Η Λένα Κιτσοπούλου δεν είναι μια συνηθισμένη περίπτωση στο θέατρο: Γράφει, σκηνοθετεί, παίζει, με τρόπο προσωπικό – δεν φοβάται να εκτεθεί. Εχει φανατικούς οπαδούς και το αντίθετο. Τώρα κατεβαίνει στην Επίδαυρο με το Εθνικό Θέατρο και τους «Σφήκες» του Αριστοφάνη ή μάλλον με μια δική της εκδοχή.

Τι σας τράβηξε στους «Σφήκες»;

«Το γεγονός ότι παίζεται σπάνια ήταν ο πρώτος λόγος. Από τα άλλα του έργα είχα έντονες εικόνες από παραστάσεις. Είχα ανάγκη να μπω στον Αριστοφάνη με ένα έργο που να μη μου θυμίζει τίποτα. Με συνεπήρε ο ρυθμός και η ψυχοπάθειά του. Είδα μία σύγχρονη τρέλα, λες κι ο Αριστοφάνης γεννήθηκε μετά τον Φρόιντ, ή είναι κολλητός του Χάνεκε. Επειδή ήξερα ότι θα γράψω ένα δικό μου έργο δεν στάθηκα πολύ στη γλώσσα και στις ατελείωτες αναφορές του στην εποχή του, όσο στη δυναμική του ρυθμού του και φυσικά στο θέμα του, το δικαστικό σύστημα, τη δικαιοσύνη, τα λαϊκά δικαστήρια. Σκέφτηκα ότι μπορεί να συνομιλήσει με το σήμερα, ειδικά με την Ελλάδα των τελευταίων χρόνων».

Πρόκειται για καινούργιο έργο;

«Ναι. Ημουν σίγουρη από την αρχή ότι πρέπει να τολμήσω να γίνω Αριστοφάνης εγώ η ίδια. Είναι ένας σπουδαίος ποιητής αλλά ένιωσα ότι είναι αδύνατον να πεις τις φράσεις του σήμερα και να πονάνε, να μαχαιρώνουν όπως προφανώς γινόταν τότε. Δεν θα είχε νόημα. Προσπάθησα να μπω μέσα του, να κλέψω την ελευθερία, την αυθαιρεσία, το χιούμορ, τη μανία, την αθυροστομία του και να εκτοξευθώ με δικά μου λόγια, να μιλήσω για πράγματα που συμβαίνουν τώρα, ακριβώς όπως κι εκείνος».

Είναι σημερινά τα θέματά του;

«Το έργο μιλάει για το δικαστικό σύστημα την εποχή της διακυβέρνησης του Κλέωνα – διόριζε δικαστές απλούς πολίτες. Μια τεράστια δικαστική μηχανή εξυπηρετούσε τα δικά του συμφέροντα και επιπλέον του εξασφάλιζε ψήφους – τον θεωρούσαν ευεργέτη τους. Το έργο μιλάει για τα λαϊκά δικαστήρια, τη διαφθορά της εξουσίας, όσα βιώνουμε στη χώρα μας σήμερα.

»Τα σόσιαλ στις μέρες μας έχουν δώσει στον καθένα το δικαίωμα να κρίνει, να καταδικάζει, να αυτοδιορίζεται δικαστής, δικηγόρος, ψυχίατρος, κριτικός. Η εποχή μας είναι λες και πρέπει να έχουμε άποψη για όλα, κι αν δεν έχουμε, είμαστε ένοχοι, συνένοχοι. Ζούμε τον φασισμό του politically correct, της λογοκρισίας. Παριστάνουμε τους προοδευτικούς, τους ανθρωπιστές, καταργώντας λέξεις προσβλητικές, ενώ οι πράξεις και η νοοτροπία μας δεν προοδεύουν.

»Είναι τρομακτικό το πρόσωπο του φανατικού, που μισεί αυτόν που κατηγορείται, μόνο και μόνο για να υπάρξει, επειδή χωρίς έναν εγκληματία, έναν παιδεραστή ή έναν βιαστή, ο ίδιος είναι ανύπαρκτος. Αυτοί οι άνθρωποι που τρέφονται από το κακό και αποκτούν μέσω αυτού λόγο ύπαρξης, είναι σίγουρο, κατά τη γνώμη μου, ότι προκαλούν και οι ίδιοι μεγάλα κακά στα σπίτια τους και στο κοινωνικό σύνολο».

Ο Νίκος Καραθάνος, ο Θοδωρής Σκυφτούλης, ο Πάνος Παπαδόπουλος και η Λένα Κιτσοπούλου σε μια σκηνή από τους «Σφήκες».

Η βωμολοχία του σας είναι οικεία;

«Ο μεταφραστής του έργου που με βοήθησε με τις γνώσεις και τις κουβέντες του, ο κ. Στέλιος Χρονόπουλος, μου είπε ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερος βωμολόχος και πιο αναρχικός συγγραφέας από τον Αριστοφάνη. Με την έννοια ότι μέσα στο ίδιο έργο αλλάζει ξαφνικά έργο, πηδάει σε μια άλλη πραγματικότητα χωρίς εξήγηση κι όμως τελικά καταφέρνει το έργο να είναι ένα. Είναι πολύ αθυρόστομος ο Αριστοφάνης, όμως είναι πάνω απ’ όλα ποιητής, δεν είναι επιθεωρησιακός, έχει χιούμορ αλλά είναι τρομερά μελαγχολικός, επιθετικός, τολμηρός. Δεν νομίζω ότι μετά από αυτόν έχει υπάρξει άλλος συγγραφέας να κατηγορεί ευθέως, να γελοιοποιεί αδιάκοπα πρόσωπα συγκεκριμένα, της τέχνης, της πολιτικής, κατονομάζοντας ή φωτογραφίζοντάς τα. Αν σκεφτούμε ότι ένας προ Χριστού συγγραφέας ήταν πιο ελεύθερος απ’ ό,τι είμαστε εμείς τώρα, ας αναλογιστούμε πού είναι η πρόοδος και πόσο προοδευτικό είναι το politically correct το ’23. Τι μεσαίωνα καλλιτεχνικό ζούμε. Στην παράστασή μας φυσικά υπάρχει βωμολοχία. Χρησιμοποιώ την ευτελή γλώσσα των ευτελών ανθρώπων, αυτή που χρησιμοποιείται σήμερα όχι μόνο από τον άνθρωπο του πεζοδρομίου, της νύχτας ή του υποκόσμου, αλλά κι από τον μορφωμένο και καλοντυμένο στις δικαστικές αίθουσες, στη Βουλή».

Πού ρίχνετε το «κεντρί» σας;

«Εγώ θα είμαι ο οικοδεσπότης και ο Αριστοφάνης το στόμα της παράβασης. Θα περιφέρομαι μέσα στο σύμπαν μου. Οπου αισθανθώ ότι κάτι ξέρω και κάτι πρέπει να πω, θα το πω. Ρίχνω κεντρί σε όλο το κείμενο, όλοι οι ηθοποιοί είμαστε σαν να κάνουμε μία ατελείωτη παράβαση, όλοι είναι σφήκες σε αυτή την παράσταση».

Τι σημαίνει πρώτη σκηνοθεσία στην Επίδαυρο;

«Σημαίνει κάτι με την έννοια ότι λαμβάνω υπ’ όψιν μου το μέγεθος, την ιδιαιτερότητα του χώρου και αυτό με εξαναγκάζει να βρω κατάλληλους τρόπους έκφρασης, γραψίματος και σκηνοθεσίας. Αυτή είναι η δυσκολία, η καινούργια πρόκληση. Εχει όμως τη χαρά της ανακάλυψης ενός νέου τρόπου, πώς δηλαδή το δικό μου ύφος και στυλ χωράει μέσα σε αυτό το τεράστιο μέρος χωρίς καμία έκπτωση».

Τι σας σοκάρει σήμερα;

«Ετυχε λίγο πριν να διαβάσω το χρονικό της υπόθεσης του κ. Γιώργου Λούκου, ο οποίος μόλις αθωώθηκε, έπειτα από έναν τέτοιο αδιανόητο γολγοθά που πέρασε, επί οκτώ χρόνια, βιώνοντας όλη αυτή τη λασπολογία, τον διασυρμό, τη φρίκη της ελληνικής πραγματικότητας. Και είπα μέσα μου ότι αυτή και μόνο η ιστορία είναι οι «Σφήκες», μόνο αυτή την ιστορία να μπορούσες να πεις και μετά να βάλεις ταφόπλακα σε ολόκληρη τη χώρα. Αυτό θα ήταν σίγουρα μια πολύ πετυχημένη παράσταση των «Σφηκών». Του αφιερώνω την παράσταση και τον ευχαριστώ βαθιά. Η ύπαρξή του ήταν και θα είναι πάντα για εμένα έμπνευση, φως».

Τι σας απασχολεί πρώτο σε μια σκηνοθεσία;

«Η εικόνα. Πρέπει οπωσδήποτε να έχω την εικόνα που μου αρέσει, το τοπίο. Πρέπει να κουμπώσω αισθητικά με τον χώρο το σκηνικό, με το εικαστικό μέρος. Και μετά φυσικά παίζει ρόλο η δραματουργία, που έχει να κάνει και με το επί τόπου χτίσιμο που γίνεται καθημερινά μέσα στην πρόβα».

Γράφετε πολύ προσωπικά. Σας φοβίζει η έκθεση;

«Σίγουρα με φοβίζει, διότι δεν είναι εύκολο πράγμα να φέρνεις τον εαυτό σου συνέχεια σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, γιατί εγώ κάπως έτσι δημιουργώ, παίζοντας με τα όριά μου. Ταλαιπωρώ τον εαυτό μου μέχρι να τον ξεζουμίσω ώστε να αναγκαστεί να βρει τα πιο βαθιά λόγια μέσα μου. Δεν αυτολογοκρίνομαι, το αντίθετο κάνω. Εμπιστεύομαι πολύ αυτό που κάνει εμένα να ελευθερώνομαι. Είναι ο μόνος τρόπος που έχω για να δημιουργήσω κάτι. Οπότε είναι μονόδρομος αυτός ο τρόπος γραφής και ύπαρξης, αλλά με πολλές λακκούβες».

Σας επηρεάζει τι λένε, τι γράφουν για εσάς;

«Ειλικρινά καθόλου μα καθόλου, δεν με επηρεάζει τίποτα επί της ουσίας, ούτε καν διαβάζω σχόλια ή κριτικές, παρά μόνο αν μου πουν φίλοι ή συνεργάτες για κάτι καλό και με προτρέψουν να το διαβάσω. Με τα αρνητικά δεν ασχολούμαι καθόλου – από μικρή το είχα αυτό. Μου άρεσαν οι άνθρωποι που τους άρεσα, με αυτούς ασχολιόμουν. Πάντως είναι παραπάνω από όσοι θα έπρεπε αυτοί με τους οποίους η δουλειά μου επικοινωνεί και είμαι ευγνώμων γι’ αυτό».