Ο αειθαλής Χάρισον Φορντ 

Ο 80χρονος σταρ ετοιμάζεται να ενσαρκώσει ξανά τον Ιντιάνα Τζόουνς, έναν από τους πολυαγαπημένους ήρωες ταινιών δράσης

Οποιος έχει περάσει μέρος έστω της παιδικής ή νεανικής του ηλικίας τη δεκαετία του ’80 αποκλείεται να μη συγκινήθηκε βλέποντας πριν από λίγες ημέρες φωτογραφίες από τη συνάντηση του Χάρισον Φορντ με τον Κε Χούι Κουάν 38 ολόκληρα χρόνια μετά τη συνεργασία τους στην κλασική πλέον περιπέτεια «Ο Ιντιάνα Τζόουνς και ο Ναός του Χαμένου Θησαυρού» (1984). Οι δύο ηθοποιοί συναντήθηκαν στο πλαίσιο της D23 Expo, της ετήσιας συνάντησης των φαν της Disney, κατά την οποία το κραταιό στούντιο προωθεί τις επικείμενες παραγωγές του. Ο Φορντ ήταν εκεί για να μιλήσει για την πέμπτη ταινία με ήρωα τον ατρόμητο αρχαιολόγο. Το πολυαναμενόμενο φιλμ δεν έχει ακόμη επίσημο τίτλο, αναφέρεται συνήθως ως «Indiana Jones 5», αλλά θα αρχίσει να προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες τον Ιούνιο του 2023, ενώ στην καρέκλα του σκηνοθέτη δεν κάθισε αυτή τη φορά ο Στίβεν Σπίλμπεργκ αλλά ο Τζέιμς Μάνγκολντ.

Ο 80χρονος Φορντ κρύβει ωστόσο και άλλους άσους στο μανίκι του. Στο ΒΗΜΑgazino που κυκλοφορεί μαζί με «Το ΒΗΜΑ της Κυριακής», ο Γιώργος Νάστος γράφει για τον βίο και την πολιτεία του δημοφιλούς αστέρα και για τους ενδιαφέροντες τηλεοπτικούς ρόλους στους οποίους θα τον δούμε το προσεχές διάστημα.

***

Ελληνικοί θησαυροί στα πέρατα του κόσμου 

Πάνω από 8.500 ελληνικές αρχαιότητες ανυπολόγιστης αξίας βρίσκονται σήμερα σε προθήκες του εξωτερικού. Το ΒΗΜAgazino περιηγείται σε μερικά από τα διασημότερα μουσεία που τις φιλοξενούν. 

To ζήτημα των έργων του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού που βρίσκονται σε προθήκες ξένων μουσείων αλλά και σε ιδιωτικές συλλογές παραμένει πάντα επίκαιρο, όπως επιβεβαίωσε πριν από λίγες ημέρες και η δημόσια συζήτηση που άνοιξε για τη συμφωνία του επαναπατρισμού από τις ΗΠΑ στην Ελλάδα της άγνωστης μέχρι πρότινος ιδιωτικής συλλογής του αμερικανού μεγιστάνα Λέοναρντ Στερν, η οποία περιλαμβάνει 161 κυκλαδικές αρχαιότητες.

Είναι γεγονός ότι τα περισσότερα μεγάλα μουσεία αρχαίας τέχνης στον κόσμο φιλοξενούν έργα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Στο BHMAgazino που κυκλοφορεί μαζί με το «Βήμα της Κυριακής», η Ερη Βαρδάκη εξερευνά την ιστορία σπουδαίων ελληνικών αρχαιοτήτων που βρίσκονται σε μουσεία του εξωτερικού: από το Βρετανικό Μουσείο και το Μουσείο του Λούβρου μέχρι το Μουσείου Καλών Τεχνών της Βοστώνης, τη Γλυπτοθήκη του Μονάχου και το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης.

***

Ολοι οι Γκέτι του κόσμου 

Τέσσερις γενιές, περισσότεροι από 60 εκπρόσωποι, παρουσία ενός αιώνα στη διεθνή υψηλή κοινωνία μέσα από μια νέα συλλογική βιογραφία.   

Getty – AFP Visual Hellas

«Να ξυπνάς νωρίς, να δουλεύεις σκληρά, να βρεις φλέβα πετρελαίου». Η συνταγή του μεγιστάνα Τζ. Πολ Γκέτι για την επιτυχία αποδείχθηκε χωρίς αμφιβολία ακταμάχητη. Ο «μαύρος χρυσός» υπήρξε το θεμέλιο της αμύθητης περιουσίας τού γενάρχη της πολυπληθούς πατριάς και η απρόσκοπτη ροή του επί 50 χρόνια εξέθρεψε παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα που δεν χρειάστηκε να κάνουν πολλά περισσότερα από το να την απολαύσουν. Γύρω από τα πλούτη αυτά συσσωρεύθηκαν, ως είθισται, φήμες, διαμάχες, τραγωδίες, ταινίες, σειρές, ώστε τα μέσα ενημέρωσης να κάνουν λόγο για την «κατάρα των Γκέτι». Ωστόσο, η εικόνα που παρουσιάζει ο δημοσιογράφος του «Vanity Fair» Τζέιμς Ρετζινάτο στο βιβλίο «Growing Up Getty» που εκδόθηκε το καλοκαίρι στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν προσιδιάζει σε καταραμένους: ο βίος του Τζ. Πολ Γκέτι υπήρξε έντονος και περιπετειώδης κατά το πρότυπο των ομολόγων του μεγιστάνων του 20ού αιώνα και οι (πολλοί) κληρονόμοι του βίωσαν δραματικές στιγμές περισσότερο ως εξαιρέσεις παρά ως κανόνα.

Στο ΒΗΜΑgazino που κυκλοφορεί μαζί με το «Βήμα της Κυριακής», ο Μάρκος Καρασαρίνης διαβάζει τη συλλογική βιογραφία μιας δυναστείας που θα μπορούσε να θεωρείται υπόδειγμα πραγματιστικής διαχείρισης: οι αντιξοότητες δεν τους κατέβαλαν, οι οικονομικές διενέξεις δεν τους διέλυσαν, η πώληση των πατρικών επιχειρήσεων δεν εμπόδισε τους Γκέτι να διατηρήσουν την ευημερία τους για τέσσερις γενιές.

***

Το φρέσκο πρόσωπο της Οπερας του Σίδνεϊ 

H δεκαετής αναικαίνιση ολοκληρώθηκε και το εμβληματικό κτίριο που είχε εγκαινιάσει η βασίλισσα Ελισάβετ Β΄ ετοιμάζεται να γιορτάσει τα πενήντα χρόνια λειτουργίας του.  

Sydney – Daniel Boud

Πρόσφατα τα περίφημα «κοχύλια» της, ή τα «ανοιχτά πανιά» της, όπως χαρακτηρίζονται τα αρχιτεκτονικά μέλη της που «έσπασαν» το μονοπώλιο των ευθύβολων γραμμών όπως ήταν και η πρόθεσή του αρχιτέκτονα και σχεδιαστή τους, Γιερν Ουτσον, φωταγωγήθηκαν με την εικόνα της εκλιπούσης Ελισάβετ Β΄ να προβάλλεται σε ένα από αυτά – στο κάτω κάτω εκείνη είχε εγκαινιάσει το κτίριο τον Οκτώβριο του 1973. Λίγες ημέρες νωρίτερα δίνονταν στη δημοσιότητα εικόνες από το πρόσφατα ανακαινισθέν Concert Hall της. Η συμπλήρωση πενήντα χρόνων λειτουργίας της Οπερας του Σίδνεϊ τη χρονιά που μας έρχεται θα είναι λαμπρή και σίγουρα δεν θα περάσει απαρατήρητη, άλλωστε οι σχετικές προετοιμασίες έχουν ξεκινήσει εδώ και δέκα χρόνια, με αφορμή τα σαραντάχρονα του κτιρίου (στην επέτειο των τριάντα χρόνων το 2003 ο αρχιτέκτονας Γιερν Ούτσον λάμβανε το αρχιτεκτονικό βραβείο Pritzker).

Στο ΒHMAgazino που κυκλοφορεί μαζί με το «Βήμα της Κυριακής», η Μαριλένα Αστραπέλλου μάς ξεναγεί στο ανακαινισθέν Concert Hall αλλά και την ιστορία ενός από τα πιο πολυσύχναστα αν όχι το πιο πολυσύχναστο κέντρο παραστατικών τεχνών στον κόσμο. Η περίφημη Οπερα του Σίδνεϊ με τα 10,9 εκατομμύρια επισκεπτών, τις 1.800 παραστάσεις (όπερα, θέατρο, μπαλέτο, χορός κ.ά.) και το 1,4 εκ. θεατών τον χρόνο είναι ένα από τα πιο διάσημα κτίρια του 20ού αιώνα και ξέρει πώς να μένει πάντα στην επικαιρότητα. 

Διαβάστε περισσότερα στο BHMAgazino που κυκλοφορεί με το «Βήμα της Κυριακής»