Ο Σίνκλερ Λιούις, γεννημένος σε μια μικρή πόλη των μεσοδυτικών Πολιτειών, υπήρξε από τους δημοφιλέστερους συγγραφείς των ΗΠΑ στις δεκαετίες του 1920 και 1930. Και μάλιστα ο πρώτος αμερικανός συγγραφέας που τιμήθηκε με το βραβείο Nομπέλ (1930). Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι κριτικοί στη μεγάλη τους πλειονότητα τον είχαν απορρίψει. Δεν ήταν ο μόνος. Στη δεκαετία του 1980 σχεδόν κανένας δεν συζητούσε πλέον για τους συγγραφείς που κατάγονταν από τις μεσοδυτικές Πολιτείες και υπήρξαν διάσημοι στον καιρό τους, όπως, λόγου χάρη, ο Εντγκαρ Λι Μάστερς, ο Καρλ Σάντμπεργκ και ο Βέιτσελ Λίντσεϊ. Ο μόνος (νεότερος αυτός ωστόσο) που εξακολουθούσε να θεωρείται από τους κορυφαίους της χώρας ήταν ο Σολ Μπέλοου από το Σικάγο.

Ψυχολογικός ρεαλισμός

Τα γούστα όμως αλλάζουν από εποχή σε εποχή. Το 2000 το μυθιστόρημα Μπάμπιτ (στα ελληνικά πλέον από τις εκδόσεις Λέμβος) του Σίνκλερ Λιούις – το οποίο συνέβαλε σημαντικά στη βράβευση του συγγραφέα του με το Νομπέλ – περιλήφθηκε στον κατάλογο με τα κορυφαία του 20ού αιώνα της Modern Library. Και αργότερα το Δεν γίνονται αυτά εδώ (εκδ. Καστανιώτη) θεωρήθηκε προφητικό σε σχέση με τα θυελλώδη γεγονότα που συνόδευσαν την ήττα του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές του 2020. Ο αναγνώστης αμερικανικών μυθιστορημάτων ο οποίος θέλει να διαβάσει έργα μυθοπλασίας ψυχολογικού ρεαλισμού που συνδυάζεται περίτεχνα με το σατιρικό στοιχείο δεν έχει παρά να καταφύγει στα σημαντικότερα έργα του Λιούις: εκτός από το Μπάμπιτ, και στο Δεν γίνονται αυτά εδώ, στο Μέιν Στριτ και στο Αροουσμιθ. Σε επίπεδο μυθοπλασίας δεν γράφτηκε τίποτε πειστικότερο για τον κομφορμισμό, τον αμοραλισμό και την κενότητα της νεοαναπτυσσόμενης αμερικανικής μεσαίας τάξης, όταν η χώρα έμπαινε θεαματικά μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στη βιομηχανική εποχή και στη θηριώδη ανάπτυξη των πόλεων. Γι’ αυτό κι ο Λιούις επιλέγει ως χώρο δράσης των μυθιστορημάτων του τις μεσοδυτικές Πολιτείες, την καρδιά, καθώς λέμε, της βιομηχανικής Αμερικής.

Στη φανταστική πόλη Ζενίθ

Sinclair Lewis – Μπάμπιτ

Μετάφραση Βασιλική Λογοθέτη-Παγοπούλου.

Εκδόσεις Λέμβος, 2022, σελ. 612, τιμή 21,20 ευρώ

Το Μπάμπιτ εκδόθηκε το 1922. Δεν είναι η σκιά του Αβραάμ Λίνκολν και τα ιδεώδη της δημοκρατίας που εκφράζει. Τώρα κυριαρχεί ο αγώνας για την επιτυχία με την απόκτηση υλικών αγαθών, για την εκμετάλλευση της γης που μεταμορφώνεται σε πόλεις γεμάτες ουρανοξύστες και αυτοκίνητα, η αδιαφορία, η μαζική ψυχολογία των ανθρώπων που δεν έχουν τη δική τους προσωπικότητα αλλά απλώς ακολουθούν το ρεύμα. Αυτή την κοινωνία κοροϊδεύει ο Λιούις, αλλά διαβάζοντάς τον ο αναγνώστης αναρωτιέται: μήπως δεν κοροϊδεύει την κοινωνία αλλά εμάς τους αναγνώστες; Για τούτο και έχει επιλέξει ως κεντρικό ήρωα έναν μεγαλομεσίτη ακινήτων, τον Τζορτζ Μπάμπιτ, και χώρο δράσης μια φανταστική πόλη, τη Ζενίθ, που, καθώς είχε πει ο ίδιος, θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε πόλη των μεσοδυτικών Πολιτειών.

Ο Μπάμπιτ παρουσιάζεται ως καλός οικογενειάρχης, φροντίζει το σπίτι του, τη γυναίκα, τον γιο του και τις δύο κόρες του, ζει στην ωραιότερη συνοικία της Ζενίθ και είναι μέλος του Εμπορικού Επιμελητηρίου, της Αθλητικής Λέσχης και άλλων συναφών ιδρυμάτων. Ο οικογενειακός του βίος είναι παράλληλος με τον, ας πούμε, κοινωνικό αντίστοιχο. Θα πρέπει να είναι οικογενειακό πρότυπο και για να επιτύχει επαγγελματικά δεν χρειάζονται ιδιαίτερες ικανότητες – αρκεί η στοιχειώδης ευφυΐα να ακολουθεί το ρεύμα. Το «μυστικό» λοιπόν είναι «να γίνονται οι δουλειές». Ο Μπάμπιτ όμως αναφέρεται στην επιχειρηματική ηθική χωρίς να γνωρίζει ποια είναι. Η μόρφωση και η εκπαίδευση δεν συνιστούν αξίες αλλά προστίθενται στο κοινωνικό προφίλ. Παρουσιάζεται θρησκευόμενος, όμως στη Ζενίθ, όπως και στην προσωπική ζωή, τη δική του και των ομοίων του, ο Θεός είναι στην ουσία απών. Η θρησκεία αποτελεί κοινωνική πρόφαση, ένας τρόπος να κοροϊδεύουμε τον κόσμο και άλλοθι για την άγνοια και την αδιαφορία μας σε ό,τι δεν περιλαμβάνεται στην απόκτηση υλικών αγαθών – και μόνον.

Ας μην παρασυρθεί κανείς και σκεφτεί αμέσως το παλαιό δόγμα του Μαρξ ότι «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού». Η ελευθερία, όπως και η δημοκρατία, για τον Λιούις, είναι πρωτίστως ζήτημα ατομικής ολοκλήρωσης. Αυτό, σε σχέση με τα όσα ακολούθησαν αργότερα, δηλαδή την οικονομική κρίση και το χρηματιστηριακό κραχ του 1929, έχει μεγάλη σημασία. Ετσι προέκυψε το New Deal που έθεσε σε εφαρμογή ένας τεράστιος πρόεδρος, ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ, βγάζοντας τις ΗΠΑ από την κρίση.

Ενας τέτοιος ήρωας, αν ήταν μόνον αυτό, θα παρουσιαζόταν σαν καρικατούρα, αλλά ο πρωταγωνιστής του Λιούις δεν είναι σχηματικός. Κάποια στιγμή συνειδητοποιεί ότι ζει μια ζωή χωρίς περιεχόμενο – και το περιεχόμενό της, δυστυχώς, του είναι άγνωστο. Αρχίζει να ενδιαφέρεται για την άλλη κοινωνία, των μικροαστών και των εργατών, που δυσκολεύεται να την καταλάβει. Δεν θέλει να αρνηθεί αυτό που είναι, αλλά να το συμπληρώσει μ’ εκείνο που του λείπει. Και πρώτα-πρώτα στο καθαρά αισθηματικό επίπεδο. Ο καλός, αλλά συναισθηματικά ανώριμος σύζυγος Μπάμπιτ, που ως τώρα «δεν είχε κοιτάξει άλλη γυναίκα», θα αποκτήσει ερωμένη. Και θα βασανίζεται από τύψεις για την απιστία του κι από τον φόβο μήπως την ανακαλύψει η γυναίκα του.

Ειρωνεία και συμπάθεια

Ο Λιούις δεν φέρεται άσπλαχνα στον κεντρικό του ήρωα. Η ειρωνεία του ανάγεται κυρίως στο κοινωνικό επίπεδο, σε σημείο που κάποιοι να τον κατηγορήσουν πως είναι περισσότερο κοινωνιολόγος παρά συγγραφέας, παρασυρμένοι από το ότι πριν από τη γραφή του κάθε μυθιστορήματός του είχε πραγματοποιήσει επίπονη έρευνα. Ο Λιούις ακολουθεί την παράδοση του ευρωπαϊκού ρεαλισμού του 19ου αιώνα προσαρμόζοντάς την στα αμερικανικά δεδομένα. Που σημαίνει ότι η εποχή παίζει τον πρωτεύοντα ρόλο. Αυτή γεννά τον περίγυρο και ο περίγυρος διαμορφώνει τους ανθρώπους, οι οποίοι ωστόσο δεν της υποτάσσονται απολύτως αλλά, όπως ο Μπάμπιτ, αντιδρούν, έστω και σπασμωδικά – άρα, ό,τι κι αν χρειαστεί, μπορούν αυτόν τον περίγυρο να τον αλλάξουν. Η ατελής μεταμόρφωση του Μπάμπιτ είναι πικρή, αλλά στο τέλος προκύπτει μια συγκρατημένη αισιοδοξία. Ο γιος του θα ακολουθήσει τον δικό του δρόμο ξεφεύγοντας από τα στεγανά και τον κυρίαρχο κομφορμισμό. Εχει περάσει ένας αιώνας από τότε που κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα αυτό. Οι εποχές δεν επαναλαμβάνονται, όμως αφήνουν το αποτύπωμά τους. Κι αυτό είναι εμφανέστατο στη λογοτεχνία πρώτης γραμμής, όπου ανήκει και το Μπάμπιτ.