«Ολοι θέλουν
να αλλάξουν τον κόσμο.

Κανείς δεν θέλει
να αλλάξει ο ίδιος».

Λέων Τολστόι

«Οταν δύο άνθρωποι», έγραφε αιώνες πριν ο Τόμας Χομπς, «επιθυμήσουν το ίδιο πράγμα, ενώ δεν είναι δυνατόν να το απολαύσουν και οι δύο, γίνονται εχθροί και στην επιδίωξη αυτού του σκοπού ο καθένας προσπαθεί να καταστρέψει ή να υποτάξει τον άλλον». Κάτι παρόμοιο πρέπει να συμβαίνει και στο καθεστώς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Και σε αυτήν καλούνται να εξισορροπηθούν κυρίως δύο αντίθετες δυνάμεις: εκείνη της αιρετής εξουσίας που καλείται να εκφράσει τη βούληση τουλάχιστον των περισσοτέρων, και απέναντί της η κοινωνία, βαθύτατα κατατετμημένη να διεκδικεί χωρίς να είναι ευκρινής η συνισταμένη της συλλογικής βούλησης. Ανάλογα δε με την ισχύ της κάθε τάσης, το σημείο ισορροπίας κινείται είτε προς την πλευρά της κυριαρχίας του κράτους, οπότε έχουμε τον δεσποτισμό, φωτεινό ή σκοτεινό, είτε προς την πλευρά της κοινωνίας, οπότε έχουμε ή την επιτάχυνση των εξελίξεων, άλλοτε θετική και άλλοτε απρόβλεπτη, ή και το χάος της αναρχίας. Οπότε, κατά τον Τόμας Χομπς, ο κόσμος καταλήγει να είναι «ο πόλεμος όλων εναντίον όλων» (bellum omnium contra omnes).

Το φαινόμενο της σύγκρουσης των δύο πόλων διαπιστώθηκε ήδη από την ελληνική αρχαιότητα, όταν για πρώτη φορά καθιερώθηκε η λεγόμενη άμεση δημοκρατία. Ο Σόλων, και όχι μόνο, γρήγορα κατανόησε ότι από την ισορροπία των δύο αντιτιθέμενων πόλων εξαρτάται τόσο η ελευθερία του ατόμου όσο και η ικανότητα της εξουσίας να ικανοποιεί τα αιτήματα των πολιτών και να προλαβαίνει τις κοινωνικές διενέξεις ή και συγκρούσεις. Και επιχείρησε να κατοχυρώσει θεσμικά πλέον την ισορροπία τους. Σε ένα διασωζόμενο σπάραγμα ο ίδιος σημείωνε: «…στάθηκα ανάμεσα στους δύο (πόλους) σαν δυνατή ασπίδα, δεν άφησα να επικρατήσει με άδικο τρόπο ούτε ο ένας ούτε ο άλλος». Ετσι γεννήθηκε η πρώτη δημοκρατία στην Ελλάδα, κατά την οποία οι άρχοντες αντλούν την ύπαρξή τους ως αιρετοί απευθείας από τους πολίτες, λογοδοτούν σε αυτούς, αλλά για να ξεπερνούν τις δυσκολίες των συναινέσεων και να επιτευχθεί κυβερνησιμότητα καθιερώνουν την αρχή της πλειοψηφίας.

Η αρχή της πλειοψηφίας έλυσε κυρίως το πρόβλημα της κυβερνησιμότητας, καθώς και εκείνο των δύσκολων συναινέσεων, δεν τα έλυσε όμως όλα. Ο Αριστοτέλης, μάλιστα, επεσήμανε από την αρχή τον «προβληματικό» χαρακτήρα της αρχής της πλειοψηφίας. «Επειδή», έλεγε, «το δημοκρατικό δίκαιο εκφράζει την αριθμητική ισότητα και όχι την αξιοκρατική/αναλογική, και εφόσον αυτή είναι η αποδεκτή ορθή αρχή της δικαιοσύνης, αναγκαστικά προκύπτει να είναι το πλήθος η κυρίαρχη δύναμη του πολιτεύματος και οι αποφάσεις της πλειοψηφίας να είναι και ο σκοπός και το δίκαιον». Το ίδιο πρόβλημα και αρκετά οξύτερο εμφανίζεται δύο και πλέον χιλιάδες χρόνια αργότερα, με την καθιέρωση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Ενας από τους συντάκτες του πρώτου Συντάγματος των ΗΠΑ, ο Τζέιμς Μάντισον, και πάλι σχετικά με την ανάγκη ισορροπίας των δύο πόλων, έλεγε: «Η μεγάλη δυσκολία (της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας πλέον) έγκειται στο εξής: αρχικά πρέπει να επιτρέψουμε στην κυβέρνηση να ελέγχει τους κυβερνωμένους και μετά να την υποχρεώσουμε να αυτοελεγχθεί».

Το «να αυτοελεγχθεί» είναι εύκολο να το εξαγγέλλει κανείς, είναι πολύ δύσκολο να το τηρεί. Με την αρχή της πλειοψηφίας διευκολύνεται η λειτουργία του κράτους, δεν καλύπτεται πάντα ούτε η δυσεπίτευκτη αρχή της δικαιοσύνης ούτε εκείνη του εφικτού. Οι αναγκαιότητες αυτές παραμένουν πάντοτε, και ευτυχώς, οι καθορίζουσες το σημείο ισορροπίας των δύο πόλων. Και τούτο γιατί ενώ τάξη μπορεί να υπάρξει χωρίς ατομική ελευθερία, ελευθερία χωρίς τάξη δεν μπορεί να υπάρξει. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία για να υπάρξει οφείλει να εξισορροπεί την Ελευθερία με την Τάξη. Ητοι το δικαίωμα με την υποχρέωση και εν τέλει το Ατομο με την Ομάδα. Δηλαδή την εξουσία με την υπεξουσία. Και να γίνει ο εγγυητής για την τήρηση της ισορροπίας με την καθιέρωση ενός «υπερ-Νόμου», όπως το Σύνταγμα, αλλά κ α ι από τον πατριωτισμό των πολιτών, «που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία» (άρθρο 120 ελλ. Συντάγματος).

Στη δημοκρατία συνεπώς, η όποια επιλογή της εξουσίας, για να είναι λειτουργική και βιώσιμη, πρέπει ταυτόχρονα να είναι δίκαιη, ώστε να ικανοποιεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα, αλλά και πραγματοποιήσιμη, ώστε να είναι βιώσιμη. Η ακριβής όμως ανάγνωση του εφικτού ούτε εύκολη είναι ούτε ευχάριστα αποδεκτή γίνεται. «Στον διάβολο η αλήθεια» φωνάζει οργισμένος ένας ήρωας του Ευγένιου Ο’ Νιλ. «Οπως αποδείχνει η Ιστορία, η αλήθεια δεν ωφέλησε ποτέ σε τίποτα. Μόνο το ψέμα του ονείρου δίνει ζωή στο καταραμένο μας τρελόσογο, μεθυσμένο ή ξεμέθυστο». Και λίγο παρακάτω ο ίδιος ήρωας: «Οι άνθρωποι δεν θέλουν να σωθούν από μόνοι τους, γιατί αυτό θα σήμαινε πως πρέπει να απαρνηθούν την απληστία τους, και δεν έχουν καμιά διάθεση να πληρώσουν τέτοιο αντίτιμο για την ελευθερία». Οταν όμως η επαληθευσιμότητα και η διαψευσιμότητα καθορίζονται από το πολιτικό κόστος, και σε καθεστώς πόλωσης ο κριτικός λόγος κρατάει στο χέρι θυμιατό ή ρόπαλο, τότε τόσο το δίκαιο όσο και η πραγματικότητα υποτάσσονται στο επιχείρημα της πυγμής, όπως θα έλεγε ο Ευ. Παπανούτσος, αντί της πυγμής του επιχειρήματος.

Πεποιθήσεις σε μια κατατετμημένη κοινωνία υπάρχουν άπειρες. Αν όμως δεν ήταν σταθερή η αξίωση της μιας και μοναδικής αλήθειας. τότε ο διάλογος μεταξύ των δύο πόλων θα καθίστατο περιττός. Η δημοκρατία όμως είναι η ίδια και πάλι που μας παρέχει γενναιόδωρα το δικαίωμα, αλλά και την υποχρέωση, να μην καταφεύγουμε – πολιτικοί και πολίτες – στο άστεγο καταφύγιο του «ξυπνητού» ονείρου, όπως είναι οι μύθοι. Αντίθετα, απαιτεί όπως από κοινού αντιμετωπίζουμε τα κοινά και με βάση όχι μόνο την αρχή της πλειοψηφίας αλλά και εκείνη του δικαίου, αλλά και του εφικτού. Μόνο έτσι θα εμποδίζουμε την αμείλικτη και ανεξέλεγκτη πραγματικότητα να αποφασίζει εκείνη για εμάς, αλλά χωρίς εμάς.

Ο κ. Αχιλλέας Λεοντάρης είναι εκπαιδευτικός.