Τελευταία ο κόσμος της λογοτεχνίας βρίσκεται σε αναβρασμό. Ένας απροσδόκητος «πόλεμος» έχει ξεσπάσει εδώ και λίγο καιρό, πολώνοντας τόσο τη βιομηχανία του βιβλίου όσο και το παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό. Οι μεν αντιδρούν, φωνάζουν πως «η λογοτεχνία δέχεται επίθεση», ενώ οι δε αντικρούουν επιμένοντας πως «η λογοτεχνία επικαιροποιείται».

Πρόκειται για δύο καίριες αλλά άκρως συγκρουόμενες μεταξύ τους θέσεις που αναδύθηκαν από τις πρόσφατες αποκαλύψεις στον κόσμο της λογοτεχνίας, όπως το ότι εκδοτικός οίκος του αγαπημένου συγγραφέα παιδικών βιβλίων Roald Dahl αναθεώρησε τα παραμύθια του Βρετανού συγγραφέα προκειμένου αυτά να γίνουν πιο συμπεριληπτικά.

Λίγο καιρό πριν, και οι ιστορίες του Ian Fleming για τον James Bond είχαν υποβληθεί σε εξέταση από τους λεγόμενους «αναγνώστες ευαισθησίας» (aka sensitivity readers), ενώ πριν από μερικά χρόνια είχαν αποσυρθεί εντελώς έξι ολόκληρα βιβλία του Dr. Seuss επειδή απεικόνιζαν ανθρώπους με «προσβλητικό και επώδυνο» τρόπο.

Τα γεγονότα αυτά και το τι μπορεί να σημαίνουν στον εν εξελίξει «πόλεμο» για το μέλλον της λογοτεχνίας έχουν γίνει αντικείμενο πολλών συζητήσεων, ενώ αποτελούν μερικά μόνο από τα διάφορα ανοιχτά μέτωπα του εν λόγω πολέμου. Πέρα από το ζήτημα της λογοκρισίας έναντι της ευαισθησίας, αναδύονται άλλες δύο μεγάλες ανησυχίες.

Η πρώτη είναι οι απαγορεύσεις βιβλίων που λαμβάνουν χώρα σε ορισμένες περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών. Η άλλη είναι η εμφάνιση λογισμικών όπως το ChatGPT, τα οποία επιτρέπουν τη συγγραφή «δημιουργικών» έργων με ελάχιστη ή χωρίς ανθρώπινη συμβολή. Όσο και αν τα ζητήματα αυτά φαίνονται ξεχωριστά, συνδυαστικά χτυπούν στην καρδιά του ζητήματος – της αξίας δηλαδή της λογοτεχνίας και του ρόλου της στην κοινωνία.

Ίσως γι’ αυτό αυτά τα debate να γίνονται ακόμα πιο έντονα όταν περιστρέφονται γύρω από την παιδική λογοτεχνία, όπως μαρτυρά η χαλαρή αντίδραση στην περίπτωση του Ian Fleming σε σύγκριση με εκείνη στην περίπτωση του Roald Dahl.

Τα παιδικά βιβλία είναι συχνά ρητά διδακτικά. Ένα από τα πιο διάσημα έργα του Dahl, το «Ο Τσάρλι και το εργοστάσιο σοκολάτας», συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα, καθώς λειτουργεί ως μια διδαχή κατά του σνομπισμού, της φιλαργυρίας, της λαιμαργίας και άλλων συμπεριφορών που συσχετίζονται με τις μακραίωνες ιδέες περί αμαρτίας.

Έχοντας κατά νου αυτή την ιδέα ότι οι ιστορίες μπορούν να επηρεάσουν τον τρόπο που ενεργούν τα παιδιά, προκύπτει το εξής εύλογο ερώτημα: Πρέπει άραγε να θεωρείται η παιδική λογοτεχνία ομόλογη της λογοτεχνίας ενηλίκων, όπου η αλλοίωση των αρχικών λέξεων του συγγραφέα καταδικάζεται απερίφραστα; Ή μήπως πρέπει να δεχτούμε ότι η παιδική λογοτεχνία πρέπει να αντιμετωπίζεται διαφορετικά, επειδή παίζει ρόλο στην εισαγωγή των παιδιών στον σύγχρονο κόσμο.

Δεδομένου, λοιπόν, ότι η παιδική λογοτεχνία διαμορφώνει σιωπηρά τους μικρούς αναγνώστες, παρουσιάζοντας συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτισμικές αξίες ως νομότυπες και φυσικές, αρχίζει να γίνεται κάπως πιο κατανοητή η δεοντολογική βάση για την αναθεώρηση κάποιων έργων. Το θέμα είναι η επόμενη γενιά να αποκτήσει διαφορετικές προσδοκίες και κριτήρια σεβασμού.

Φωτ.: Johnny McClung/ Unsplash

Η υπόθεση της επικαιροποίησης

Το δοκίμιο «Ο θάνατος του συγγραφέα» του Roland Barthes άλλαξε τα δεδομένα και έθεσε τον αναγνώστη ως φορέα νοήματος κάθε κειμένου. Ωστόσο, η ουσιαστική και ειλικρινής αξία της κάθε ιστορίας, του κάθε παραμυθιού, του κάθε βιβλίου αναδύεται μόνο αν οι αναγνώστες είναι σε θέση να αντιληφθούν το ιστορικό, εννοιολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννήθηκε το εν λόγω έργο.

Επιπλέον, οι ιστορίες γεννιούνται μέσα από την εμπειρία του συγγραφέα. Ως εκ τούτου, είναι πάντοτε φορτισμένες με ορισμένες προκαταλήψεις. Για παράδειγμα, στο πρωτότυπο κείμενο, οι Oompa-Loompas του «Τσάρλι και το εργοστάσιο σοκολάτας» ήταν Αφρικανικοί Πυγμαίοι σκλάβοι στην υπηρεσία της βιομηχανίας του Willy Wonka.

Όμως στην εποχή του αυτή η απεικόνιση θεωρήθηκε προβληματική και ο Dahl αναθεώρησε τους Oompa-Loompas ώστε να γίνουν εμφανισιακά πιο φανταστικά όντα. Δεδομένου ότι ο ίδιος ο Dahl αποδέχθηκε πρόθυμα να αλλάξει την απεικόνιση για να αντανακλά τις μεταβαλλόμενες κοινωνικές νόρμες, τότε η αλλαγή των Oompa-Loompas ξανά – από «άνδρες» σε «ανθρώπους» στο όνομα της συμπερίληψης – φαίνεται να συνάδει με τα αισθήματα του συγγραφέα.

Προφανώς, αυτή είναι και η γνώμη της οικογένειας Dahl, η οποία ανέθεσε τις νέες αυτές εκδόσεις το 2020, πριν πουλήσει την εταιρεία «The Roald Dahl Story Company» στο Netflix το 2021. Οι κληρονόμοι του Ian Fleming προέβησαν σε παρόμοιο σχόλιο σχετικά με τις αλλαγές στα έργα του James Bond. Αυτές οι αλλαγές, λοιπόν, δεν γίνονται ως απάντηση σε ορδές αφυπνισμένων αναγνωστών ή ριζοσπστικών αναλυτών που απαιτούν επικαιροποιήσεις, αλλά από τους εν ζωή συγγενείς των συγγραφέων που σίγουρα τους γνώριζαν καλύτερα από εμάς.

Πέρα από αυτό, οι ανατυπώσεις και οι νέες εκδόσεις συχνά κάνουν τροποποιήσεις, προσθέτουν υποσημειώσεις ή προλόγους. Μάλιστα, η The Roald Dahl Story Company, προς υπεράσπιση των αλλαγών, χρειάστηκε να το τονίσει και σε επίσημη ανακοίνωσή της: «Όταν κυκλοφορούν νέες εκδόσεις βιβλίων που έχουν γραφτεί πριν από χρόνια, δεν είναι ασυνήθιστο να αναθεωρείται η γλώσσα που χρησιμοποιείται παράλληλα με την ενημέρωση άλλων λεπτομερειών, όπως το εξώφυλλο και η διάταξη των σελίδων ενός βιβλίου. Καθοδηγητική μας αρχή σε όλη τη διάρκεια ήταν να διατηρήσουμε τις ιστορίες, τους χαρακτήρες, το πνεύμα και την αιχμηρότητα του πρωτότυπου κειμένου».

Η τελευταία σημαντική παράμετρος είναι το αναγνωστικό κοινό. Οξυδερκείς κι έμπειροι αναγνώστες είναι σε θέση να αναλύσουν τη γλώσσα των κειμένων και να αντιληφθούν ότι αυτή αντανακλά τις πεποιθήσεις της εποχής κατά την οποία γράφτηκαν. Ωστόσο, στην περίπτωση των Roald Dahl και Dr. Seuss, μιλάμε για παιδιά. Η εκτίμηση της καταλληλόλητας ορισμένων λέξεων και φράσεων δεν είναι κάτι που μπορεί να απαιτήσει κανείς από τόσο νεαρούς αναγνώστες. Αν, λοιπόν, μερικές μικρές αλλαγές μπορούν να συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας νέας γενιάς πιο συμπεριληπτικής, λιγότερο επικριτικής της διαφορετικότητας κι επομένως πιο εξελιγμένης, μήπως αξίζει τον κόπο;

Η υπόθεση της επίθεσης κατά της λογοτεχνίας

Παραδόξως, αυτό το τελευταίο επιχείρημα χρησιμοποιείται συχνά και από τους πολέμιους της επικαιροποίησης που υποστηρίζουν πως η αφαίρεση του επίμαχου περιεχομένου από μόνη της δεν βελτιώνει την κατάσταση.

Επιπλέον, η αφαίρεση στερεί τις ευκαιρίες για συζήτηση και αντιπαράθεση σχετικά με την αξία – ή την έλλειψη αυτής – παρωχημένων απόψεων. Αντίθετα, η παρουσία προβληματικών αντιλήψεων, λένε όσοι θεωρούν την επικαιροποίηση στυγνή λογοκρισία, καλεί τους αναγνώστες ή/και τους γονείς να διερωτηθούν για τις απόψεις αυτές μέσα στο σύγχρονο πλαίσιο. Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε πραγματικά τις σύγχρονες αντιπαραθέσεις γύρω από τον ρατσισμό και τον σεξισμό, για παράδειγμα, χωρίς να κατανοήσουμε τις ιστορικές πραγματικότητες της δουλείας, των διακρίσεων και του εξοστρακισμού;

Ομοίως, το ζήτημα της πρόθεσης του συγγραφέα είναι δίκοπο μαχαίρι. Ο Dahl και άλλοι συγγραφείς μπορεί κάλλιστα να ήταν πρόθυμοι να επικαιροποιήσουν τα βιβλία τους ώστε να αντανακλούν την εποχή, αλλά αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί εν λευκώ έγκριση.

Ίσως το πιο επίμονο και πειστικό επιχείρημα, ωστόσο, είναι αυτό που επικαλείται το κατά πολλούς προφητικό έργο του George Orwell «1984»: Πού μπορεί να οδηγήσει όλο αυτό; Τι προεκτάσεις μπορεί να πάρει αυτή η πρακτική της επικαιροποίησης εάν εργαλειοποιηθεί; Αυτό είναι κυρίως που έχει προκαλέσει τέτοια αναταραχή.

Τι λένε οι επαγγελματίες αναγνώστες ευαισθησίας

Όπως ήταν αναμενόμενο, στο προσκήνιο αυτής της διαμάχης έχουν βρεθεί οι επαγγελματίες αναγνώστες ευαισθησίας, οι άνθρωποι δηλαδή που αναλαμβάνουν το δύσκολο κι αμφιλεγόμενο έργο της επικαιροποίησης. Είναι για μια σχετικά νέα ειδικότητα που βρίσκεται σε άνοδο τα τελευταία χρόνια και θα μπορούσε να πει κανείς πως ουσιαστικά πρόκειται για πιο εξειδικευμένους επιμελητές/διορθωτές κειμένων.

Έτσι περιέγραψε το επάγγελμα η Philippa Willitts, μια αναγνώστρια ευαισθησίας που έχει εργαστεί σε περιοδικά και βιβλία για να προσφέρει εξειδικευμένη διόρθωση και επιμέλεια, μιλώντας επί του θέματος πριν λίγο καιρό στο Vice. Σύμφωνα με την ίδια, η ζήτηση για τις υπηρεσίες της τα τελευταία χρόνια ολοένα και αυξάνεται, με όλο και περισσότερες μεγάλες εκδοτικές εταιρείες να έρχονται σε επαφή μαζί της.

«Δεν είναι κάτι (σ.σ. η επιμέλεια ευαισθησίας) που επιβάλλεται στους συγγραφείς. Είναι κάτι που ζητούν οι συγγραφείς ή οι εκδότες, επειδή θέλουν οι ήρωες να είναι πραγματικά αυθεντικοί και γιατί δεν θέλουν να προκαλέσουν άθελά τους ενόχληση στους αναγνώστες», τόνισε η Philippa Willitts στο Vice αντικρούοντας έτσι την ιδέα ότι πρόκειται για κάποιο είδος αυταρχικού εργαλείου.

«Νομίζω ότι οι συγγραφείς δεν θέλουν να εκδώσουν ένα βιβλίο και στη συνέχεια να βρεθούν αντιμέτωποι με μια θύελλα στο Twitter ή να συνειδητοποιήσουν μέσω των κριτικών στην Amazon ότι έχουν κάνει ένα τεράστιο λάθος. Νομίζω ότι μια από τις μεγαλύτερες παρανοήσεις είναι ότι η ανάγνωση ευαισθησίας περιορίζει τα όσα μπορούν να πουν οι συγγραφείς».