Οχι ότι δεν το είχαμε ήδη αντιληφθεί, αλλά η επίσημη πλέον διαπίστωση από το διεθνούς φήμης αμερικανικό ίδρυμα Freedom House (που παρακολουθεί εδώ και 80 χρόνια την πορεία των δημοκρατικών ελευθεριών σε ολόκληρο τον Κόσμο) ότι τα τρία τέταρτα των κατοίκων του πλανήτη ζουν σε χώρες όπου η δημοκρατία συρρικνώνεται, κρούει τον κώδωνα για το τι μπορεί να ακολουθήσει από εδώ και πέρα.

Καθώς μάλιστα οι διαπιστώσεις αυτές δεν αφορούν μόνον τα γνωστά δικτατορικά καθεστώτα του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου, αλλά και τις υποτιθέμενες υποδειγματικές Δημοκρατίες και κυρίως την κορυφαία από αυτές, δηλαδή τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και αυτό είναι που θα πρέπει να μας ανησυχήσει ιδιαίτερα, τη στιγμή που μετά το τέλος του διπολισμού και των γενικότερων ισορροπιών που είχαν διαμορφωθεί κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής εποχής, διανύουμε μια περίοδο επικίνδυνης πλανητικής αστάθειας, που έρχεται να επιβαρυνθεί από τα γνωστά αρνητικά αποτελέσματα της παρατεινόμενης πανδημίας.

Και μπορεί η άνοδος στην εξουσία του Τζο Μπάιντεν και τα πρώτα μέτρα που ανακοίνωσε να δημιουργούν την ελπίδα ότι η Αμερική επανέρχεται στα γνωστά χνάρια του παρελθόντος, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα είναι εύκολο να ξεπερασθούν τα αρνητικά πρότυπα που άφησε πίσω του ο απελθών πρόεδρος. Πρότυπα που όπως τώρα διαπιστώνεται έχουν βραχυκυκλώσει το μεγάλο ιστορικό κόμμα του Αβραάμ Λίνκολν, καθώς μάλιστα ο Τραμπ επιμένει να είναι και πάλι υποψήφιος το 2024. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η έκθεση του Freedom House υποβάθμισε τις ΗΠΑ κατά τρεις μονάδες, με αποτέλεσμα η Ελλάδα του Κ. Μητσοτάκη να βρίσκεται τώρα πάνω από αυτές. Και ας διαμαρτύρεται ο ΣΥΡΙΖΑ του Θόδωρου Δρίτσα.

Με τα δεδομένα αυτά επόμενο είναι να θριαμβεύουν οι γνωστοί ανά τον κόσμο αυταρχικοί ηγέτες. Αλλά το ερώτημα είναι αν αυτή η ξέφρενη πορεία προς τον αυταρχισμό θα καταστεί δυνατόν να σταματήσει κάποια στιγμή. Αυτό ίσως εξαρτηθεί από το αν θα μπορέσει να επαναλειτουργήσει, πάνω σε νέα πλέον βάση, η σύνδεση των δύο βασικών δημοκρατικών πυρήνων του πλανήτη – των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ενωμένης Ευρώπης – ώστε να δώσουν την αναγκαία ώθηση στη δύσκολη προσπάθεια του παγκόσμιου εκδημοκρατισμού. Μια σύνδεση που είχε ευθέως πληγεί από την εθνικολαϊκιστική πολιτική Τραμπ. Για να συμβεί όμως αυτό δεν αρκούν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι προθέσεις του Μπάιντεν, αλλά θα πρέπει επιτέλους η ΕΕ να ξεπεράσει τη σημερινή μεγαλύτερη εσωτερική κρίση της ιστορίας της (που σφραγίστηκε ιδιαίτερα από την αδυναμία της να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την κρίση της πανδημίας) και να παίξει τον ρόλο που δικαιωματικά της ανήκει.