Είναι κοινώς παραδεκτό πια ότι τα εμβόλια σώζουν ζωές και αποτελούν πλέον τον κρισιμότερο και αποτελεσματικότερο παράγοντα ελέγχου της υγειονομικής κρίσης.

Αποδεικνύεται από τις εμπειρίες χωρών, όπως το Ισραήλ και η Μεγάλη Βρετανία, οι οποίες κατάφεραν να εμβολιάσουν το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού τους και πλέον απολαμβάνουν καλύτερες υγειονομικές συνθήκες, με ελεγχόμενα κρούσματα και μείωση των θανάτων.

Και η διεθνής διαμάχη επίσης για την ελευθέρωση των πατεντών ακριβώς επιβεβαιώνει την κρισιμότητα των εμβολίων.

Καλώς ή κακώς, ανεξαρτήτως πώς, όλα τα άλλα εργαλεία, ιδιαιτέρως οι περιορισμοί και οι συνεχείς απαγορεύσεις, εξήντλησαν τις όποιες δυνατότητές τους και επιπλέον κούρασαν τις κοινωνίες και τους πολίτες.

Στη χώρα μας ειδικότερα, αποδεδειγμένα πια δεν αντέχουμε παράταση των περιορισμών.

Προκύπτει η διαπίστωση αυτή από την επαυξημένη κινητικότητα των τελευταίων ημερών και από τη δεδηλωμένη πια, παρά τα πολλά κρούσματα και την ασκούμενη πίεση στα νοσοκομεία, επιθυμία των περισσοτέρων για άνοιγμα και απελευθέρωση των κοινωνικών και οικονομικών δραστηριοτήτων.

Σήμερα, βοηθούντος και του καιρού, φαντάζει αν μη τι άλλο μάταιο να επιμένει κανείς σε αποτυχημένα και αμφισβητούμενα στην πράξη απαγορευτικά, όπως συνέβη για παράδειγμα στην εορταστική ανάπαυλα του Πάσχα.

Το φαινόμενο των μαζικών παραβιάσεων, με διάφορα αστεία και εν πολλοίς απαράδεκτα «εφευρήματα», δεν τιμά κανέναν, ούτε συνιστά λύση.

Αντιθέτως, οδηγεί σε εθελοτυφλία και πιθανόν σε λανθασμένες επιλογές, αν συνεχίσει να επιμένει κανείς δογματικά σε αναποτελεσματικούς περιορισμούς.

Οπότε, όπως έχουν διαμορφωθεί οι υγειονομικές και οι ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, δεν χωρεί αμφιβολία ότι μόνο οι μαζικοί εμβολιασμοί, με ταυτόχρονη πιστή τήρηση των μέτρων ατομικής προστασίας, είναι ικανοί να προσφέρουν ασφαλή και αποτελεσματική απάντηση στην πανδημία.

Το ευτύχημα είναι ότι οι εμβολιασμοί «τρέχουν» πλέον με μεγάλες ταχύτητες. Οι πολίτες, ιδιαιτέρως οι νεότεροι, ανταποκρίνονται στις εκκλήσεις της επιστημονικής κοινότητας και σπεύδουν μαζικά να κλείσουν ραντεβού και να εμβολιαστούν.

Τις τελευταίες μέρες εμβολιάζονται περισσότεροι από 100.000 καθημερινά, επιτρέποντας στις Αρχές να αισιοδοξούν ότι μέχρι τα τέλη Ιουνίου η Ελλάδα θα μπορεί να συγκαταλέγεται στις σχετικά ασφαλείς χώρες και να είναι σε θέση να διεκδικήσει ένα αξιοπρεπές και οικονομικά αποδοτικό τουριστικό άνοιγμα.

Ωστόσο, διατηρείται ακόμη ένας ευρύς κύκλος που αρνείται ή αποφεύγει τον εμβολιασμό και συνήθως είναι ο ίδιος κύκλος που δεν τηρεί με τη δέουσα προσοχή τα μέτρα ατομικής προστασίας, εμποδίζοντας κατά βάση την ελευθέρωση της κοινωνίας από τα δεινά της υγειονομικής κρίσης.

Το δυστύχημα είναι ότι αυτή η διπλά αρνητική στάση συναντάται στις μεγαλύτερες και εκ των πραγμάτων στις πιο ευάλωτες ηλικιακές ομάδες του πληθυσμού. Σχεδόν το 30% των πολιτών ηλικίας άνω των 60 ετών δεν έχει εμβολιαστεί, παρότι είχε τον χρόνο, την ευκαιρία και αντιμετωπίζει τον σοβαρότερο κίνδυνο από την πανδημία του κορωνοϊού.

Η στάση τους είναι επιεικώς απαράδεκτη, για να μην πούμε ανεύθυνη και εν πολλοίς αντικοινωνική. Οπως πολύ περισσότερο, δεν δικαιολογείται η άρνηση στον εμβολιασμό μερίδας του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού. Στις παρούσες συνθήκες δεν θα έπρεπε να επιτρέπεται η είσοδος ανεμβολίαστων εργαζομένων στα νοσοκομεία και στις λοιπές μονάδες υγείας.

Η κυβέρνηση οφείλει να καταστήσει σαφές προς όλες τις κατευθύνσεις ότι τυχόν αντιεμβολιαστική στάση και συμπεριφορά δεν μπορεί να γίνει ανεκτή, θα έχει συνέπειες και οι αρνητές θα αντιμετωπίζουν κάποιου τύπου εμπόδια στις δραστηριότητές τους. Είναι, αν μη τι άλλο, ζήτημα ατομικής και συλλογικής ευθύνης…

ΤΟ ΒΗΜΑ