Ο πρώην πρωθυπουργός, πρώην πρόεδρος του ΠαΣοΚ και διεκδικητής της ηγεσίας του Κινήματος Αλλαγής κατήγγειλε μεθοδεύσεις «εξωθεσμικών κέντρων» που υπονομεύουν την υποψηφιότητά του. Ο συμπαθής και πολύ καλός γνώστης της διεθνούς γεωπολιτικής Γιώργος Παπανδρέου αξίζει συγχαρητηρίων που δεν υπολόγισε το πολιτικό και ατομικό κόστος όταν του τέθηκε το δίλημμα: Παραμονή στο ευρώ με μνημόνια ή έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ενωση χωρίς μνημόνια, αλλά με τεράστιο κόστος. Ευτυχώς η δεύτερη επιλογή απεφεύχθη και επί πρωθυπουργίας του Αλέξη Τσίπρα. Μόνο αν είχε πραγματοποιηθεί, θα μαθαίναμε πόσο πολλαπλάσιο θα ήταν το κόστος της από το κόστος και των τριών μνημονίων. Ευτυχώς δεν το μάθαμε, κυρίως χάρη στον Γιώργο Παπανδρέου.

Αυτός έχει το «χάρισμα» να φέρνει στο πολιτικό σύστημα της χώρας καινοφανή πράγματα, αλλά δυστυχώς με λάθος τρόπους και σε απίστευτες συγκυρίες. Ακόμη και το «λεφτά υπάρχουν» θα ήταν σωστό, αν το συνόδευε με τη διαπίστωση πως αυτά δεν υπάρχουν σε μια χρεοκοπημένη χώρα, αλλά εκεί που τα εντοπίζει σήμερα το σύστημα Μπάιντεν: Στα χρηματιστηριακά σμήνη, στις εξωχώριες εταιρείες, στον αφορολόγητο πλούτο των τεχνολογικών και τραπεζικών εταιρειών, στην αποδοχή της επίπεδης φορολόγησης (tax flat), στις αφορολόγητες μεγάλες κληρονομιές και περιουσίες. Τίποτα απ’ αυτά δεν αφορούσαν μια χώρα με πρωτογενές έλλειμμα 15,6%. Αφορούσαν όμως μια στρατηγική που τουλάχιστον μετά το 2008 θα έπρεπε να ακολουθήσει η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, ούτως ώστε οι πολιτικοί θεσμοί να απαντήσουν στο ανεξέλεγκτο των οικονομικών θεσμών σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία.

Ακόμη και η «πράσινη ανάπτυξη» ήταν μεγάλη καινοτομία, αλλά στους διαδρόμους του Νταβός αυτή δεν είχε καμία θέση. Αλλά και «εξωθεσμικά κέντρα» υπάρχουν σε μια εποχή που η πολιτική είναι πιο ακριβή και οι πολιτικοί χρειάζονται πολύ περισσότερους οικονομικούς πόρους απ’ ό,τι παλαιότερα. Η εξάρτηση όμως της πολιτικής από το χρήμα δεν είναι θέμα που θίγει μόνο τον Γιώργο Παπανδρέου. Είναι θέμα που θίγει την αξιοπιστία της πολιτικής σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο Γιώργος Παπανδρέου θα έλεγε μια μεγάλη αλήθεια, αν τόνιζε τη σημερινή εξάρτηση της πολιτικής από τους ισχυρούς της οικονομίας. Οταν όμως εξαιρεί τον εαυτό του από την πίεση που η εξωπολιτική ασκεί στην πολιτική, μειώνει τη βαρύτητα του θέματος.

Εκεί όμως που τίθεται το πιο σοβαρό ζήτημα είναι οι απόψεις του Γιώργου Παπανδρέου για τη συμμετοχική και διαβουλευτική δημοκρατία. Πρώτος αυτός μίλησε στην Ελλάδα για θέματα που στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ είχαν τεθεί προ πολλού στην ημερήσια διάταξη. Θέματα όπως η αποκέντρωση, η διά βίου μάθηση, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η κοινωνία των πολιτών, οι διαφορετικές ταυτότητες αποτέλεσαν έννοιες που καθιερώθηκαν στη χώρα από τον Γιώργο Παπανδρέου. Ακόμη και η ψηφοφορία για την εκλογή ηγέτη από τη βάση εφαρμόστηκε πρώτη φορά από τον Γιώργο Παπανδρέου. Ακολούθησε μετά και η Νέα Δημοκρατία, με τα γνωστά αποτελέσματα. Αντίπαλος σ’ αυτό το μόρφωμα πολιτικών ιδεών είναι ό,τι εκφράζει την «παραδοσιακή» πολιτική και τους προνομιακούς φορείς της: Κόμματα, συνδικάτα και παλαιά «υλικά», όπως τάξεις, κράτος, έθνος, λαός, κοινωνικά δικαιώματα, λαϊκή κυριαρχία, κομματικά μέλη κ.ά. (βλέπε και Ανδρέας Πανταζόπουλος, «Με τους πολίτες κατά του λαού», Εστία).

Η διαβουλευτική δημοκρατία αποποπολιτικοποιεί την πολιτική και από χώρο σύγκρουσης συμφερόντων τη μετατρέπει σε χώρο διατύπωσης «γνωμών», ενώ οι αποφάσεις λαμβάνονται αλλού. Ετσι γίνεται η ίδια η πολιτική εξωθεσμικό κέντρο. Με αυτούς τους τρόπους τα πολυσυλλεκτικά κόμματα μετατρέπονται σε κόμματα καρτέλ. Κόμματα που απαντούν στην αμφισβήτησή τους με την ισχυροποίηση της εντός τους εκτελεστικής εξουσίας (προεδροποίηση) και με την αδιαμεσολάβητη σχέση ηγέτη και πολιτών. Στη διαβουλευτική χωρίς αντιπροσωπευτικούς ενδιάμεσους θεσμούς δημοκρατία η σχέση ηγέτη – μάζας είναι αδιαμεσολάβητη. Μια πριγκιπική σχέση. Ο ηγέτης δεν «υποχρεούται» να υποβληθεί σε οποιονδήποτε έλεγχο, ούτε καν σε ντιμπέιτ.

Είναι σίγουρο πως η δυτική αντιπροσωπευτική δημοκρατία μετά το 1970 χρειαζόταν ανανέωση. Ηταν κοινός τόπος σε όλες τις έρευνες της κοινής γνώμης πως οι κυβερνήσεις, τα κόμματα, τα συνδικάτα είχαν χάσει την εμπιστοσύνη των πολιτών. Και επειδή δεν μπορούσαν να αλλάξουν τους λαούς τους, έπρεπε να αλλάξουν τα ίδια. Είναι όμως η χωρίς κόμματα διαβουλευτική δημοκρατία η απάντηση στην κρίση της αντιπροσωπευτικής; Είναι οι ΜΚΟ η απάντηση στην κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών προς τα κόμματα; Είναι η ηλεκτρονική διαβούλευση η απάντηση στην αποχή των πολιτών από την πολιτική; Είναι η εκλογή από τη «βάση» η απάντηση στην έλλειψη εσωκομματικής δημοκρατίας; Ολα αυτά είναι στοιχεία που μπορούν να ανανεώσουν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Δεν πρέπει όμως να την αντικαταστήσουν ή να την υποκαταστήσουν. Δεν πρέπει να καταργήσουν τα κόμματα, τα μέλη τους, τις κομματικές οργανώσεις και συζητήσεις κ.λπ. Η κοινοβουλευτική και κομματική αντιπροσώπευση αποτελεί τη γνησιότερη έκφραση της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Η σοσιαλδημοκρατική απάντηση σε αυτά τα θέματα απαιτεί λιγότερη «διαβούλευση», περισσότερη ανανέωση ιδεών και όχι μηχανισμών και πολύ περισσότερη πολιτική. Στον ελληνικό σοσιαλδημοκρατικό χώρο εκφραστής μιας τέτοιας πολιτικοποίησης είναι ο με γωνίες λόγος του Ανδρέα Λοβέρδου. Λόγος που έχει ιδέες, επιτρέπει συμφωνίες και διαφωνίες και   βρίσκεται μακράν από στάσεις τύπου «και τούτο ποιείν κακείνο μη αφιέναι» που όλα τα παραπέμπουν σε «διαβουλεύσεις» και στα Συνέδρια που «έρχονται».

Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.