Οι πιο προκλητικές στιγμές σε ταινία του περασμένου φεστιβάλ των Καννών υπήρξαν, όπως ίσως να ήταν και αναμενόμενο, εκείνες στην «Μπενεντέτα», την τελευταία ταινία του Πολ Βερχόφεν. Η «διαστροφική» ματιά του ολλανδού σκηνοθέτη πάνω στο γυμνό σώμα – και δη το γυναικείο – είναι γνωστή. Από την τεράστια επιτυχία του «Βασικού ενστίκτου» (1992) μέχρι το φιλμ «Εκείνη» (2016), που οδήγησε την Ιζαμπέλ Ιπέρ στις υποψηφιότητες των Οσκαρ, η κάμερα του σκηνοθέτη σε παρασύρει σε παράξενα ηδονοβλεπτικά «ταξίδια», με το γυμνό να αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο.

Στην ταινία «Εκείνη», όμως, εμφανιζόταν και η Βιρζινί Εφιρά, που τώρα πρωταγωνιστεί στην «Μπενεντέτα» (σε επιλεγμένες αίθουσες και στην ελληνική streaming πλατφόρμα Cinobo), υποδυόμενη μια ομοφυλόφιλη καλόγρια του 17ου αιώνα! Η βελγίδα ηθοποιός με τη μακρινή ελληνική καταγωγή, την οποία είδαμε προσφάτως και στη «μαύρη» κωμωδία «Αντίο, ηλίθιοι» (2020)
– και έχει εμφανιστεί στο παρελθόν σε ταινίες όπως «Η αγάπη είναι ένα θαύμα» (2015), «Κολύμπα ή αλλιώς βυθίσου» (2018) και «Μια αγάπη ανέφικτη» (2018) – μίλησε στο ΒΗΜΑgazino για τη συνεργασία της με τον Βερχόφεν, για τον τολμηρότερο ρόλοτής έως τώρα καριέρας της, αλλά και για τιςσεξουαλικές σκηνές που χρειάστηκε να μοιραστεί με την Ελληνίδα Δάφνη Πατακιά, η οποία κρατά τον δεύτερο βασικό γυναικείο ρόλο στην ταινία, όπου επίσης πρωταγωνιστούν οι Σάρλοτ Ράμπλινγκ και Λαμπέρ Γουιλσόν.

Σε μια εποχή που λόγω της ύπαρξης των κοινωνικών δικτύων η έκθεση μπορεί να αποτελέσει σοβαρό ζήτημα για ένα διάσημο πρόσωπο, πόσο σας απασχόλησαν οι σκηνές γυμνού στην «Μπενεντέτα»;

«Ο καθένας επιλέγει τη ζωή του. Μπορείς, για παράδειγμα, να επιλέξεις μια ζωή χωρίς κοινωνικά δίκτυα. Αν δεν τα παρακολουθήσεις, πολύ απλά δεν υπάρχουν για εσένα. Πέρα από αυτό, όμως, στις μέρες μας, ελάχιστοι σκηνοθέτες έχουν την ικανότητα να αξιοποιήσουν δραματουργικά και συγχρόνως καλλιτεχνικά το σεξ στην οθόνη, να χτίσουν με προσοχή αυτές τις δύσκολες και απαιτητικές σκηνές. Γιατί ενδιαφέρονται πραγματικά για το πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτές οι σκηνές τοποθετούνται. Ο Πολ Βερχόφεν είναι ένας από αυτούς τους λίγους σκηνοθέτες που μπορούν να το κάνουν».

Στο ίδιο το γύρισμα πώς θυμάστε να αισθάνεσθε;

«Ηταν μια πολύ χαλαρή διαδικασία, διότι υπήρχε μεγάλος σεβασμός ανάμεσα σε όλους μας. Αργότερα, ένας τεχνικός είπε στη Δάφνη Πατακιά και σε εμένα ότι πολύ σπάνια δύο ημέρες μετά τα γυρίσματα σκηνών με έντονες σκηνές σεξ οι ηθοποιοί πηγαίνουν να ευχαριστήσουν τον σκηνοθέτη γι’ αυτή την εμπειρία τους όπως κάναμε εμείς. Αυτό και μόνο με έκανε να αισθανθώ υπερήφανη».

Και πώς νιώσατε όταν είδατε το αποτέλεσμα στη μεγάλη οθόνη;

«Θα πρέπει να παραδεχθώ ότι ήταν μια πολύ παράξενη εμπειρία -την ένιωσα σχεδόν σαν μια πειραματική εμπειρία. Νόμιζα ότι παρακολουθούσα κάποιον άλλον, ούτε καν τον εαυτό μου. Ωστόσο, ούτε εγώ ούτε και η οικογένειά μου αισθανθήκαμε ντροπή».

Πώς φανταστήκατε ότι θα μπορούσε να κινείται μια γυναίκα γυμνή την εποχή που εκτυλίσσεται η ιστορία της ταινίας «Μπενεντέτα»;

«Η φαντασία έπαιξε ρόλο. Πολλές φορές, για διάφορα πράγματα, σχηματίζω τις δικές μου ιδέες, τις δικές μου θεωρίες. Και ακριβώς επειδή μου αρέσουν, προσπαθώ να τις συμπεριλάβω στους ρόλους μου. Θα πρέπει εδώ να πω ότι ο Πολ Βερχόφεν καθόλου δεν ενδιαφέρεται για το αν η εικόνα μιας γυναίκας ηθοποιού ανταποκρίνεται με απόλυτη ακρίβεια στους καιρούς που αναφέρονται στην ιστορία της ταινίας την οποία φτιάχνει. Μπορεί να τοποθετήσει τον θεατή σε ένα σημείο όπου τα πάντα να δείχνουν απολύτως πραγματικά και να τον αφήσει ελεύθερο να πιστέψει ή να μην πιστέψει τα όσα βλέπει. Αρα από την πλευρά σου, εσύ ο ηθοποιός, είσαι επίσης ελεύθερος να κάνεις το μακιγιάζ που θέλεις, την κόμμωση που θέλεις, τη γυμναστική που θέλεις κ.ο.κ. Στην περίπτωση της ταινίας «Μπενεντέτα», ήθελα στα γυρίσματα να αποφύγω το ρούφηγμα της κοιλιάς μου προς τα μέσα έτσι ώστε να μη φαίνεται μεγάλη. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι πέρασα δύο χρόνια στο γυμναστήριο. Οχι. Εδωσα όμως σημασία στην εικόνα του σώματός μου. Οταν είσαι ηθοποιός, το σώμα σου είναι το εργαλείο σου και θέλεις να το χειρίζεσαι με τον καλύτερο τρόπο. Ωστόσο, οι σκηνές του δικού μου γυμνού ήταν πολύ λίγες συγκριτικά με εκείνες της Δάφνης Πατακιά που υποδύεται την Μπαρτολομέα, η οποία είναι ένας σαφώς περισσότερο σεξουαλικός χαρακτήρας, μια γυναίκα που ζει το σεξ πολύ πιο έντονα από την Μπενεντέτα».

Πιστεύετε ότι η εμπειρία σας δίπλα στον Πολ Βερχόφεν θα σας κάνει πιο χαλαρή σε σχέση με τις σκηνές γυμνού που ενδεχομένως θα σας ζητηθεί να γυρίσετε στο μέλλον;

«Δεν μπορώ να πω, διότι δεν μπορώ να ξέρω τι ακριβώς θα αφορούν αυτές οι προτάσεις – αν γίνουν κιόλας. Εξάλλου το σώμα σου αλλάζει καθημερινά, επομένως είναι δύσκολο να προβλέψεις την αντίδρασή σου στο μέλλον».

Πώς θα χαρακτηρίζατε μια ηρωίδα όπως η Μπενεντέτα στο πλαίσιο της ιστορικής περιόδου της ταινίας που ήταν τόσο σκληρό για κάθε γυναίκα;

«Η ταινία στηρίζεται σε μια πραγματική ιστορία, την ιστορία της Μπενεντέτα Καρλίνι, η οποία εμφανίστηκε τον 17ο αιώνα, μια εποχή που η γυναικεία ομοφυλοφιλία ήταν παντού εντελώς αδιανόητη. Πόσω μάλλον στον χώρο της Εκκλησίας και των καλογριών. Μιλάμε για μια εποχή η οποία διακρινόταν από πλήρη άρνηση προς το γυναικείο σώμα – το γυναικείο σώμα ήταν κυριολεκτικά άφαντο. Οταν διάβασα το βιβλίο της Τζούντιθ Σ. Μπράουν «Immodest Acts: The Life of a Lesbian Nun in Renaissance Italy» (σ.σ.: «Ασεμνες πράξεις: Η ζωή μιας λεσβίας καλόγριας στην Αναγεννησιακή Ιταλία») – αφού είχα πρώτα διαβάσει το σενάριο – έμεινα έκπληκτη διαπιστώνοντας ότι οι γυναίκες της εποχής εκείνης είτε αναγκάζονταν να παντρευτούν παρά τη θέλησή τους ή κλείνονταν σε μοναστήρια ως καλόγριες. Κάποιες γυναίκες, όπως η Μπενεντέτα, είχαν μυστικιστικά χαρίσματα, τα οποία έκαναν για αυτές ακόμα πιο ελκυστική την ιδέα της εξουσίας. Ομως μπορείς να χάσεις την πραγματικότητα όταν παρασύρεσαι από την ακρότητα κάποιων δυνάμεων και εξουσιών. Γιατί μιλάμε για εξουσίες μυαλού και πίστης. Μια τέτοια περίπτωση μπορεί εύκολα να μεταφραστεί ως σχιζοφρενική. Ωστόσο, η δική μου προσέγγιση απέναντί της ήταν να μην την παρουσιάσω τη μία στιγμή σαν μια καλή, ευγενική γυναίκα και την άλλη σαν μια αρχόντισσα του κακού. Ηθελα να δώσω μια θολή εικόνα αυτής της γυναίκας, γι’ αυτό ίσως το πρόσωπό μου δεν συσπάται έντονα στην ταινία. Σκέφτηκα ότι ο καλύτερος τρόπος για να αποδώσω την Μπενεντέτα ήταν με αμυδρούς υπαινιγμούς τού ούτως ή άλλως πολύ σύνθετου συναισθηματικού κόσμου της».

Δίνετε την αίσθηση ότι αυτή είναι μια γενικότερη τακτική σας. Συχνά αντιλαμβανόμαστε με δυσκολία το πώς αισθάνονται τα πρόσωπα τα οποία υποδύεστε. Είναι κάτι που σας αρέσει να κάνετε ως ηθοποιός;

«Είναι αλήθεια, δεν μου αρέσει να δίνω σαφή εικόνα των ηρωίδων που υποδύομαι, ίσως επειδή δεν θέλω γενικότερα τα πράγματα να είναι ξεκάθαρα με έναν κρυστάλλινο τρόπο. Προτιμώ να δίνω την ευκαιρία στο κοινό να γεμίζει τα κενά· εξάλλου, όλα τα ανθρώπινα πλάσματα κρύβουν ένα μυστήριο και πιστεύω ότι η δουλειά μου ως ηθοποιού είναι να δείχνω τον απαιτούμενο σεβασμό απέναντι σε αυτό το μυστήριο».