Η κλιματική αλλαγή εξακολουθεί να αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση, η οποία επηρεάζει σημαντικά και τις οικονομίες των χωρών. Ενα από τα βασικά εργαλεία για την επίτευξη της μετάβασης προς μια βιώσιμη ανάπτυξη, φιλική προς το περιβάλλον, αποτελεί και η φορολογία. Στο πλαίσιο αυτό, η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» (Polluter Pays Principle), η οποία προτάθηκε αρχικά από τον ΟΟΣΑ το 1972 και κατοχυρώνεται πλέον στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αποτελεί την κεντρική περιβαλλοντική πολιτική της ΕΕ και αποτυπώνεται και στην πρόσφατη δέσμη μέτρων «Fit for 55» της ΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, ο ρυπαίνων ευθύνεται για την περιβαλλοντική ζημία που προκαλεί και πρέπει να λάβει τα αναγκαία μέτρα πρόληψης ή αποκατάστασης, επωμιζόμενος όλες τις σχετικές δαπάνες.

Εμπειρικές μελέτες, όπως πρόσφατη Εκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, καταδεικνύουν ότι υφίστανται περαιτέρω δυνατότητες στην ΕΕ για αυστηρότερη εφαρμογή της αρχής αυτής, όπως με την ενίσχυση της περιβαλλοντικής φορολογίας και τη μετατόπιση της φορολογικής επιβάρυνσης από την εργασία. Από τις αναλύσεις προκύπτει αφενός ότι η ρύπανση του αέρα και του νερού φορολογείται ανεπαρκώς και αφετέρου ότι η παραγωγή απορριμμάτων και η εκμετάλλευση των δασών δημιουργεί πρόσθετο περιβαλλοντικό κόστος, για το οποίο η κοινωνία δεν αποζημιώνεται πλήρως.

Τα εργαλεία τα οποία μπορούν να συνδράμουν στην εφαρμογή της αρχής είναι:

1. Οι φόροι (συμπεριλαμβανομένων των χρεώσεων, προστίμων και εισφορών) οι οποίοι χρησιμοποιούνται για την αντιστάθμιση του κόστους ρύπανσης, αυξάνοντας τα δημόσια έσοδα και δημιουργώντας κίνητρο για την αλλαγή της ρυπογόνου συμπεριφοράς.

2. Η τιμολόγηση συγκεκριμένων συναλλαγών βάσει της εκτίμησης της χρήσης ενός περιβαλλοντικού αγαθού, η οποία τελεί υπό περιορισμούς (με κύριο παράδειγμα το σύστημα τιμολόγησης των εκπομπών ρύπων που χρησιμοποιείται στην ΕΕ).

Η εφαρμογή συνολικής μεταρρύθμισης στην ΕΕ στους περιβαλλοντικούς φόρους (αύξηση των περιβαλλοντικών φόρων στο 6,5% των συνολικών φορολογικών εσόδων) εκτιμάται ότι θα μπορούσε να αποφέρει έως 30 δισ. ευρώ επιπλέον έσοδα ετησίως μέχρι το 2030.

Η χρήση των πρόσθετων εσόδων για τη μείωση της φορολογίας εισοδήματος δημιουργεί καθαρό θετικό αντίκτυπο στο ΑΕΠ (35 επιπλέον δισ. ευρώ), αντισταθμίζοντας τις αρχικές αρνητικές επιπτώσεις της περιβαλλοντικής φορολογίας και δημιουργώντας 140.000 νέες θέσεις εργασίας.

Διαπιστώνεται συνεπώς ότι υπάρχει χώρος και αναγκαιότητα στην ΕΕ για την εφαρμογή περαιτέρω μεταρρυθμίσεων στην περιβαλλοντική φορολογία, αναγκαιότητα για την οποία συμφωνούν και πολλοί ενδιαφερόμενοι φορείς. Ωστόσο, την τελευταία δεκαετία οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις είναι περιορισμένες, ενώ υπάρχουν και ισχυρές αντιδράσεις.

Συμπερασματικά, σαφώς και οι επιπτώσεις των φόρων περιβάλλοντος είναι ιδιαιτέρως συγκεκριμένες, οι οποίες όμως, όπως καταδεικνύουν και οι πρακτικές σε χώρες με σχετική εμπειρία (π.χ. Σκανδιναβικές), μπορούν να αντιμετωπιστούν μέσω προσεκτικού πολιτικού σχεδιασμού και του κατάλληλου μείγματος στη φορολογική πολιτική. Συναφώς το φορολογικό σύστημα της χώρας μας πρέπει να είναι έτοιμo να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που επιφέρει ο οικολογικός μετασχηματισμός ενισχύοντας τη βιωσιμότητα και την καινοτομία ευάλωτων τομέων της οικονομίας.

Η κυρία Αθηνά Καλύβα (Ph.D.) είναι γενική γραμματέας Φορολογικής Πολιτικής και Δημόσιας Περιουσίας στο υπουργείο Οικονομικών.