Όσοι αγαπούν τον χορό και τα ενδιαφέροντα ντοκιμαντέρ δεν θα πρέπει να χάσουν τις προβολές της ταινία «Διορθώσεις | Corrections» του Θοδωρή Σκριβάνου που θα πραγματοποιηθούν στον κινηματογράφο «Δαναός» αυτές τις μέρες (την Παρασκευή 27 Απριλίου στις 20:00, το Σάββατο 29 και την Κυριακή 30 Απριλίου στις 16:00). Μάλιστα, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Χορού, η οποία γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 29 Απριλίου, η παραγωγή θα προβληθεί παρουσία συντελεστών του Μπαλέτου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.

Ποια είναι η σύνδεση τους μαζί της; Η ταινία διεισδύει στον μικρόκοσμο και στην καθημερινότητα των χορευτών του Μπαλέτου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Την ίδια στιγμή, συνιστά το πορτρέτο των ανθρώπων που ζωντανεύουν και πραγματώνουν το έργο αυτού του συνόλου: αποτυπώνει την επίμονη και συντονισμένη συνεργασία μεταξύ χορογράφων, χορευτών, σκηνογράφων και τεχνικών.

Οι πρόβες, οι επαναλήψεις, οι διορθώσεις, το σώμα, η ίδια η δημιουργική διαδικασία της χορογραφίας βρίσκονται πάντα σε πρώτο πλάνο και αντανακλώνται στο φιλμ μέσα από μια ανθρωπολογική μέθοδο. Πρόκειται για ντοκιμαντέρ παρατήρησης που καλύπτει σχεδόν μια ολόκληρη καλλιτεχνική σεζόν του Μπαλέτου της ΕΛΣ.

Ο Θοδωρής Σκριβάνος/ Φωτ.: Σίσυ Μόρφη

Ο ίδιος ο δημιουργός μας είπε τα εξής: 

«Η ιδέα ήταν να παρατηρήσω με την κάμερα την καθημερινότητα των χορευτών, να εισέλθω στο μικρόκοσμο τους και να τον παρατηρήσω σε βάθος χρόνου με κινηματογραφικούς όρους. Καθοριστική ήταν η πρόσβαση και η στήριξη που μου παρείχαν ο καλλιτεχνικός διευθυντής της ΕΛΣ, Γιώργος Κουμεντάκης, ο διευθυντής του Μπαλέτου Κωνσταντίνος Ρηγός καθώς και οι ίδιοι οι χορευτές, πρόκειται άλλωστε για έναν θεσμό με κανόνες και ιεραρχία».

«Κάλυψα σχεδόν μια ολόκληρη καλλιτεχνική σεζόν, το περίοδο 2019. Σε διάστημα 10 μηνών τράβηξα 220 ώρες υλικού περίπου. Αφηγηματικός άξονας αποτελεί η προετοιμασία τριών παραγωγών: “Η Λίμνη των Κύκνων” σε χορογραφία του Κωνσταντίνου Ρήγου, “Herrumbre” του Νάτσο Ντουάτο, ενός φημισμένου ισπανού χορογράφου και “Η Ιεροτελεστία της Άνοιξης” του Δάφνη Κόκκινου, ο οποίος υπήρξε χορευτής και συνεργάτης της Πίνα Μπάους».

«Κατά τα γυρίσματα προέκυψαν τα εξής ερωτήματα: πώς θα κινηματογραφήσω τον χορό; Πώς θα καταγράψω το ανθρώπινο σώμα; Επέλεξα μονοπλάνα και ολόκληρα αποσπάσματα από τις χορογραφίες. Επιπλέον, φρόντιζα να καταγράφω πάντα ολόκληρο το ανθρώπινο σώμα κατά τη χορογραφία, να αποδώσω την πλαστικότητά του, δεν το “έσπασα” σε μικρά κομμάτια, όπως συνηθίζεται να κινηματογραφείται ο χορός στην τηλεόραση ή στον κινηματογράφο. Η κάμερα κινηματογραφεί μετωπικά το περιβάλλον, δεν παρεμβαίνει ποτέ και παρατηρεί από απόσταση και ψύχραιμα τα συμβάντα που διαδραματίζονται μπροστά της. Δεν υπάρχουν συνεντεύξεις, ούτε voice over αφηγητής. Το ντοκιμαντέρ παραπέμπει περισσότερο σε μυθοπλασία, ενώ η τεκμηρίωση προκύπτει από τη δράση που έχει καταγράψει η κάμερα».

«Υπάρχει έντονο το στοιχείο της αφαίρεσης και του αναστοχασμού. Η αποσπασματική γραφή της ταινίας, μέσω των σεκάνς και των μονοπλάνων, επιτρέπει στο θεατή να έχει συμμετοχικό ρόλο στο φιλμ. Το γύρισμα αποτέλεσε λοιπόν και την έρευνά μου. Από αυτό θα προέκυπτε το υλικό για να χτίσω τη ταινία. Τίποτα δεν ήταν προσχεδιασμένο: ούτε η δομή της ταινίας, ούτε τα νοήματά της. Τα πάντα προέκυψαν κατά τη διαδικασία του μοντάζ, το οποίο ολοκλήρωσα μόνος μου μέσα σε ένα χρόνο».

«Στα γυρίσματα επιχείρησα να οργανώσω το τυχαίο. Προσπάθησα να δώσω μεγάλη προσοχή στη μοναδικότητα της στιγμής, να την αποσπάσω από το σύνολο. Επιπλέον επιχείρησα να καταγράψω την αθέατη και ανθρώπινη αλληλεπίδραση μεταξύ των χορευτών, των χορογράφων και όλων των συντελεστών που υποστηρίζουν το έργο και τη λειτουργία αυτού του θεσμού. Στο γύρισμα δεν συνοδευόμουν από συνεργείο ή ηχολήπτη, όπως συνηθίζεται. Είχα αναλάβει τα πάντα ο ίδιος, την κάμερα και τον ήχο, καθώς ήθελα να έχω διακριτική παρουσία στους χώρους της Λυρικής. Σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να παρεμποδίσω τη λειτουργία της ή τους χορευτές».