«Από Μεγάλη Βρετανία σε Μικρά Αγγλία» ήταν ο τίτλος του άρθρου του Νιλ Άντερσον στους New York Times το 2016. Επτά χρόνια αργότερα, οι φόβοι του δεν αποδείχθηκαν αβάσιμοι. Η τρίτη επέτειος του Brexit, συνέπεσε με μία δυσοίωνη πρόβλεψη του ΔΝΤ: φέτος, η βρετανική οικονομία θα τα πάει χειρότερα από όλες τις μεγάλες οικονομίες του κόσμου, ακόμα και από τη Ρωσία. Και πλέον, η πλειοψηφία των Βρετανών θεωρεί την έξοδο από την Ε.Ε. λάθος, με τα δύο τρίτα να επιθυμούν επανένταξη, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε στην Independent.

Βέβαια, όταν ο Άντερσον έγραφε το άρθρο του, οι συνθήκες ήταν πολύ διαφορετικές. Μόλις είχε λάβει χώρα το δημοψήφισμα που έκρινε την αποχώρηση της Μ. Βρετανίας από την Ευρώπη, με την απόφαση να στηρίζεται από το 52% των πολιτών και καθώς το φάντασμα του λαϊκισμού μόλις είχε ξεκινήσει να πλανάται πάνω από την Δύση.

Μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, η βρετανική παραγωγικότητα μειώθηκε απότομα και στην ουσία δεν ανέκαμψε ποτέ. Οι πολιτικές λιτότητας των Συντηρητικών διεύρυναν την ανισότητα και αύξησαν τη δυσαρέσκεια. Ο Μπόρις Τζόνσον, ακολουθώντας το κλίμα της εποχής, κατηγόρησε τους «ξένους», στην προκειμένη την Ευρώπη, παρουσιάζοντας το Brexit ως πανάκεια για τα δεινά της χώρας. Δεν ζύγισε όμως σωστά το κόστος και τα οφέλη ή τουλάχιστον, δεν τα παρουσίασε έτσι στους Βρετανούς.

Σήμερα, το Brexit δεν είναι ένας αφηρημένος μελλοντικός στόχος με ενδεχόμενα οφέλη, αλλά μία πραγματικότητα, της οποίας το κόστος βιώνουν καθημερινά οι Βρετανοί και της οποίας τα υποσχόμενα κέρδη δεν ήρθαν ποτέ. Η Πόλυ Τόινμπι της Guardian κάνει λόγο για «τρία χρόνια πολιτικού χάους και οικονομικής καταστροφής»

Ο οικονομικός συντάκτης των Financial Times, Κρις Τζάιλς, εξηγεί: «Η πτώση της λίρας μας έκανε φτωχότερους, καθώς αυξήθηκαν τα κόστη αλλά όχι οι εισαγωγές και τα εισοδήματα, ενώ μειώθηκαν οι επενδύσεις».

Η Βρετανία τώρα έχει βρεθεί να ξοδεύει περισσότερα για το κοινωνικό της κράτος, αντιμετωπίζει απεργίες σε πολλούς κρίσιμους τομείς και σύμφωνα με τους FT, εάν τα πράγματα συνεχίσουν έτσι, η μέση βρετανική οικογένεια θα είναι φτωχότερη από τη μέση οικογένεια της Σλοβενίας μέχρι το τέλος του επόμενου έτους και από της Πολωνίας πριν το τέλος της δεκαετίας.

Ταυτόχρονα, το Bloomberg εκτιμά ότι το βρετανικό ΑΕΠ θα ήταν 4 τοις εκατό υψηλότερο αν η χώρα παρέμενε στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ωστόσο, ενώ η δυσαρέσκεια για το Brexit αυξάνεται και ο πρωθυπουργός Ρίσι Σούνακ ψάχνει τον τρόπο να αλλάξει την τύχη της Μ. Βρετανίας, οποιαδήποτε κίνηση προς στενότερες σχέσεις με τις Βρυξέλλες δεν είναι ακόμα αποδεκτή από τους Συντηρητικούς. Μία αλλαγή πορείας θα απαιτούσε πρώτα την επίσημη παραδοχή των Συντηρητικών πως το Brexit δεν λειτουργεί.

Ωστόσο, με τους Εργατικούς να βρίσκονται σε τροχιά νίκης για τις επόμενες εκλογές του 2024, καθώς προηγούνται αρκετά στις δημοσκοπήσεις, δημιουργείται το ερώτημα αν θα μπορούσε το κόμμα του Κιρ Στάρμερ να στραφεί προς στην επιστροφή στην ΕΕ.

Είναι εφικτή μια επιστροφή στην ΕΕ;

Οποιαδήποτε τέτοια εκστρατεία όμως, θα αντιμετώπιζε δύο μεγάλες ενστάσεις. Πρώτον, τον ισχυρισμό ότι η ΕΕ δεν θα ήθελε τη Βρετανία πίσω. Δεύτερον, το επιχείρημα ότι οι Βρετανοί θα διαφωνήσουν, όταν συνειδητοποιήσουν τι περιλαμβάνει η επανένταξη.

Η ευρωπαϊκή αντίθεση για μια βρετανική επιστροφή σίγουρα υπάρχει, αλλά μπορεί να υπερκεραστεί. Ο Μισέλ Μπαρνιέ, ο οποίος ηγήθηκε της διαπραγματευτικής ομάδας της ΕΕ για το Brexit, λέει ότι η πόρτα είναι ανοιχτή για τη Βρετανία να επανέλθει στην ΕΕ «ανά πάσα στιγμή». Ο Γκι Φερχόφστατ, επικεφαλής της επιτροπής Brexit του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έγραψε στο Twitter την περασμένη εβδομάδα: «Έχω ένα όνειρο. Η Ουκρανία και η Βρετανία να ενταχθούν στην ΕΕ τα επόμενα πέντε χρόνια».

Τα περισσότερα μέλη της ΕΕ, ωστόσο, προειδοποιούν ότι, αυτή τη φορά, στη Βρετανία δεν θα προσφερθούν ειδικές προσφορές. Δεν θα υπάρχει έκπτωση προϋπολογισμού, καμία εξαίρεση από το κοινωνικό κεφάλαιο. Η Βρετανία θα πρέπει να αποδεχθεί την ελεύθερη κυκλοφορία των ανθρώπων και, ενδεχομένως, το ευρώ.

Ο Ρόμπερτ Φορντ της Guardian επισημαίνει πως δεν θα πρέπει οι υποστηρικτές της επιστροφής να διατηρούν μεγάλες ελπίδες, καθώς «ο δρόμος της επιστροφής στις Βρυξέλλες είναι μακρύς και σκληρός».