Αφορμή για το κείμενο αυτό η απόφαση του Γιώργου Παπανδρέου (ΓΑΠ) να διεκδικήσει την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ. Ή μήπως του ΠαΣοΚ; Παράξενα πράγματα, καθώς το κόμμα του, το ΚΙΔΗΣΟ, εξακολουθεί πάντα να υπάρχει. Θα έχει, άραγε, το ΠαΣοΚ ηγέτη αυτόν που το 2015, διασπώντας το, το οδήγησε στα όρια της πολιτικής εξαφάνισης; Τέλος πάντων, δικός του και δικός τους λογαριασμός. Ούτε μου πέφτει λόγος ούτε μου αναλογεί άλλος ρόλος εκτός από αυτόν του σχολιαστή. Εχοντας, ωστόσο, συμπληρώσει αισίως περίπου πενήντα χρόνια στο πολιτικό κουρμπέτι, με διάφορες μορφές και ποικίλους βαθμούς εμπλοκής κατά καιρούς, ας μου επιτραπεί μια μικρή εκτίμηση ως προς τον μελλοντικό ηγέτη του ΚΙΝΑΛ/ΠαΣοΚ.

Είναι σχεδόν βέβαιο, με βάση τις δημοσκοπήσεις και όχι μόνο, ότι η εκλογή θα πάει σε δεύτερο γύρο, με τα τρία πιθανά ζευγάρια να είναι Ανδρουλάκης – Λοβέρδος, Ανδρουλάκης – Παπανδρέου, Λοβέρδος – Παπανδρέου. Στην πρώτη περίπτωση, το πιθανότερο είναι ότι οι ψηφοφόροι του Παπανδρέου θα προτιμήσουν τον Ανδρουλάκη από τον Λοβέρδο. Οπότε, Ανδρουλάκης. Στη δεύτερη περίπτωση, είναι επίσης σχεδόν βέβαιο ότι οι ψηφοφόροι του Λοβέρδου θα προτιμήσουν τον Ανδρουλάκη και όχι τον Παπανδρέου. Οπότε, πάλι Ανδρουλάκης. Η μόνη περίπτωση να έχουμε κάποιου είδους ντέρμπι στον δεύτερο γύρο είναι Λοβέρδος versus Παπανδρέου, οπότε κάθε πρόβλεψη τι θα πράξουν οι ψηφοφόροι του Ανδρουλάκη μοιάζει παρακινδυνευμένη. Πάντως, όπως προκύπτει από τους απλούς αυτούς συλλογισμούς, σε όλες τις περιπτώσεις, με βάση τουλάχιστον τα σημερινά δεδομένα, δύσκολα το άλογο Παπανδρέου θα τερματίσει πρώτο. Οψόμεθα.

Σε ό,τι αφορά τον ΓΑΠ, πάντως, αξίζει τον κόπο, νομίζω, να σταθεί κανείς όχι τόσο πια στα προσόντα του ή μη, στο τι τον ώθησε να διεκδικήσει την ηγεσία του χώρου, στην προσωπικότητά του κ.λπ. Για αυτά έχουν γραφτεί και γράφονται πολλά, τα οποία και έχουν καλύψει εν πολλοίς το θέμα. Αυτό στο οποίο θα ήθελα να εστιάσω εδώ είναι κάτι που δεν αφορά προφανώς μόνο τον ΓΑΠ, αλλά γενικότερα τους πολιτικούς ηγέτες ή έστω (για να αποφύγουμε και τις υπερβολές ως προς την ορολογία) τους επικεφαλής κυβερνήσεων ή/και κομμάτων.

Κάνοντας λοιπόν μια σύντομη αναδρομή στο παρελθόν, θα έλεγα ότι το διόλου ευκαταφρόνητο έργο που επιτέλεσαν οι κυβερνήσεις της περιόδου 1955-63 δεν οφειλόταν μόνο στις αδιαμφισβήτητες ικανότητες του (αυθεντικού) Καραμανλή και στο σαφές σχέδιο που είχε για το πού θέλει να πάει την Ελλάδα. Οφειλόταν και στο ότι ο Καραμανλής είχε γύρω του, τουλάχιστον στα βασικά υπουργεία και πόστα, αξιόλογους συνεργάτες, όπως τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, τον Γιώργο Ράλλη, τον Βαγγέλη Αβέρωφ, τον Παναγή Παπαληγούρα και άλλους.

Δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος για να γίνει αποτίμηση του έργου και γενικότερα του πολιτικού βίου ενός εκάστου από αυτούς. Επιφυλάσσομαι να το κάνω κι αυτό κάποτε. Προς το παρόν, θα αρκεστώ σε δύο επισημάνσεις:

α) Αρκετοί από τους στενότερους συνεργάτες του Κωνσταντίνου Καραμανλή προέρχονταν από τον κεντρώο/φιλελεύθερο/βενιζελικό χώρο.

β) Ο Καραμανλής δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να απλωθεί προς το Κέντρο και να ηγεμονεύσει σε αυτόν τον χώρο, αξιοποιώντας προφανώς και στελέχη με αυτή την πολιτική προέλευση. Αλλωστε, και το 1974-80 ο Καραμανλής, αν και πολιτικά παντοδύναμος, επέλεξε να αναθέσει βασικά υπουργεία και πόστα σε στελέχη που προέρχονταν από την προδικτατορική ή ακόμα και τη μεταδικτατορική Ενωση Κέντρου (Μητσοτάκης, Παπασπύρου, Θανάσης Κανελλόπουλος, Μιχάλης Παπακωνσταντίνου κ.ά.).

Μια σύγκριση των συνεργατών του αυθεντικού Καραμανλή με εκείνους του ανιψιού του, το 2004-09, είναι πράγματι συντριπτική. Αρκεί απλώς να θυμηθούμε ότι υπερυπουργός του Καραμανλή του μικρού ήταν ο Πάκης Παυλόπουλος, τσάρος (τρομάρα του…) της οικονομίας ο Αλογοσκούφης, υπουργοί του ο Σάββας Τσιτουρίδης και ο Ευριπίδης Στυλιανίδης, ο Πάνος Παναγιωτόπουλος και ο Νικήτας Κακλαμάνης, ο Μιχάλης Λιάπης και ο Γιώργος Βουλγαράκης. Ασφαλώς η κύρια ευθύνη για την πορεία της χώρας προς τη χρεοκοπία βαραίνει τον Ακάματο, αλλά με τέτοια ομάδα, εδώ που τα λέμε, δεν πας και πολύ μακριά.

Από τους Καραμανλήδες στον ΓΑΠ

Ας επανέλθω όμως στον επανακάμψαντα ΓΑΠ. Μένοντας στο κρίσιμο, κατά τη γνώμη μου, ζήτημα των συνεργατών, αξίζει νομίζω να υπενθυμίσω ποιοι τον πλαισίωναν στην κυβέρνηση του 2009-11, αλλά και πριν από το 2009. Εχουμε, λοιπόν, και λέμε:

Στο κόμμα (το ΠαΣοΚ, όχι το ΚΙΔΗΣΟ) ο ΓΑΠ ανέδειξε στο αξίωμα της/του γραμματέα τη Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου και τον Γιάννη Ραγκούση, βασικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα. Ειδικά ο Ραγκούσης, μάλιστα, διεκδίκησε το 2017 και την ηγεσία του ευρύτερου χώρου, καταλαμβάνοντας την αξιοζήλευτη… έκτη θέση, με το θηριώδες ποσοστό 2,43% (πού πας, ρε Καραμήτρο;).

Επίσης, ο ΓΑΠ είναι υπεύθυνος για δύο ακόμα λαμπρά αστέρια της πολιτικής μας σκηνής: τον Γιάννη Βαρουφάκη και τον Νίκο Κοτζιά, ηγέτες σήμερα του ΜέΡΑ25 και του κραταιού ΠΡΑΤΤΩ αντίστοιχα. Ισως δεν είναι και τόσο γνωστό, αλλά πριν ο Βαρουφάκης ξεκινήσει την ανοδική του πορεία στο πολιτικό στερέωμα, πριν διαπρέψει στην κάτω πλατεία οιστρηλατώντας τους Αγανακτισμένους, πριν γίνει ηγέτης κόμματος που περιλαμβάνει στους κόλπους του πολιτικούς ογκόλιθους του μεγέθους του Κρίτωνα Αρσένη, ήταν συνομιλητής/σύμβουλος του ΓΑΠ για οικονομικά ζητήματα.

Οσο για τον Κοτζιά, επίσης θα άξιζε, νομίζω, τον κόπο να υπενθυμίσω πως αυτός που τον έβγαλε από την αφάνεια έπειτα από την ηρωική όσο και θορυβώδη νεανική του θητεία στο ΚΚΕ ήταν ο ΓΑΠ. Εχοντας εγκαταλείψει το ΚΚΕ και έχοντας προσληφθεί (κατά δήλωσή του) ως απλός εμπειρογνώμονας στο υπουργείο Εξωτερικών, ο Κοτζιάς ευτύχησε, εκεί προς τα τέλη της δεκαετίας του 1990, να τον εντοπίσει ο κυνηγός πολιτικών ταλέντων ΓΑΠ και να τον κάνει δεξί του χέρι, μπιστικό του που λέμε. (Δεν θα δεχθώ διαψεύσεις επ’ αυτού, όπως συνηθίζει να γράφει και κάποιος. Εχω προσωπική εμπειρία του γεγονότος, την οποία δεν είναι βέβαια του παρόντος να την καταθέσω.) Μπορεί βέβαια το 2009 οι σχέσεις των δύο ανδρών να διαταράχθηκαν, στο μέτρο που ο Κοτζιάς περίμενε προφανώς να του αναθέσει ο ΓΑΠ το υπουργείο Εξωτερικών. Μπορεί ο Κοτζιάς να αναφώνησε κάτι σαν «ανθ’ ημών ο Δρούτσας» (τον θυμάστε, αλήθεια, αυτόν;), αλλά δεν έκατσε και να σκάσει. Δεν τον φώναξε ο Ζαβίνας, πήγε στον Γρυπό, που γράφει και ο Καβάφης. Πείθοντας μετά τον ΓΑΠ και τον Τσίπρα για τις ταλεϊράνδιες ικανότητές του, κατάφερε τελικά να γίνει ΥΠΕΞ, αυτό που, απ’ ό,τι φαίνεται, πάντα ονειρευόταν και πάντα θεωρούσε αντάξιο των προσόντων του.

Ενα τρίτο ενδιαφέρον ντουέτο από την παρέα των στενών συνεργατών και συνεργατριών του ΓΑΠ κατά τη διετία 2009-11 είναι η πολιτικά αειθαλής Λούκα Κατσέλη και η ως διάττων αστήρ (λέμε τώρα…) διελθούσα από την πολιτική σκηνή Τίνα Μπιρμπίλη. Και η μεν κυρία Μπιρμπίλη, υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Εργων παρακαλώ, έχει μάλλον χαθεί, αφού βέβαια πρώτα εκπροσώπησε για ένα διάστημα τη χώρα στον ΟΟΣΑ! Οσο για την κυρία Κατσέλη, αφού πρώτα ως υπουργός Οικονομικών μιας ήδη ουσιαστικά χρεοκοπημένης χώρας έδωσε στα τέλη του 2009 αυξήσεις στους δημοσίους υπαλλήλους για να «τονωθεί η ζήτηση» (ίσως, εκεί κάπου στη δεκαετία του 1970, όταν σπούδαζε, αυτό να είχε καταλάβει ότι λέει ο Κέινς), αφού το 2012 έφτιαξε (μαζί με τον Χάρη Καστανίδη) κόμμα το οποίο έλαβε στις εκλογές 0,96%, επίσης δεν έκατσε να σκάσει. Βολεύτηκε και αυτή στη φιλόξενη αγκαλιά του ΣΥΡΙΖΑ, τότε ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ για να μην ξεχνιόμαστε.

Αυτά, λοιπόν, για την ικανότητα του Γιώργου Παπανδρέου να διαλέγει συνεργάτες. Θα μπορούσα να αναφερθώ και σε άλλους, που επίσης σήμερα είναι στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Νομίζω, όμως, ότι το θέμα έχει μάλλον εξαντληθεί. Ας μην κουράσω παραθέτοντας απλώς ονόματα και παραδείγματα. Αλλωστε, πρόθεσή μου δεν ήταν να επιδοθώ σε κάποιου είδους «κυνήγι μαγισσών» όσων υπήρξαν συνεργάτες του ΓΑΠ ή όσων έχουν μετακομίσει σήμερα στον ΣΥΡΙΖΑ (μέρος του πολιτικού παιχνιδιού είναι άλλωστε και η αλλαγή κομματικής στέγης, για συνειδησιακούς ή… άλλους λόγους). Στόχος όσων προηγήθηκαν ήταν να ενισχύσω απλώς την επιχειρηματολογία μου, σύμφωνα με την οποία, προκειμένου να αποκτήσει κάποιος την ιδιότητα του ηγέτη, κρίσιμο ρόλο παίζει και το να ξέρει να διαλέγει τους συνεργάτες του.

*Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής