Στις 8 Ιουλίου, το αμερικανικό υπουργείο Αμυνας δημοσίευσε την τελευταία συγκεντρωτική ανακοίνωση για τη στρατιωτική βοήθεια που έχει παρασχεθεί στην Ουκρανία. Το τελευταίο πακέτο βοήθειας, συνολικού ύψους 400 εκατομμυρίων δολαρίων, περιελάμβανε μεταξύ άλλων τέσσερα πυραυλικά συστήματα HIMARS (High Mobility Artillery Rocket Systems), τα οποία θεωρούνται ότι μπορούν να αλλάξουν τους κανόνες του παιχνιδιού στο πεδίο (είχε προηγηθεί η ανακοίνωση της προμήθειας άλλων οκτώ HIMARS πριν από λίγες εβδομάδες). Συνολικά όμως η κυβέρνηση του προέδρου Τζο Μπάιντεν έχει παράσχει από τη στιγμή της ανάληψης των καθηκόντων της στρατιωτική βοήθεια ύψους 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο Κίεβο, εκ των οποίων τα 2,2 δισεκατομμύρια δολάρια εντός του τελευταίου μήνα.

Οι δε αριθμοί των οπλικών συστημάτων προκαλούν ίλιγγο, καθώς ο κατάλογος περιλαμβάνει τουλάχιστον 1.400 πυραύλους Stinger, 6.500 αντιαρματικούς πυραύλους Javelin, 700 μη επανδρωμένα συστήματα Switchblade (τελευταίας τεχνολογίας), δύο συστήματα αντιπλοϊκών πυραύλων Harpoon κ.ά. Υπενθυμίζεται δε ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει ήδη περάσει από το Κογκρέσο ένα πακέτο στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας συνολικού ύψους 54 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τη στήριξη του Κιέβου στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο.

Δείτε επίσης: Ο πόλεμος του Πούτιν και οι αντοχές των δυτικών δημοκρατιών

Ουκρανός στρατιώτης με αντιαρματικό πύραυλο Javelin. Οι ΗΠΑ από την αρχή της σύρραξης έχουν αποστείλει στο Κίεβο 6.500 τέτοιους πυραύλους

Η Μόσχα αναπροσαρμόζει τους στόχους της

Τον περασμένο Φεβρουάριο ο Βλαντίμιρ Πούτιν αποφάσισε να εισβάλει στην Ουκρανία με σκοπό, όπως νόμιζε, να επιτύχει με μία τακτική «κεραυνοβόλου πολέμου» (biltzkrieg) την κατάληψη του Κιέβου και αυτομάτως τον έλεγχο όλης της χώρας. Απέτυχε παταγωδώς στον στόχο αυτόν, υποτιμώντας με τρόπο που εξέπληξε σχεδόν τους πάντες τόσο τη σκληρή και ηρωική αντίσταση των Ουκρανών όσο και την ομόθυμη στήριξη που έλαβαν από τη Δύση. Η Μόσχα αναπροσάρμοσε, μετά το αρχικό φιάσκο, την τακτική της με σκοπό την πλήρη κατάληψη των επαρχιών Λουχάνσκ και Ντονέτσκ, οι οποίες απαρτίζουν το επονομαζόμενο Ντονμπάς. Πλέον, και καθώς πλησιάζουμε στην ολοκλήρωση του πέμπτου μήνα πολέμου, το Λουχάνσκ βρίσκεται υπό πλήρη ρωσικό έλεγχο έπειτα από εβδομάδες ανελέητων βομβαρδισμών και την πτώση του Σεβεροντονέτσκ και του Λισιχάνσκ, ενώ η Ρωσία στρέφει το βλέμμα της στο Ντονέτσκ – με έμφαση στις κρίσιμες πόλεις Σλοβιάνσκ, Μπαχμούτ και Κράματορσκ. Το ερώτημα όμως προβάλλει αδυσώπητο. Μπορεί να υπάρξει τέλος σε αυτόν τον πόλεμο φθοράς που εξελίσσεται στις πόλεις της Ανατολικής Ουκρανίας; Και αν ναι, πώς θα μοιάζει αυτό το τέλος;

Τόσο κατά την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη όσο και νωρίτερα ο κ. Μπάιντεν εμφανίστηκε έτοιμος να υποστηρίξει την Ουκρανία «για όσο χρειαστεί» σε αυτόν τον πόλεμο. Ωστόσο, όπως άριστα περιέγραψαν την κατάσταση οι Πίτερ Μπέικερ και Ντέιβιντ Σάντζερ των «New York Times» πριν από λίγες ημέρες, «ούτε αυτός (ο Μπάιντεν), ούτε κανείς άλλος μπορεί να πει τι σημαίνει αυτό ή για πόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους θα μπορούν να το κάνουν εξ αποστάσεως, χωρίς άμεση στρατιωτική επέμβαση». Είναι δε σαφές ότι τα οπλικά συστήματα που στέλνονται στην Ουκρανία δεν είναι ανεξάντλητα. Επιπλέον, στο περιθώριο της Συνόδου της Μαδρίτης (και προφανώς ανωνύμως), αρκετοί δυτικοί αξιωματούχοι αναρωτιούνταν για το ποιος είναι ο τελικός στόχος αυτού του πολέμου, όχι όσον αφορά τη Ρωσία, αλλά όσον αφορά την Ουκρανία.

Οι ΗΠΑ έχουν στείλει ήδη στην Ουκρανία στρατιωτική βοήθεια ύψους 8 δισ. δολαρίων, ενώ ο κατάλογος των οπλικών συστημάτων περιλαμβάνει τουλάχιστον 1.400 πυραύλους Stinger, 6.500 αντιαρματικούς πυραύλους Javelin, 700 μη επανδρωμένα συστήματα Switchblade (τελευταίας τεχνολογίας), δύο συστήματα αντιπλοϊκών πυραύλων Harpoon κ.ά.

Οι μεγάλες φιλοδοξίες του Ζελένσκι

Σύμφωνα τόσο με τα δημοσιεύματα στον αμερικανικό Τύπο όσο και με πληροφορίες από διπλωματικές πηγές στην Ουάσιγκτον και σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ο Λευκός Οίκος και τα υπουργεία Εξωτερικών και Αμυνας προσπαθούν να διαμορφώσουν μια πιο μακροπρόθεσμη στρατηγική, καθώς ο κίνδυνος κλιμάκωσης μοιάζει να αυξάνεται, το ενδεχόμενο μίας διπλωματικής λύσης εξακολουθεί να είναι μακρινό, ενώ η δυσφορία της δυτικής κοινής γνώμης, κυρίως εξαιτίας των υψηλών τιμών ενέργειας και του πληθωρισμού, αρχίζει να διευρύνεται. Τα διλήμματα διευρύνονται από το γεγονός ότι η ουκρανική πλευρά εκφράζει εσχάτως την άποψη, την οποία διατύπωσε ο ίδιος ο πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι μιλώντας στη Σύνοδο Κορυφής των G7 στη Γερμανία, ότι επιθυμεί να δει το τέλος του πολέμου ως το τέλος του έτους – προφανώς με μια δική της επικράτηση.

Ο ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι δήλωσε πρόσφατα ότι επιθυμεί να δει το τέλος του πολέμου ως το τέλος του έτους, προφανώς με επικράτηση της ουκρανικής πλευράς

Αυτή είναι μία άποψη για την οποία εκφράζουν προβληματισμό διάφορες πλευρές τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στην Ευρώπη, διότι συνοδεύεται από τις δημόσιες τοποθετήσεις ουκρανών αξιωματούχων περί στρατιωτικής νίκης επί των ρωσικών δυνάμεων και εκδίωξής τους ακόμη και από την Κριμαία! Μόλις πριν από λίγες ημέρες άλλωστε ο υπουργός Αμυνας Ολέκσιι Ρεζνίκοφ δήλωσε σε συνέντευξή του στους «Times» του Λονδίνου ότι πρέπει να συσταθεί στράτευμα ενός εκατομμυρίου ανδρών (προφανώς υπολογίζει σε αυτό και τους εφέδρους), εξοπλισμένου με δυτικά όπλα, με το οποίο θα ανακαταληφθεί ο ουκρανικός Νότος και θα απωθηθούν οι ρωσικές δυνάμεις στο σημείο που βρίσκονταν πριν από την εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου. Ηδη, η έμφαση των ουκρανικών δυνάμεων έχει εστιαστεί στη Χερσώνα, ώστε να μπορέσει να σπάσει ο αποκλεισμός της χώρας από την Αζοφική Θάλασσα. Μία εκτίμηση που φαίνεται να κυριαρχεί στην ουκρανική πλευρά είναι ότι μία ευρεία αντεπίθεση θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί τον προσεχή Οκτώβριο, όταν θα έχει ολοκληρωθεί η παράδοση του αμερικανικού οπλισμού. Σε μία τέτοια περίπτωση, ο κίνδυνος κλιμάκωσης του πολέμου είναι ένα σενάριο καθόλου μακρινό.

Διαφωνίες στρατηγικής εντός των ΗΠΑ

Διχογνωμία φαίνεται όμως να υπάρχει και στα κέντρα αποφάσεων εντός των ΗΠΑ, όπως αναφέρουν έμπειροι παρατηρητές των εσωτερικών διεργασιών στη χώρα. Δεν είναι σαφές αν το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, το υπουργείο Εξωτερικών (που εμφανίζεται αποδυναμωμένο) και το Πεντάγωνο έχουν ακριβώς τις ίδιες προτεραιότητες. Οι παρατηρητές αυτοί ανέφεραν ότι αμερικανοί αξιωματούχοι προσπαθούν να πείσουν την ουκρανική πλευρά να διασφαλίσει περισσότερη συνοχή στις δυνάμεις του μετώπου, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, στο Κίεβο έχουν αρχίσει να επικρατούν φωνές που μιλούν για ολική αντεπίθεση για ανακατάληψη εδαφών. Μία τέτοια επιχείρηση όμως θα απαιτούσε να διατηρηθεί στο ίδιο επίπεδο η χορήγηση οπλισμού (και μάλιστα επιθετικής φύσεως). Οπως όμως αναρωτιούνται οι Μπέικερ και Σάντζερ, «πόσο μπορούν να κρατήσουν οι προμήθειες όπλων και πυρομαχικών χωρίς να υποβαθμιστεί η (αμυντική) ετοιμότητα των Ηνωμένων Πολιτειών;».

Υπάρχει δυνατότητα ανακατάληψης εδαφών;

Από την άλλη πλευρά, ουδείς μπορεί να εμφανιστεί ότι πιέζει την ουκρανική πλευρά να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να αποδεχθεί εκ των προτέρων μία φόρμουλα η οποία θα περιλαμβάνει και την απώλεια εδαφών με σκοπό τον τερματισμό του πολέμου. Αυτή η θέση ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο Πούτιν δεν εμφανίζεται διατεθειμένος ούτε καν να συζητήσει μια διαπραγμάτευση, αλλά έχει αφοσιωθεί στην ολοκλήρωση της κατάληψης του Ντονμπάς. Η κατάσταση μοιάζει με δίκοπο μαχαίρι, όπως την περιέγραψε πρόσφατα ο Αϊβο Ντάαλντερ, πρόεδρος του Συμβουλίου Παγκοσμίων Υποθέσεων του Σικάγο και πρώην μόνιμος αντιπρόσωπος των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ: είτε θα πρέπει η Ουάσιγκτον – κατά μείζονα λόγο – να συνεχίσει να υποστηρίζει στρατιωτικά την Ουκρανία, ώστε να διατηρείται ένα αιματηρό status quo με βαριές συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία, είτε «θα τραβήξει την πρίζα» και ουσιαστικά θα ανοίξει τον δρόμο για την επικράτηση της Μόσχας.

Το στρατηγικό αδιέξοδο και το «σενάριο Κορέας»

Στην πρώτη περίπτωση, δυτικός αξιωματούχος παραδεχόταν στο «Βήμα» ότι «είναι πιθανό να δούμε στην Ουκρανία ένα σενάριο Κορέας, δηλαδή έναν πόλεμο που από ένα σημείο και μετά θα λάβει χαρακτηριστικά σύρραξης χαμηλής έντασης (low intensity conflict) πριν οι δύο πλευρές φθάσουν σε μία εκεχειρία και χωρίς ενδεχομένως να υπάρξει επίσημο τέλος του πολέμου». Οπως έγραψε πρόσφατα σε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του στο «Foreign Affairs» ο Μπάρι Πόζεν, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΜΙΤ και ένας εκ των πλέον προβεβλημένων ακαδημαϊκών διεθνών σχέσεων στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, «στην παρούσα φάση, το πλέον πιθανό αποτέλεσμα έπειτα από μήνες ή και χρόνια πολέμου θα είναι ένα αδιέξοδο (stalemate), περίπου στις σημερινές γραμμές μάχης. Η Ουκρανία θα μπορεί να αποκρούει τις ρωσικές προωθήσεις χάρη στις οπλισμένες με υψηλό κίνητρο δυνάμεις της, τη χορήγηση δυτικής βοήθειας και τα τακτικά πλεονεκτήματα της άμυνας. Ωστόσο, η Ρωσία» προσθέτει, «διαθέτει μεγαλύτερο αριθμό στρατευμάτων και αυτό, σε συνδυασμό με τα δικά της τακτικά πλεονεκτήματα στην άμυνα, θα της επιτρέψει να αποκρούσει τις ουκρανικές αντεπιθέσεις για την ανατροπή των κερδών της». Ο Πόζεν απορρίπτει επίσης το σενάριο που διακινείται σε αρκετούς δυτικούς κύκλους ότι οι κυρώσεις – πεδίο στο οποίο η ΕΕ εξετάζει το ενδεχόμενο ενός έβδομου πακέτου – θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε εκ των έσω ανατροπή του Βλαντίμιρ Πούτιν.

Προς μια σύγκρουση τριβής

Τα αποθέματα όπλων δεν είναι ανεξάντλητα

Εμπειρος διπλωμάτης δυτικής χώρας σημείωνε στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη ότι ένα από τα ερωτήματα που ταλανίζουν τις δυτικές χώρες που προμηθεύουν με όπλα την Ουκρανία είναι αν υπάρχουν αρκετά αποθέματα σε περίπτωση που o πόλεμος τριβής (attrition war) παραταθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Με τις μάχες να είναι σκληρότατες και το ρωσικό πυροβολικό να σφυροκοπάει ανελέητα κατοικημένες και ακατοίκητες περιοχές, τα πυρομαχικά των ουκρανικών δυνάμεων εξαντλούνται με απίστευτα γρήγορο ρυθμό και η χώρα εξαρτάται πλήρως από το εξωτερικό. Αν οι Ουκρανοί επιδιώξουν να απαντήσουν σε ρυθμό «ένα προς ένα» στους Ρώσους, το αποτέλεσμα θα είναι μάλλον προδιαγεγραμμένο εναντίον τους. Ο ίδιος ο βρετανός υπουργός Αμυνας Μπεν Γουάλας παραδέχθηκε πρόσφατα ότι τα αποθέματα πυρομαχικών «είναι ανεπαρκή για τις απειλές που αντιμετωπίζουμε».

Η παραγωγή δεν επαρκεί…

Το πρόβλημα επιτείνεται από την ακόλουθη διαπίστωση: με τον σημερινό ρυθμό χρήσης πυρομαχικών, δεν είναι βέβαιο ότι η δυτική βοήθεια θα είναι αρκετή, καθώς η Δύση έχει πλέον μετακινηθεί από την κατασκευή παραδοσιακών βλημάτων πυροβολικού σε συστήματα υψηλής ακριβείας που είναι ασφαλώς ακριβότερα και δεν μπορούν εύκολα να εξαχθούν. Σε μία πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση του Αλεξ Βερσίνιν, απόστρατου αξιωματικού του αμερικανικού Στρατού Ξηράς, για τη βρετανική δεξαμενή σκέψης Royal United Services Institute (RUSI), καταγράφονται ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα – και ανησυχητικά – στατιστικά. Ισως το πλέον εντυπωσιακό στοιχείο είναι ότι αν η κατάσταση στο πεδίο συνεχιστεί ως έχει σήμερα, τότε η ετήσια παραγωγή πυρομαχικών πυροβολικού των ΗΠΑ θα έφθανε για να καλύψει τις ουκρανικές ανάγκες μόνο για δύο εβδομάδες!

Αυτή η δυσκολία παρατηρείται και με άλλα συστήματα. Οι Αμερικανοί έχουν ήδη στείλει 7.000 αντιαρματικούς πυραύλους Javelin στην Ουκρανία, δηλαδή το 1/3 των αποθεμάτων τους. Οι Ουκρανοί φέρονται, σύμφωνα με τον Βερσίνιν, να χρησιμοποιούν περίπου 500 Javelin ημερησίως. Η εταιρεία που παράγει τους πυραύλους αυτούς κατασκευάζει περί τους 2.100 ετησίως και θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να ανεβάσει αυτόν τον αριθμό στις 4.000. Για πόσο διάστημα όμως μπορούν να στέλνονται τόσο μεγάλοι αριθμοί στην Ουκρανία; Την ίδια στιγμή, οι Αμερικανοί έστειλαν περίπου το 1/4 των αποθεμάτων Stingers στην Ουκρανία. Σύμφωνα με τα στοιχεία του RUSI, η Μόσχα έχει χρησιμοποιήσει στην Ουκρανία τέσσερις φορές τον ετήσιο αριθμό πυραύλων που παράγουν οι ΗΠΑ! Και παράλληλα, υπάρχουν υλικοί πόροι που δεν είναι πια εύκολα διαθέσιμοι για την παραγωγή π.χ. πυραύλων Stinger.

Οι δυνατότητες της Μόσχας

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι παρά τα οικονομικά προβλήματα και τις κυρώσεις εις βάρος της, η Ρωσία παραμένει μία σημαντική στρατιωτική δύναμη, αν και όπως αποδείχθηκε στην πρώτη φάση του πολέμου, ο εκσυγχρονισμός των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων για τον οποίο μιλούσαν πολλοί δεν αντικατοπτρίστηκε στο πεδίο της μάχης. Σύμφωνα με τη βρετανική κυβέρνηση, οι Ρώσοι μετρούν ήδη 25.000 απώλειες, ενώ κατά τους Ουκρανούς ο αριθμός ξεπερνά τις 37.000, ενώ φέρονται να έχουν καταφύγει στη χρήση πεπαλαιωμένων συστημάτων, όπως τα άρματα Τ-62. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν οι ουκρανικές δυνάμεις μπορούν να αξιοποιήσουν σύγχρονα δυτικά όπλα, όπως τα HIMARS (πέραν των 12 που προσφέρουν οι Αμερικανοί, οι Βρετανοί θα δώσουν άλλα τέσσερα), για να πλήξουν την επιμελητεία των Ρώσων ή αν οι ελλείψεις π.χ. σε εκπαιδευμένο πεζικό και τεθωρακισμένα οχήματα λειτουργούν αποτρεπτικά στην ανάληψη επιθετικών επιχειρήσεων.

Η Ρωσία εξακολουθεί όμως να έχει τεράστια συναλλαγματικά αποθέματα από τις πωλήσεις ενεργειακών πόρων και το γεγονός ότι κράτη όπως η Κίνα, η Ινδία, η Τουρκία κ.ά. αποφεύγουν να έλθουν σε ρήξη μαζί της για να διατηρήσουν την πρόσβαση στους ενεργειακούς της πόρους τής προσφέρει περιθώρια ελιγμών. Την ίδια στιγμή, η Μόσχα προχωρεί σε στενότερο κρατικό έλεγχο επί του ιδιωτικού τομέα, στρεφόμενη σε ένα είδος «πολεμικής οικονομίας», καθώς νέοι νόμοι έχουν εισαχθεί στη Δούμα προς ψήφιση με σκοπό να ενισχυθούν η παραγωγή και η συντήρηση αμυντικών συστημάτων. Και όπως φάνηκε από την πρόσφατη αποκάλυψη του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου Τζέικ Σάλιβαν, η πιθανή αγορά drones από το Ιράν (και μάλιστα σε μεγάλους αριθμούς) καταδεικνύει ότι υπάρχουν κράτη πρόθυμα να βοηθήσουν τη Μόσχα έναντι των δυτικών – και ειδικότερα αμερικανικών – πιέσεων, ώστε να απαντήσει σε έναν τομέα που οι Ουκρανοί εμφανίζονταν να έχουν μία υπεροχή.