Από την κάλπη της 25ης Ιουνίου προέκυψε μια σταθερή και ισχυρή κυβέρνηση και μια αντιπολίτευση αδύναμη, κατακερματισμένη και σε εκδοχές για τις οποίες είναι βέβαιο πως δεν θα κοσμήσουν με την παρουσία τους το ελληνικό κοινοβούλιο.

Πρόκειται για εκδοχές υπαρκτές από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ο οποίες εκφράζονται μέσα από διάφορα και κόμματα και κομματίδια, συνήθως με ημερομηνία λήξης.

Η ακροδεξιά, ο αντισυστημισμός, η συνομωσιολαγνία ή η «τιμωρία» των παραδοσιακών κομμάτων μέσω μιας ψήφου – χαβαλέ υπήρχαν και υπάρχουν και εδώ και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Αλλάζουν μόνο οι ταμπέλες.

Μένοντας στις πιο σοβαρές εκδοχές, το συμπέρασμα είναι πως ο νέος αυτός κύκλος της Ελληνικής Δημοκρατίας ξεκινά με ένα πρόβλημα αντιπολίτευσης και την απουσία ενός εναλλακτικού πόλου εξουσίας που θα παρείχε στους πολίτες μια εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.

Απάντηση, με άλλα λόγια, στο ερώτημα αν όχι ο Μητσοτάκης τότε ποιος, δεν υπάρχει προς το παρόν.

Υπάρχει ένας Τσίπρας ο οποίος, αποδοκιμαζόμενος από τους πολίτες, φαίνεται πως θα επιδιώξει την πολιτική του επιβίωση δοξαζόμενος από το κόμμα και με έναν πρώτο χρονικό ορίζοντα τις ευρωεκλογές.

Και υπάρχει και ένας Ανδρουλάκης ο οποίος, όπως καταδείχθηκε από τη χθεσινή του επίδοση, έχει να κάνει πολύ δρόμο ακόμη για να αποκτήσει το στάτους του αντίπαλου δέους.

Εκεί κάπου, και σε αυτό το πλαίσιο, τελειώνει και η ανθρωπογεωγραφία του έτερου πόλου. Μένει μόνο η ευθύνη της Κεντροαριστεράς να αρθρώσει έναν πειστικό λόγο και ένα στέρεο αφήγημα, το όποιο δεν θα εκκινεί από μια άγονη και συνθηματολογική αντιπολίτευση.

Ούτε απόλυτος ηγεμών είναι ο Κ. Μητσοτάκης ούτε αλαζονικό καθεστώς η κυβέρνησή του. Είναι απλώς ένας πρωθυπουργός του 40% με μια κυβερνητική πλειοψηφία 158 βουλευτών.

Η εμμονή σε αυτή τη ρητορική θα ήταν αντιπαραγωγική για τους θιασώτες της αφού, όπως φάνηκε όχι σε μία αλλά σε δυο εκλογικές αναμετρήσεις, ουδόλως έπεισε τους πολίτες.

Θα είναι όμως αντιπαραγωγική και για τη δημοκρατία. Ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ έριξε αρκετό νερό στον μύλο των άκρων την περίοδο της κρίσης.

Είναι το τελευταίο που χρειάζεται η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία σε αυτόν τον νέο της κύκλο.