους το «σύστημα» που στοιχειοθετείται εκτός από την οικονομία και από τη «μεταφυσική οντο-θεολογία ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Δύσης». Η αποδόμηση λόγω της συστατικής της αμφισημίας το διαταράσσει, ξεβρακώνοντας τους σύγχρονους βρακωμένους με τη γραβάτα, και αποκαλύπτοντας την κρίση της Δημοκρατίας στα κείμενα, τους νόμους, τα σχόλια και τα άρθρα των πολιτειολόγων της. Αμφισβητεί τον ακριβοθώρητο στις μέρες μας Διαφωτισμό και τα «ιδεολογικά του παραπετάσματα πίσω από τα οποία κρύβεται η πραγματική συμφορά», ενδελέχεστερα απ’ ό,τι ο Χορκχάιμερ και ο Αντόρνο στην «Διαλεκτική του Διαφωτισμού» τους.

Εκτός όμως του «Ποιός φοβάται την αποδόμηση;», ποιός δηλαδή φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ και τον κακό λύκο του ονόματός της, θα πρέπει να σκεφτούμε και «Ποιόν φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ» -πλην της βλακείας; Η απάντηση; Τον εαυτό της και την μόδα. Κάποτε και τον ίδιο τον Ντερριντά.

Όχι τους ανόργανους και βαρετούς διανοούμενους που διερωτώνται ακόμη: «Τι αναδομούμε πριν αποδομήσουμε;», λες και είναι δυνατόν μετά το θάνατο του Θεού, μετά το Άουσβιτς και μετά τον Φουκουγιάμα (και το τέλος της ιστορίας του) να υπάρξει «αναδόμηση» με τα μπάζα, ή να περιμένουμε τον Άγγελο της Ιστορίας να τα μαζέψει, τον Χαράρι να τα αξιοποιήσει στις χωματερές των Πανεπιστημίων και στα κονδύλια για την επιστημονική έρευνα.

Έμαθα να μην δεσμεύομαι στην λογική του » πριν» και του «μετά». Κατάλαβα τον εγκιβωτισμό αυτών των χρονικών προθέσεων. Προχώρησα παρά κάτω, στο κενό: άνοιξα το κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου.

Η γάτα στο κουτί του Σρέντιγκερ ήταν ψόφια. Θέλησα να αποφύγω την κριτική για να τελειώνουμε. Δίδαξα κι εγώ όπως ο Λυοτάρ «το μεταμοντέρνο για τα παιδιά». Έμαθα ότι η επανάσταση είναι «αδύνατη», τα εισαγωγικά και τα αποσιωπητικά διαταρακτικά, οι αντιγραφές και οι βιβλιογραφικές παραπομπές μου απαραίτητες.

Αλλά δεν πίστεψα στις παλινορθώσεις. Οι παλαιοί, πρώην μαρξιστές όσο και οι εν ισχύει, με απογοήτευσαν. Η Βάσω Κιντή με άφησε αδιάφορο, όπως και η Άννα Διαμαντοπούλου. Απο τις «δεξαμενές σκέψης»τους ψαρεύω τα χρυσόψαρα για τα ενυδρεία της φιλοδοξίας.

Το κατάλαβα: η αποδόμηση όταν έχεις «μια γλώσσα που δεν είναι η γλώσσα σου» συμβαίνει σχεδόν αυτόματα εκεί ακριβώς όπου «αυτό συμβαίνει». Και κυρίως, όπου «αυτό μιλάει».

Ο Υβ Μπονφουά είναι κατηγορηματικός για το «ρήμα» : «Όποιος μιλάει δεν μπορεί, ούτε οφείλει να γνωρίζει από που έρχεται και που ποντίζεται το ρήμα του». Δεν έχω ανάγκη το  «κάζο Κασσελάκη» να με διαβεβαιώσει με την εκλογή του από τη «βάση», τι είναι αυτή η «βάση», ή τι είναι σήμερα και το αντιπροσωπευτικό σύστημα που πρεσβεύει η Δημοκρατία το οποίο έχει πλέον εξαντληθεί.

Οι άμεσοι-συμμετοχικοί θεσμοί της είναι για τα κοινόβια των sixties. Οι Αδέσμευτες Αρχές της, ρωτήστε τον Ράμμο. Τα
δίκτυα παρακολούθησης των μυστικών της υπηρεσιών, φανερά. Οι ομιλίες της στη Βουλή, για φλέβες. Και όταν φαντασιώνει κάποιος ότι την υπερασπίζεται στα πρωτοσέλιδα ή στα Εξάρχεια, κοροϊδεύει τον εαυτό του, γιατί ξέρει, και ξέρω πως το ξέρει, ότι η λοταρία κερδίζει πάντα, όπως η μπάνκα του ΟΠΑΠ.

Ποιός έχει βάλει τον Κασσελάκη θεσμοφύλακα; Η πολιτική απάθεια των τικ-τόκερς του; Η εμπάθεια για πολιτική των επαγγελματιών της; Ο Μαξ Βέμπερ που την θεωρεί την πολιτική «επαγγελμα»; Η λατρεία για τα συλλεκτικά «σκουπίδια» της αγοράς; Ο Αρμάνι; Ο Τσίπρας  που μετανιώνει σιγά -σιγά στα παϊδάκια; Ο Βορίδης που ήθελε να εξαφανίσει την Αριστερά και έχασε δεξιά από την Τζάκρη που πρόλαβε; Τα Δ.Σ. των ολιγοπωλίων της οικονομίας και του πολιτισμού;
Όσα δεν ξέρω; Όσα ξέρω και δεν μπορώ να τα πω στη γλώσσα τους, γιατί γράφοντας έχω μια γλώσσα που δεν είναι δικιά μου;

Το τετράδιο μπροστά μου παραμένει ανοιχτό. Οι εργατοώρες στην βιβλιοθήκη της Sainte Geneviève με στοιχειώνουν ακόμα. Οι πόρτες που έκλεισα -και που τις άνοιξα- δεν με ωφέλησαν και πολύ. Οι θυρωροί του Νόμου έφυγαν τρέχοντας όταν κατάλαβαν πως η αίθουσα είναι άδεια. Οι νυχτερίδες και αράχνες στα μυαλά και τα αισθήματα του Καζαντζίδη αρχίζουν να με φοβίζουν για τα καλά.

Και είναι «σα να ερμηνεύω τον Οιδίποδα με ταξικά κριτήρια». Αλλά γιατί να μην είμαι ακόμα σε θέση να καταλάβω πως και η απελπισία είναι μέρος του παιχνιδιού; Ίσως γιατί το παιχνίδι είναι στο τέλος. Ο Σακελλαρίδης το ξέρει;
Η Duras το ήξερε. Όταν μετά από καβγά πετούσε έξω από το σπίτι τον νεότατο εραστή της, του έλεγε: «Δεν σας γνωρίζω». Πώς να μην αποκαλείται λοιπόν η αποδόμηση και «Δικαιοσύνη»;  Γιατί δέν είναι μόνο ότι κόσμος δεν έχει να φάει αλλά και γιατί δεν έχει να σκεφτεί. «Πόλκα τσίρκου για ένα νεαρό ελέφαντα», γράφει ο Ιγκόρ Στραβίνσκι. Για μια διατύπωση αγωνίζονταν κι αυτός αποδομώντας τον θάνατο του κύκνου πολύ πριν οι Τσέχοι κομμουνιστές στην Κυβέρνηση βάλουν τον Ντερριντά φυλακή στην Πράγα. Δεν τον θυμάμαι να έχει ακούσει ποτέ μουσική. Εγραφε, ακολουθώντας την προτροπή του Σωκράτη στον » Φαίδωνα».

* Θάνος Σταθόπουλος, «Η διασκευή του εαυτού μου στις 6:30», εκδόσεις Ίκαρος 2023