Εκατό χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, με τις εικόνες των ελλήνων προσφύγων της περιόδου να αποτελούν τον αναπόφευκτο συνειρμό που φέρνει στο μυαλό ο νέος πόλεμος στη γεωγραφική «γειτονιά» μας.

Παράλληλα, το προσφυγικό ζήτημα που δημιούργησε η Μικρασιατική Καταστροφή παραμένει επίκαιρο και στους καιρούς μας, με τις οικονοµικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις που προκαλούν διαρκώς κύµατα προσφύγων προς την Ελλάδα αλλά και την ευρύτερη γεωγραφική περιοχή και αντιστοίχως τους προβληματισμούς για την αποκατάσταση και ενσωµάτωσή τους στις κοινωνίες που φτάνουν.

Μια μεγάλη ιστορική έρευνα που αφορά την είσοδο των ελλήνων προσφύγων της περιόδου του 1922 στην Ελλάδα αλλά και τον ανοσολογικό τους «χάρτη», με αφορμή ακριβώς τη συμπλήρωση των 100 ετών από τη Μικρασιατική Καταστροφή, έκανε για το Εργαστήριο Ιστορίας της Ιατρικής και Ιατρικής Ηθικής της Ιατρικής Σχολής Αθηνών ο ιστορικός, διδάκτορας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Σπύρος Μιχαλέας, ο οποίος ερεύνησε ως σήμερα τις διαδρομές περισσοτέρων από 50.000 ατόμων κατά τα έτη 1923-1940.

Τα εγκαίνια του Γενικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης «Ο Αγιος Δημήτριος» με την παρουσία του στρατού (1904).

Η έρευνα έγινε υπό την επίβλεψη της καθηγήτριας Επιστημολογίας, Ιστορίας και Ηθικής της Ιατρικής Μαριάννας Καραμάνου, με επιστημονικά υπεύθυνο τον ίδιο αλλά και τη συμμετοχή μιας πλειάδας συνεργατών του Εργαστηρίου. Στη διάρκεια της τιτάνιας αυτής έρευνας δε συλλέχθηκαν τα Μητρώα Ασθενών από το Προσφυγικό Νοσοκομείο Βέροιας (1926-1940) και από το Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ο Αγιος Δημήτριος» (1923-1940).

 

Οι αντίξοες συνθήκες και οι ασθένειες

Οι εικόνες αλλά και τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στα Μητρώα αυτά είναι πραγματικά συγκλονιστικά, περιγράφουν  λεπτομερώς τα ονόματα των προσφύγων της περιόδου, την ηλικία τους, τον τόπο προέλευσης και διαμονής, το επάγγελμά τους, την οικογενειακή τους κατάσταση, τη διάγνωση με την οποία εισήχθησαν στο νοσοκομείο, καθώς και πιθανές παρατηρήσεις. Στην πραγματικότητα αποτελούν έτσι έναν ανθρωπογεωγραφικό «χάρτη» της περιόδου στην Ελλάδα.

«Στο ανωτέρω πρωτογενές υλικό είναι καταγεγραμμένοι περίπου 150.000 ασθενείς» λέει ο ίδιος ο κ. Μιχαλέας παρουσιάζοντας την έρευνά του στο «Βήμα». «Μέχρι σήμερα και χάρη στην εθελοντική προσπάθεια προπτυχιακών και μεταπτυχιακών φοιτητών του Πανεπιστημίου Αθηνών έχει αποδελτιωθεί μόλις το 1/3 των καταχωρίσεων. Η δημοσιοποίηση των ευρημάτων της μελέτης σε περιοδικά υψηλού κύρους του εξωτερικού και η θερμή αποδοχή από την ακαδημαϊκή κοινότητα είναι μερικοί από τους λόγους για τους οποίους συνεχίζουμε με ζήλο τη συγκεκριμένη προσπάθεια» αναφέρει.

Γιατί όμως είναι τόσο σημαντικά τα Μητρώα Ασθενών; Ο κ. Μιχαλέας αναφέρει ότι με την εξέταση των υγειονομικών χαρακτηριστικών των προσφύγων φωτίζεται πληρέστερα η πολιτική περιθάλψεως που παρείχε το ελληνικό κράτος κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. «Επίσης, η μελέτη του νοσολογικού φάσματος παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι κατοπτρίζει τις αντίξοες συνθήκες που κλήθηκε να αντιμετωπίσει αυτή η ετερογενής ομάδα κατά την ένταξή της στον ελλαδικό χώρο, οι οποίες σχετίζονταν με τον χώρο εγκατάστασής τους και την επιρροή που είχε στην υγεία τους, με τον τρόπο αντιμετώπισής τους ως μελών της τοπικής κοινωνίας και με την ευπάθεια που είχαν αποκτήσει λόγω των δυσκολιών της προσφυγικής τους διαδρομής».

Το εξώφυλλο του Μητρώου Ασθενών του Γενικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης «Ο Αγιος Δημήτριος» (1923-1925).

Και εξηγεί ότι μελετώντας το αρχειακό υλικό, παρατηρούμε ποικίλες ασθένειες οι οποίες μάστιζαν τον προσφυγικό πληθυσμό. Αξιο αναφοράς είναι το γεγονός πως τα ίδια νοσήματα συνεχίζουν να πλήττουν με λιγότερα κρούσματα τον ελληνικό πληθυσμό, έναν αιώνα μετά. Συγκεκριμένα, η ελονοσία, η πνευμονία, η δυσεντερία, η φυματίωση, τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα – για να αναφερθούμε ενδεικτικά σε κάποιες ασθένειες – καταγράφονται ακόμη και σήμερα στην ελληνική ιατρική βιβλιογραφία.

Ωστόσο, ο πλούτος των νοσοκομειακών αρχείων δεν περιορίζεται μόνο στην εξαγωγή ιατρικών επιστημονικών δεδομένων αλλά μελετά και ποικίλα κοινωνικά ζητήματα. Τα υψηλά ποσοστά βρεφικής και παιδικής θνησιμότητας επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι αρκετά προσφυγόπουλα ήταν ορφανά ή ασυνόδευτοι ανήλικοι σύμφωνα και με την ορολογία της εποχής. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την πρόωρη και «βίαιη» ενηλικίωση με ψυχικό τραυματισμό τόσο των παιδιών όσο και των εφήβων από τις βαναυσότητες του πολέμου και την προσφυγιά. Η παιδική εργασία στους πληθυσμούς των προσφύγων ήταν μάλλον εκτεταμένη και αποτελεί ένα σημαντικό θέμα που πρέπει να απασχολήσει μελλοντικές διεπιστημονικές έρευνες. Τέλος, οι άθλιες συνθήκες εργασίας αύξαναν τη συχνότητα εμφάνισης ασθενειών, όπως η φυματίωση και η ελονοσία.

Η Μικρασιατική Καταστροφή

Η τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής, λέει ο κ. Μιχαλέας, δικαιολογημένα θεωρείται από τους ιστορικούς ως η μεγαλύτερη καταστροφή για τον Ελληνισμό, μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453.

Στα τέλη Αυγούστου του 1922 ο τουρκικός στρατός και πλήθος ατάκτων εισέβαλαν στη Σμύρνη, δολοφονώντας και λεηλατώντας. Σε λίγες ημέρες η πολυεθνική, ακμάζουσα πόλη με το πολυπληθές και δυναμικό ελληνικό στοιχείο ήταν πια παρελθόν. Σύμφωνα με την ανακωχή των Μουδανιών τον Σεπτέμβριο του 1922, δόθηκε προθεσμία ενός μηνός στους κατοίκους της Ανατολικής Θράκης να εγκαταλείψουν την περιοχή. Χιλιάδες πρόσφυγες έφθαναν καθημερινά στην Ελλάδα από τα λιμάνια της Σμύρνης, του Τσεσμέ, το Αϊβαλί, της Πανόρμου, της Αρτάκης, των Μουδανιών, της Κίου, του Δικελίου, της Σαμψούντας, της Κερασούντας, της Κωνσταντινούπολης κ.ά. Υπολογίζεται πως μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου του 1922 είχαν μεταφερθεί ακτοπλοϊκώς περίπου 890.000 άτομα από τη Θράκη, τον Πόντο και την Ανατολία στην Ελλάδα και τα νησιά.

«Η ανθρωπιστική κρίση που σημειώθηκε χαρακτηρίζεται ως μία από τις δυσμενέστερες του 20ού αιώνα» αναφέρει ο κ. Μιχαλέας μιλώντας στο «Βήμα». «Το ηττημένο και αποδιοργανωμένο ελληνικό κράτος κλήθηκε να υποδεχθεί, να υποστηρίξει και να περιθάλψει τους πρόσφυγες εν μέσω βαθιάς και μακράς πολιτικής και οικονομικής κρίσης. Οι ελληνικοί πληθυσμοί της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης αναγκάζονται να καταφύγουν στην Ελλάδα ενώ τη μετακίνησή τους επισφραγίζει η Σύμβαση της Λωζάννης στις 30 Ιανουαρίου 1923 σχετικά με την ανταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών. Ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της ανταλλαγής εφαρμόστηκε επίσημα με τη Συνθήκη της Λωζάννης στις 24 Ιουλίου 1923 με την οποία και προβλεπόταν η υποχρεωτική ανταλλαγή μεταξύ των ελλήνων ορθοδόξων κατοίκων της Τουρκίας και των μουσουλμάνων κατοίκων της Ελλάδας. Εξαιρέθηκαν οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης και οι έλληνες ορθόδοξοι της Κωνσταντινούπολης, της Τενέδου και της Ιμβρου».

Μητρώο Ασθενών του Γενικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης «Ο Αγιος Δημήτριος». 

Μετά την έλευση στην Ελλάδα

Με την αποκατάσταση των προσφύγων ασχολήθηκε αρχικά το υπουργείο Περιθάλψεως – διηγείται -, το Ανώτατο Τεχνικό Συμβούλιο επί της Περιθάλψεως και το Πατριωτικό Ιδρυμα Περιθάλψεως. Στη συνέχεια ανέλαβε το δύσκολο αυτό έργο το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων, το οποίο ιδρύθηκε με το Νομοθετικό Διάταγμα «Περί συστάσεως Ταμείου Περιθάλψεως Προσφύγων» από τους Επαμεινώνδα Χαρίλαο και Στέφανο Δέλτα στις 3 Νοεμβρίου 1922 και λειτούργησε έως τον Μάιο του 1925. Το Ταμείο ήταν υπεύθυνο για την κατασκευή των προσφυγικών οικιών και την απογραφή του πληθυσμού. Παράλληλα, η βοήθεια πολυάριθμων ξένων φιλανθρωπικών οργανώσεων απέβη σωτήρια.

Το δαιδαλώδες έργο της κυβέρνησης στήριξαν ποικίλοι φορείς, όπως ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός, η Union de Secours aux Enfants, η American Bible Society, η American Women’s Hospitals, o Σουηδικός Ερυθρός Σταυρός και ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός. Παρ’ όλο όμως που οι ανωτέρω φορείς βοήθησαν αρκετά τον κρατικό μηχανισμό, λέει ο ίδιος, η ελληνική κυβέρνηση αδυνατούσε να αντιμετωπίσει μόνη της την ένταξη των προσφύγων. Στις αρχές του 1923, η ελληνική κυβέρνηση στράφηκε σε διεθνείς οργανισμούς για οικονομική στήριξη. Ετσι, με πρωτοβουλία της τελευταίας και ύστερα από ενδελεχή έλεγχο των οικονομικών της Ελλάδας, στις 29 Σεπτεμβρίου του 1923 με το πρωτόκολλο της Γενεύης ιδρύθηκε ένας αυτόνομος υπερεθνικός οργανισμός με πλήρη νομική υπόσταση υπό την εποπτεία της Κοινωνίας των Εθνών.

Η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων συστήνεται στις 11 Νοεμβρίου του 1923 με έδρα αρχικά τη Θεσσαλονίκη και αργότερα την Αθήνα. Βασικός στόχος της ήταν η ένταξη των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία. Η αποκατάσταση των προσφύγων κινήθηκε σε δύο πλαίσια: στην αγροτική (ιδίως στη Μακεδονία και στη Θράκη) και στην αστική αποκατάσταση. Μετά τη διάλυση της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (1930) η αγροτική αποκατάσταση πέρασε στην αρμοδιότητα του υπουργείου Γεωργίας και η αστική στο υπουργείο Υγιεινής (πρώην υπουργείο Περιθάλψεως).

«Το υπουργείο Περιθάλψεως χρησιμοποίησε τα ελάχιστα νοσοκομεία που διέθετε σε όλη τη χώρα για να μπορέσει να αντεπεξέλθει στις ασθένειες που μάστιζαν τους ταλαιπωρημένους πρόσφυγες» συνεχίζει. «Χαρακτηριστικό της εποχής ήταν πως μέχρι τα τέλη του 1919 στη χώρα λειτουργούσαν μόλις 4.500 νοσηλευτικές κλίνες σε 55 νοσοκομεία. Οι ανάγκες για την αντιμετώπιση ποικίλων ασθενειών μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή αυξάνονταν και η ίδρυση προσφυγικών νοσοκομείων κρίθηκε ζωτικής σημασίας. Σε σύντομο χρονικό διάστημα λειτούργησαν στην Ελλάδα 35 προσφυγικά νοσοκομεία με 2.638 κλίνες εκ των οποίων τα 18 βρίσκονταν στη Μακεδονία».

Το Προσφυγικό Νοσοκομείο Βέροιας

Το Προσφυγικό Νοσοκομείο Βέροιας

Οπως αναφέρεται στην έρευνα που έγινε από το Εργαστήριο της Ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, το 1924 ιδρύεται το Γενικό Νοσοκομείο Βεροίας με την ονομασία «Νοσοκομείο Προσφύγων Βεροίας» από τον τότε δήμαρχο Ιωάννη Μάρκου. Σύμφωνα με τα Πρακτικά Συνεδριάσεων της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Κυριών Βέροιας για τη σύστασή του χρησιμοποιήθηκαν οι κλίνες και το νοσοκομειακό υλικό της Αδελφότητος η οποία στήριξε σημαντικά τη σύσταση και τη λειτουργία του. Το Νοσοκομείο διέθετε 45 κλίνες και στεγαζόταν σε ένα διώροφο οίκημα της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδας στην οδό 16ης Οκτωβρίου 12. Πρώτος διευθυντής του νοσοκομείου ήταν ο ιατρός Σταύρος Μουράτογλου, με βοηθό νοσοκόμο τον Βόρι Γκριζανόφσκι, πρόσφυγα από τη Ρωσία. Μερικές πόλεις και χωριά προέλευσης του νοσηλευόμενου πληθυσμού σύμφωνα με τα Μητρώα Ασθενών ήταν: Αϊβαλί, Πέργαμος, Αδά Παζάρ, Ακτσε Σεχίρ, Νικομήδεια, Προύσα, Τσανάκαλε, Αϊδίνιο, Σαμψούντα, Κερασούντα και Σμύρνη.

Η ανάλυση των Μητρώων Ασθενών έδειξε πως η συχνότερη νόσος ήταν η ελονοσία, ακολουθούμενη από τις λοιμώξεις κατώτερου αναπνευστικού και τις λοιμώξεις πεπτικού. Η συσχέτιση με το υψόμετρο επιβεβαιώνει τον επιβαρυντικό ρόλο των ελών της περιοχής πριν από την αποξήρανση της λίμνης των Γιαννιτσών από την «Foundation Company of New York». Την ελονοσία κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν ο Σύλλογος προς Περιστολή των Ελωδών Νοσημάτων, η Επιτροπή Ανθελονοσιακού Αγώνα και το υπουργείο Περιθάλψεως.

«Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι οι εισαγωγές λόγω των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων» λέει ο κ. Μιχαλέας, «τα οποία αντικατοπτρίζουν τις δυσμενείς κοινωνικοοικονομικές και υγειονομικές συνθήκες που αντιμετώπισαν οι έλληνες πρόσφυγες μετά την άφιξή τους στην Ελλάδα, αλλά και τις τραυματικές εμπειρίες που βίωσαν κατά τη διάρκεια του προσφυγικού τους ξενιτεμού. Τα νοσήματα αυτά θεωρούνταν ένα σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Η επιστημονική κοινότητα προσπαθούσε να τα περιορίσει, ωστόσο δεν υπήρχαν αποτελεσματικές θεραπείες. Ο νόμος 3032/1922 υπήρξε καθοριστικός για την προσπάθεια της χώρας κατά των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων».

 

Το Γενικό Νοσοκομείο «Ο Αγιος Δημήτριος»

Ηδη από την απελευθέρωση της πόλης (26 Οκτωβρίου 1912) η Θεσσαλονίκη δέχτηκε μεγάλο κύμα προσφύγων από τη Σερβία, τη Ρωσία, τον Καύκασο, τη Βουλγαρία και τη Μικρά Ασία, αναφέρεται στην έρευνα του κ. Μιχαλέα. «Σύμφωνα με την απογραφή του 1913, η πόλη αριθμούσε περίπου 157.000 κατοίκους. Τους πρώτους μήνες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή (Αύγουστος 1922 – Μάιος 1923) κατέφθασαν στην πόλη περίπου 117.000 πρόσφυγες από τη Θράκη και τη Μικρά Ασία. Η απότομη αύξηση του πληθυσμού είχε ως αποτέλεσμα την ανατροπή της ισορροπίας ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση. Ο κίνδυνος της λιμοκτονίας ήταν πλέον ορατός. Μεταφέρονταν στο λιμάνι της πόλης στοιβαγμένοι στα πλοία δίχως την παροχή υγειονομικής περίθαλψης» λέει ο ίδιος.

«Η περιοχή που χτίστηκε το νοσοκομείο ανήκε στην Ελληνική Κοινότητα για την ταφή των νεκρών και είχε παραχωρηθεί το 1871 στη Φιλόπτωχο Αδελφότητα Κυρίων. Η οικοδόμηση του κτιρίου ξεκίνησε μεταξύ των ετών 1902-1903. Στις 19 Αυγούστου 1904, με πρωτοβουλία του Δημάρχου Χουλουσή Μπέη, σε μια έκταση 54 στρεμμάτων (54.063,46 m2) ανάμεσα στο νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας και του Αγιάσματος του Αποστόλου Παύλου εγκαινιάστηκε το Νοσοκομείο Gureba Hastahanesi. Δευτερευόντως, σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, το νοσοκομείο χτίστηκε γύρω στα 1850. Πήρε αυτό το όνομα» εξηγεί, «διότι κατά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του περιέθαλπε άπορους ξένους». «Η τοπική κοινότητα αντέδρασε στην επιλογή της τοποθεσίας διότι χρησιμοποιείτο για τη συντήρηση νεκροταφείων. Υγειονομικός επιβλέπων ήταν ο Μωύς Μισραχή και αρχιτέκτονας ο Ξενοφών Παιονίδης. Στη συνέχεια – ως Δημοτικό Νοσοκομείο (Belediye) – μετονομάστηκε σε Χαμιντιέ (Hamidiye) προς τιμήν του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β΄. Πρώτη αιτία εισαγωγής στο νοσοκομείο ήταν η ελονοσία και ακολουθούσαν η φυματίωση, οι τραυματισμοί και τα κατάγματα, οι πνευμονίες και οι λοιμώξεις πεπτικού».

Η αξία των μητρώων

«Η διατήρηση των ιατρικών αρχείων για την παροχή καλύτερων υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης θεωρείται ζωτικής σημασίας για ένα κράτος» λέει ο κ. Μιχαλέας συμπερασματικά. «Τα Μητρώα Ασθενών περιέχουν όλα τα απαραίτητα δεδομένα τα οποία χρησιμεύουν αρχικά στην ταυτοποίηση των νόσων και σε δεύτερο επίπεδο στην ανασυγκρότηση της ιστορίας της ιατρικής και στην κατανόηση των αντιλήψεων του κοινωνικού σώματος για την αρρώστια.

Το ζήτηµα των ασθενειών των προσφύγων έχει επανέλθει στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια µε τις µετακινήσεις πληθυσµών που σηµειώνονται προς την Ελλάδα. Σύµφωνα µε το Ελληνικό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσηµάτων (νυν Εθνικός Οργανισµός ∆ηµόσιας Υγείας), αν και η Ελλάδα είχε χαρακτηριστεί “ελεύθερη από ελονοσία” το 1974, οι σηµερινές µετακινήσεις πληθυσµών επανέφεραν την ελονοσία στο προσκήνιο της δηµόσιας υγείας. Η μελέτη των Μητρώων Ασθενών μπορεί να οδηγήσει σε σωτήρια συμπεράσματα που αφορούν σε θέματα υγειονομικής πρόληψης, καθώς γίνεται αντιληπτό ότι μία υψηλού επιπέδου υγειονομική εποπτεία του πληθυσμού κάθε χώρας μπορεί να συμβάλει στην πρόληψη επανέξαρσης παρόμοιων νοσημάτων κατά την υποδοχή προσφυγικών ροών».