Η πρόσφατη πανδημία επανέφερε επιτακτικά στον δημόσιο διάλογο και στη ζωή μας το ζήτημα του μέλλοντος της εργασίας. Ο αυτοματισμός της εργασιακής πραγματικότητας, που υιοθετήθηκε ημι-εκούσια στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της υγειονομικής κρίσης, επιτάχυνε τον μετασχηματισμό της αγοράς εργασίας σε πιο συστηματοποιημένα και προτυποποιημένα μοντέλα. Ετσι, ο κόσμος της εργασίας ήρθε αντιμέτωπος με καταστάσεις που θα απαντούσε – κατά τη φυσική ροή των πραγμάτων – σε εύθετο χρόνο, έχοντας την πολυτέλεια προηγουμένως να προετοιμαστεί για τις εξελίξεις.

Αυτός ο χρόνος της προετοιμασίας χάθηκε ανεπίστροφα, με αποτέλεσμα καθημερινά να δοκιμάζονται η ανθεκτικότητα και η αντοχή του συστήματος. Η πανδημία συνεπώς, ως de facto επιταχυντής των αλλαγών στον κόσμο της εργασίας, αντινομώντας με τον χρόνο, δεν επέτρεψε μια ήπια αφομοίωση των αλλαγών. Στον αντίποδα, ακριβώς το ανελαστικό της ανάγκης αντιμετωπίσεως των έκτακτων περιστάσεων έκανε πολύ ξεκάθαρα εκείνα τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που εξασφαλίζουν το εισιτήριο για την εργασιακή εγκαθίδρυση στον νέο κόσμο. Και ποια είναι αυτά; Οι εργασιακές δεξιότητες που εκπορεύονται από την ανθρώπινη φύση.

Σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται αυτοματοποιούμενος, μοναδικό αντίβαρο είναι τα ανθρώπινα χαρίσματα, άλλοτε ως εξεύρεση λύσεων, άλλοτε ως επίτευξη συγκλίσεων και άλλοτε ως σύναψη συμβιβασμών. Ο νέος κόσμος της εργασίας είναι μεν ένας κόσμος μηχανοκρατούμενος, έχει όμως ανάγκη, περισσότερο από ποτέ, από τον δημιουργικό ανθρώπινο παράγοντα.

Εκεί που δεν αρκεί απλά να πατήσει κανείς ένα κουμπί για να εξαχθεί το αποτέλεσμα, τη διαφορά κάνει η ανθρώπινη ευελιξία που συναντά την ευρηματικότητα. Και μπορεί η ανθρώπινη διάσταση στην εργασία να μοιάζει αναπόσπαστο κομμάτι κυρίως των λεγόμενων «κοινωνικών επαγγελμάτων», όπως λ.χ. γιατροί και δικηγόροι, όμως η ανάπτυξη των εργασιακών δεξιοτήτων αφορά πρωτίστως το άτομο, ανοίγοντάς του νέους δρόμους και εξελίσσοντας την εργασιακή και προσωπική του πορεία, πέραν των στεγανών του ασκούμενου επαγγέλματος και της ρουτίνας της αυτοματοποίησής του.

Οι εργοδότες προτιμούν τελικά εκείνον τον εργαζόμενο που είναι ευέλικτος, που ως ολοκληρωμένη προσωπικότητα μπορεί ώριμα να διαχειρίζεται, να διαδρά και να επηρεάζει τους γύρω του, που χωρίς εγωπαθή σύνδρομα αναγνωρίζει τη σημασία της ομαδικότητας, προσπαθώντας συνάμα για την επίτευξη της αυτάρκειας έστω και ως τρόπου επαληθεύσεως του αποτελέσματος, που αντέχει και μπορεί να βρίσκει λύσεις, προάγοντας συγκλίσεις και απαλείφοντας αποκλίσεις. Τα προηγούμενα ωστόσο προϋποθέτουν ότι ο εργαζόμενος λειτουργεί σε ένα περιβάλλον στο οποίο αφενός μεν μπορεί άφοβα και ανενόχλητα να εκφράζεται, να σκέπτεται και να δημιουργεί, αφετέρου δε του παρέχονται ίσες και ουσιαστικές ευκαιρίες εκπαίδευσης και επανακατάρτισης.

Πάνω σε αυτή τη λεπτή ισορροπία χτίζεται το μέλλον της εργασίας ή πιο απλά ο «νέος κόσμος της εργασίας»: ο εργοδότης οφείλει να εξασφαλίζει τον κατάλληλο χώρο στον οποίο ο εργαζόμενος θα μπορεί ανεμπόδιστα να αναδεικνύει και να καλλιεργεί τα ταλέντα του. Υπό αυτή την έννοια, ο νέος κόσμος της εργασίας, αναπόφευκτα και αναμφίβολα ευτυχώς, περνάει μέσα από την ελευθερία του πνεύματος, της σκέψης, της ενέργειας, της πραγμάτωσης και τελικά της ατομικής και συλλογικής κατάκτησης.

Η κυρία Κατερίνα Γανίδη είναι δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω, υπ. διδάκτωρ Νομικής ΕΚΠΑ.