Το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών ήταν μία σαφής πολιτική επιβεβαίωση για τον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Στο επίπεδο των αναμετρήσεων για τις περιφέρειες, κέρδισε σε επτά από τις 13, κατά μείζονα λόγο με σαρωτικά ποσοστά και αναμένει τι θα συμβεί την ερχόμενη Κυριακή στις υπόλοιπες έξι.

Το να πετύχει το απόλυτο, όπως το έχει προσδιορίσει με το «13 στις 13» είναι μάλλον δύσκολο, αλλά και να χάσει μία, δύο ή τρεις περιφέρειες, δεν θα σημάνει και πολλά.

Όσον αφορά δε μία από τις υπό διεκδίκηση περιφέρειες στο β’ γύρο, αυτή της Θεσσαλίας, εκεί γίνεται προφανές το επίπλαστο του διλήμματος που έθεσε ο Πρωθυπουργός. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης υποστήριξε επανειλημμένως ότι μόνο με τους δικούς του κομματικούς υποψηφίους μπορεί να συνεργαστεί εποικοδομητικά. Όμως την ίδια στιγμή, η περιφερειακή αρχή της Θεσσαλίας τελεί υπό εισαγγελικό έλεγχο, έπειτα από την πρόσφατη παραγγελία της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για τα έργα πού έγιναν ή δεν έγιναν και το πώς διατέθηκαν τα κονδύλια μετά τον «Ιανό», μέχρις ότου φτάσουμε στην πρόσφατη θεομηνία και τις σαρωτικές καταστροφές.

Το σκηνικό έπειτα και από αυτές τις αναμετρήσεις έχει περιγραφεί λοιπόν ως μία παγιωμένη πολιτική κυριαρχία ή ηγεμονία του Πρωθυπουργού και της ΝΔ.

Είναι συζητήσιμο κατά πόσο η συνθήκη αυτή είναι ευνοϊκή για τη χώρα. Με όρους προσωπικούς, για τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι αναμφίβολα, όπως είναι και με κομματικούς όρους για τη ΝΔ.

Όμως τίποτε από αυτά δεν είναι μόνιμο, ούτε και εγγυάται την επιτυχία.

Ας θυμηθούμε και κάτι άλλο: Στην πιο σκληρή μνημονιακή περίοδο, το φθινόπωρο του 2010, ο Γιώργος Παπανδρέου είχε επίσης θέσει ένα ανάλογο δίλημμα, έναν μόλις χρόνο αφότου είχε κερδίσει με σαρωτικά ποσοστά στις εθνικές εκλογές. Έτσι είχε θριαμβεύσει και στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Όμως, έναν χρόνο αργότερα δεν βρισκόταν καν στη θέση του Πρωθυπουργού.

Οι συνθήκες σήμερα είναι πολύ διαφορετικές, προφανώς. Η χώρα είναι σε άλλη τροχιά, οι δείκτες της ανάπτυξης είναι ικανοποιητικοί, η επενδυτική βαθμίδα ανακτήθηκε, όμως παράλληλα, το διεθνές περιβάλλον είναι εξαιρετικά ευμετάβλητο, οι γεωπολιτικές αναταράξεις βροντερές, η νομισματική πολιτική των κεντρικών ακροβατεί σχεδόν δίχως δίχτυ ασφαλείας, και τα εχέγγυα της ελληνικής ανάπτυξης, όπως ο τουρισμός, είναι εξαιρετικά ευμετάβλητες παράμετροι.

Υπό αυτές τις συνθήκες, έχει μία σημασία το να διαπιστώνεται πολιτική σταθερότητα στη χώρα.

Έχει όμως μεγαλύτερη, η σταθερότητα αυτή να συνοδευτεί από τις όσες πραγματικές μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να γίνουν με χαρακτήρα κατεπείγοντος, ούτως ώστε να υπάρχει κάποιο τείχος προστασίας, όταν έλθει η επόμενη κρίση.

Προς το παρόν πάντως, δεν υπάρχει ούτε ένα καθησυχαστικό στοιχείο για το ότι αυτή δεν θα έλθει.