Η πρόσφατη συνάντηση Μπάιντεν – Ερντογάν στην έδρα του ΝΑΤΟ διέψευσε τη φιλολογία γύρω από την πρόθεση της Τουρκίας να επιλύσει τον γόρδιο δεσμό του ζητήματος των S-400 προτείνοντας μια σειρά από εναλλακτικές για την ανάπτυξη/χρήση ή μεταφορά του συστήματος σε κάποια τουρκική βάση στο εξωτερικό. Εκείνοι οι αναλυτές που θεωρούν βάσιμα αυτά τα σενάρια άρσης του προκείμενου αμερικανοτουρκικού αδιεξόδου δείχνουν να αγνοούν τους στρατηγικούς λόγους πίσω από την απόφαση του κ. Ερντογάν να εντάξει στο τουρκικό οπλοστάσιο τους S-400.

Ο βασικός λόγος της επιλογής των S-400 ήταν η οικοδόμηση ενός πλέγματος δυνατοτήτων στρατηγικής αεράμυνας ως τον αμυντικό βραχίονα ενός επιθετικού βαλλιστικού συστήματος πυραύλων μεγάλου και μέσου βεληνεκούς που η Αγκυρα αναπτύσσει με βάση τα αντίστοιχα πακιστανικά/κινεζικά πρότυπα. Η Τουρκία δεν διέθετε ως την ανάπτυξη των S-400 ισοδύναμο αμυντικό σύστημα όπως οι ελληνικοί S-300 και το πολύ πιο προηγμένο αμερικανικό σύστημα των Patriot (PAC-3). Η Τουρκία δεν πήρε τους S-400 για πολιτικούς ή διπλωματικούς, αλλά για αμιγώς στρατηγικούς λόγους μετά τη συστηματική άρνηση των κυβερνήσεων Ομπάμα να επιτρέψουν τη συμπαραγωγή των συστημάτων Patriot από την Τουρκία.

Η Τουρκία με δεδομένο το βεληνεκές των S-400 θα τους αναπτύξει πλησίον των επιθετικών πυραυλικών βάσεων που αναπτύσσει και των μεγάλων αεροπορικών της σχηματισμών σε θέση αντιμετώπισης της μοναδικής Πολεμικής Αεροπορίας (ΠΑ) στην περιοχή που θα μπορούσε να της προκαλέσει ανταποδοτικά στρατηγικά πλήγματα ακόμη και σε απάντηση δικού της πρώτου αιφνιδιαστικού χτυπήματος. Το ότι αυτή η ΠΑ καθίσταται ποιοτικά ισχυρότερη μέσα στα επόμενα χρόνια, μέσω της ένταξης των Rafales και της αναβάθμισης των F16 σε Viper, καθιστά απολύτως απαραίτητη τη διατήρηση των S-400 στην τουρκική αεράμυνα ώστε να καλύπτουν το μέτωπο του Αιγαίου και τις θαλάσσιες οδεύσεις προς την Κύπρο.

Το να μεταφερθούν στο Ιντσιρλίκ ή στην κατεχόμενη Κύπρο ή, πολύ περισσότερο, στη Λιβύη ή το Κατάρ δεν εξυπηρετεί τις αμυντικές επιχειρησιακές ανάγκες της Τουρκίας στο Αιγαίο, ενώ, ειδικά εάν μεταφερθούν στην Κύπρο, θα είναι πολύ πιο εύκολο να εντοπιστούν και να εξουδετερωθούν από το πυροβολικό της ΕΦ και της ΕΛΔΥΚ. Το να τεθούν δε υπό διπλό τουρκικό και αμερικανικό έλεγχο στο Ιντσιρλίκ αποτελεί μια απαράδεκτη ταπείνωση για το σύνολο σχεδόν της τουρκικής πολιτικής τάξης, η οποία ομοθυμαδόν στήριξε τον Ερντογάν στην κόντρα του με τους Αμερικανούς. Για τον τούρκο πρόεδρο δε μια τέτοια επιλογή θα αποτελούσε πολιτική αυτοκτονία και μεγάλο προεκλογικό δώρο στο CHP και στη Μεράλ Ακσενέρ εν όψει των προεδρικών εκλογών του 2023.

Μια ενδεχόμενη εθελούσια αποθήκευση και απενεργοποίηση του S-400 θα προϋπέθετε την αγορά Patriot από την Τουρκία, κάτι που οι Αμερικανοί δεν θα ήταν πρόθυμοι να κάνουν όσο το ρωσικό σύστημα θα παρέμενε στην Τουρκία με δυνατότητα άμεσης επανενεργοποίησης οποτεδήποτε θα το επιθυμούσε η Αγκυρα. Ακόμη δε και εάν η Ουάσιγκτον δεχόταν κάτι τέτοιο, αυτό δεν δίνει στην Αγκυρα το βασικό αντάλλαγμα που θα ήθελε από έναν πιθανό αυτοπαροπλισμό των S-400, την επιστροφή της στο πρόγραμμα των F-35.

Μόνο αν η Τουρκία τούς ξεφορτωθεί – με όποια ρήξη κάτι τέτοιο θα συνεπάγεται με τη Μόσχα στα μέτωπα Συρίας και Λιβύης – θα μπορούσε να ανακτήσει τα F-35. Κάτι τέτοιο είναι σχεδόν αδύνατο όσο ο Ερντογάν και το ΑΚΡ παραμένουν στην εξουσία. Η Αγκυρα έχει ήδη πληρώσει βαρύ τίμημα τόσο με την απώλεια των F-35 όσο και με την επιλογή του εμπάργκο του Δεκεμβρίου 2020 κατά της SSB που εντός 18-24 μηνών θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα ανταλλακτικών ακόμη και στον υφιστάμενο, και ποιοτικά κατώτερο του ελληνικού, τουρκικό στόλο F-16. Τα προβλήματα αυτά θα επεκτείνονται σταδιακά και σε άλλα βασικά τουρκικά συστήματα, των Bayraktar συμπεριλαμβανομένων.

Με πιθανή πλέον την εκλογική ήττα του Ερντογάν στις ερχόμενες προεδρικές εκλογές, η Αθήνα έχει ένα παράθυρο ευκαιρίας διάρκειας τουλάχιστον δύο ετών για να μεγιστοποιήσει τη μεσο-μακροπρόθεσμη απόδοση του νέου εξοπλιστικού της προγράμματος. Οι πολλαπλασιαστές ισχύος του προγράμματος αυτού, μετά την ολοκλήρωση του κρίσιμου ναυτικού του τμήματος εντός του 2021, θα πρέπει να εστιαστούν:

α) Στη μεγιστοποίηση του βεληνεκούς των υφιστάμενων δυνατοτήτων του κινούμενου παράκτιου πυροβολικού από τα νησιά του Αιγαίου – αλλά και στο θέατρο της Κύπρου – με έξυπνα βλήματα υψηλής ακρίβειας που μπορούν να πλήξουν στρατηγικούς στόχους σε βάθος εκατοντάδων χιλιομέτρων εντός της τουρκικής ενδοχώρας και εναντίον του τουρκικού στόλου, αναπτύσσοντας το συντομότερο δυνατόν ένα «ντοπαρισμένο» πυροβολικό. Αυτό το «artillery on steroids» θα αξιοποιήσει στο μέγιστον την αμυντικογενή αρχιπελαγική γεωγραφία του Αιγαίου.

β) Στην απόκτηση μεταξύ 2023-2025 από το ΠΝ δύο υποβρυχίων τύπου 214 έτσι ώστε να διατηρηθεί η ποσοτική και ποιοτική ισορροπία στον υποβρυχιακό στόλο μετά την ανάπτυξη με γερμανική τεχνολογία των έξι τουρκικών προδιαγραφών υποβρυχίων 214 που θα καθελκύσει η Τουρκία έως το 2025.

γ) Στη στρατηγική επένδυση σε μέσα και επιχειρήσεις ηλεκτρονικού, δικτυοκεντρικού πολέμου και κυβερνοπολέμου.

δ) Στη στρατηγική επένδυση στην εγχώρια παραγωγή – στο πλαίσιο της PESCO – μη επανδρωμένων αεροπορικών και υποβρυχιακών μαχητικών οχημάτων (UCAV, UUV).

Ο κ. Θεόδωρος Τσακίρης είναι αναπληρωτής καθηγητής Γεωπολιτικής και Ενεργειακής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.