Τον Αύγουστο του 2019, για πρώτη φορά μετά τις εκλογές, το πολιτικό σκηνικό μύριζε μπαρούτι. Η κυβέρνηση είχε φέρει στη Βουλή το νομοσχέδιο με το οποίο θα καταργούσε πλήρως το πανεπιστημιακό άσυλο και οι αντιδράσεις ήταν έντονες. Πριν από την ψήφιση του νομοσχεδίου υπήρξε, στο παρασκήνιο, με πρωτοβουλία της Φώφης Γεννηματά, μια προσπάθεια συνεννόησης με τον Κυριάκο Μητσοτάκη έτσι ώστε το νομοσχέδιο να ψηφιστεί και από το Κίνημα Αλλαγής. Δεν καρποφόρησε.

Η συμβιβαστική πρόταση της Χαριλάου Τρικούπη εκτιμήθηκε ότι «θόλωνε» το μήνυμα αποφασιστικότητας της κυβέρνησης προς την κοινωνία. «Δεν εκλέχθηκα για να συναινέσω με το ΚΙΝΑΛ αλλά για να υλοποιήσω την εντολή των αλλαγών που μου έδωσαν οι πολίτες» φέρεται να είπε ο Πρωθυπουργός στους συνεργάτες του. Την ίδια ώρα, στις δημοσκοπήσεις ένα μεγάλο μέρος της εκλογικής βάσης κυρίως του Κινήματος Αλλαγής, αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ, εμφανιζόταν να μην υιοθετεί την κριτική των κομμάτων τους για αστυνομοκρατία και αυταρχισμό και να στηρίζει τη «σκληρή γραμμή» της κυβέρνησης.

Οι ψηφοφόροι του Κέντρου

Η ραχοκοκαλιά αυτού του διακομματικού ρεύματος υποστήριξης της κυβέρνησης, όπως εκτιμήθηκε από δημοσκόπους και πολιτικούς αναλυτές, αποτελείται από πολίτες που τοποθετούν τον εαυτό τους στον ευρύτερο χώρο του Κέντρου. Τα μνημονιακά χρόνια και ειδικά μετά την κατάρρευση του ΠαΣοΚ οι πολίτες αυτοί διασκορπίστηκαν, αναζητώντας νέα πολιτική στέγη. Μεγάλο μέρος, ειδικά όσων δήλωναν αντιδεξιοί, επέλεξε στον ΣΥΡΙΖΑ, ένα επίσης μεγάλο μέρος τους επέλεξε τη συνέχεια του ΠαΣοΚ, το Κίνημα Αλλαγής, ενώ υπήρξαν και οι αποκαλούμενοι ως «πρώτη φορά Δεξιά», προοδευτικοί πολίτες που επέλεξαν να διακόψουν την εκλογική τους σχέση με το Κίνημα Αλλαγής μετά την απομάκρυνση από τα ψηφοδέλτια του Ευάγγελου Βενιζέλου.

Η υποστήριξη της κυβέρνησης στο ζήτημα του ασύλου από τη μεγάλη πλειοψηφία της εκλογικής βάσης του Κινήματος Αλλαγής αλλά και ενός μεγάλου τμήματος του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός. Σταθερά, σε όλες τις δημοσκοπήσεις, από την αρχή της θητείας της κυβέρνησης μέχρι σήμερα, ένα ποσοστό ψηφοφόρων που στο Κίνημα Αλλαγής ξεπερνά σε πολλές περιπτώσεις το 60% και στον ΣΥΡΙΖΑ κινείται στη ζώνη του 20%, δείχνει να είναι ικανοποιημένο από την εικόνα και τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης.

«Δυνάμεις μετριοπάθειας»

Πολιτικοί αναλυτές και δημοσκόποι περιγράφουν το κοινό αυτό ως «ένα προοδευτικό τμήμα των ψηφοφόρων κουρασμένο από την πολιτικά αλλοπρόσαλλη μνημονιακή δεκαετία και την ακραία πολιτική αντιπαράθεση που τη χαρακτήρισε. Ζητεί να πάει η χώρα ένα βήμα μπροστά, ζητεί αλλαγές, μεταρρυθμίσεις, πολιτικό διάλογο με επιχειρήματα, χωρίς εξαλλοσύνες. Αναζητεί λύσεις για τα προβλήματά του και προτάσεις για το μέλλον του». Είναι, όπως τόνισε ο κ. Μητσοτάκης, «συμπολίτες μας οι οποίοι δεν έχουν πολύ έντονες ιδεολογικές αναφορές, οι οποίοι θέλουν πρωτίστως να αντιμετωπίζονται τα προβλήματα, χωρίς πάντα σκληρό ιδεολογικό πρόσημο».

Αυτές οι «δυνάμεις μετριοπάθειας», όπως χαρακτηρίζονται, ενισχύθηκαν μετά και την επέλαση της πανδημίας που γιγάντωσε την αβεβαιότητα και την αγωνία για το μέλλον στις τάξεις των κοινωνικά αδύναμων καθώς και στα απομεινάρια της μεσαίας τάξης. Ενα στοιχείο της ταυτότητας αυτού του κοινού είναι το ότι ένα μεγάλο μέρος του, πάνω από το 50%, δηλώνει ότι έχει μεσαία εισοδήματα. Κεντρώο δηλώνει επίσης ένα μεγάλο μέρος μικρομεσαίων επιχειρηματιών, των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα και των συνταξιούχων.

Τι δείχνουν τα στοιχεία

Το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι αυτοτοποθετούνται στον ευρύτερο χώρο του Κέντρου αυξήθηκε τα τελευταία πέντε χρόνια. Το γεγονός αυτό αποδίδεται σε δύο βασικούς παράγοντες. Ο πρώτος είναι η μείωση της δύναμης της Αριστεράς στο εκλογικό σώμα. Οπως προκύπτει από τα διαχρονικά στοιχεία των μετρήσεων της Metron Analysis, που έχουν να κάνουν με τον δείκτη «πολιτικής αυτοπεποίθησης», το ποσοστό όσων δήλωναν αριστεροί έπεσε στο 11% τον Σεπτέμβριο του 2020, από το 17% που βρισκόταν τον Απρίλη του 2015. Η μείωση αυτή ερμηνεύεται ως το επακόλουθο της εμπειρίας της διακυβέρνησης της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ. Στα ίδια επίπεδα, με μικρή μείωση, κινείται το ποσοστό όσων δηλώνουν κεντρώοι και κεντροαριστεροί.

Ο δεύτερος και κλειδί που ανοίγει την πόρτα της ερμηνείας των σημερινών πολιτικών συσχετισμών βρίσκεται στο κοινό που δηλώνει κεντροδεξιό και το οποίο, σε σχέση με το 2015, εκτινάχθηκε από το 13% στο 19%. Αυτό το κοινό, όπως επισημαίνουν μελετητές της κοινής γνώμης, δεν είναι το παραδοσιακό κεντροδεξιό ακροατήριο που είχε σχεδόν πάντα το βλέμμα του στραμμένο προς τα δεξιά. Αποτελείται από πολίτες κεντρώους που διατηρούσαν ιδεολογικές αποστάσεις από τη ΝΔ, οι οποίες φαίνεται να καλύφθηκαν από την πολιτική ατζέντα του Κυριάκου Μητσοτάκη και το κεντρώο στίγμα που, μέχρι στιγμής, εκπέμπει.

Οι φόβοι για την υπεροχή Μητσοτάκη

«Ολοένα και περισσότεροι συμπολίτες μας που αυτοπροσδιορίζονται ως κεντρώοι αυτή τη στιγμή εκφράζονται πολιτικά από τη Νέα Δημοκρατία. Αν αυτό κάποιους τους ενοχλεί είναι δικό τους πρόβλημα, δεν είναι δικό μου»τόνισε προ ημερών ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη Βουλή. Απευθυνόταν στη Φώφη Γεννηματά και στον Αλέξη Τσίπρα. Η μάχη του Κέντρου δεν είναι, όπως ήθελαν να πιστεύουν, ένα μέρος του συνολικού μεταξύ τους πολέμου για την κυριαρχία στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Αφορά κάτι πολύ μεγαλύτερο: το αν μετά από χρόνια κυριαρχίας η Κεντροαριστερά, συνολικά, εισέλθει στη δική της πολιτική έρημο. Το «φάντασμα» της εδραίωσης της υπεροχής του Κυριάκου Μητσοτάκη στον χώρο του Κέντρου πλανάται πάνω από την Κουμουνδούρου και τη Χαριλάου Τρικούπη.

Οι προκλήσεις μετά την πανδημία

Σε αυτή τη μάχη του Κέντρου που, όπως εκτιμάται, θα διαμορφώσει την πολιτική γεωγραφία των επόμενων καθοριστικών για τη χώρα χρόνων, ο Πρωθυπουργός έχει αυτή τη στιγμή ένα σαφές προβάδισμα έναντι των αντιπάλων του.

Η ικανοποίηση και η αποδοχή του στην εκλογική βάση του Κινήματος Αλλαγής έχει αγγίξει σε ορισμένες δημοσκοπήσεις ακόμη και το 80%, ενώ στον ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να κινείται σταθερά στη ζώνη του 25-30%. Αξιοσημείωτη είναι και η δημοφιλία του κ. Μητσοτάκη στις τάξεις των ψηφοφόρων του ΚΚΕ αλλά και του ΜέΡΑ25. Φτάνουν όλα τα παραπάνω, ακόμη και η αδυναμία των πολιτικών του αντιπάλων, να αποκτήσουν αντιπολιτευτικό βηματισμό για να εδραιώσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης την υπεροχή του στον χώρο του Κέντρου;

Ο πρώτος αντίπαλος των κυβερνήσεων είναι οι προκλήσεις και τα προβλήματα με τα οποία βρίσκονται αντιμέτωπες. Το επόμενο διάστημα, και καθώς η διαδικασία εμβολιασμού του πληθυσμού θα προχωρεί, η συζήτηση θα στραφεί στην ανοικοδόμηση των ερειπίων που άφησε πίσω της η πανδημία, στην οικονομία, στη νέα καθημερινότητα.

Η αντιπολίτευση εκτιμά ότι ο κ. Μητσοτάκης θα κληθεί να πάρει αποφάσεις δύσκολες που θα δημιουργήσουν τη βάση για την αμφισβήτηση της πολιτικής του κυριαρχίας. Υπάρχει και μια άλλη παράμετρος η οποία, σύμφωνα με πολιτικούς αναλυτές, «μπορεί να βάλει τη συζήτηση σε άλλο τραπέζι».

Η μετατόπιση της ΝΔ προς το Κέντρο πιθανόν να αφήσει ζωτικό χώρο για την εμφάνιση ενός σχήματος που, σε περιόδους έξαρσης των εθνικών θεμάτων όπως αυτή που διανύουμε, μπορεί να διεκδικήσει ένα τμήμα της «δεξιάς πτέρυγας» των ψηφοφόρων του κόμματος.

Οι δυσκολίες στον ΣΥΡΙΖΑ και η σημαία της προοδευτικής διακυβέρνησης

Η αμφισβήτηση οποιασδήποτε κυριαρχίας σε κάθε περίπτωση προϋποθέτει το αντίπαλο δέος. Μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του Κέντρου, ειδικά όσων έχουν, όπως λέγεται, «αντιδεξιά χαρακτηριστικά», επέλεξε να δώσει στον Αλέξη Τσίπρα μια δεύτερη ευκαιρία. Ομως η διαφαινόμενη, στην αρχή τουλάχιστον, βούληση του κ. Τσίπρα για στροφή σε μετριοπαθέστερες θέσεις και περαιτέρω άνοιγμα στο Κέντρο σκόνταψε στο εμπόδιο της ιδεολογικής καθαρότητας της παραδοσιακής του εκλογικής βάσης που δεν μοιάζει διατεθειμένη να βάλει και άλλο κεντροαριστερό νερό στο κρασί της, βλέποντας τον ΣΥΡΙΖΑ να μετατρέπεται «σε κάτι σαν σοσιαλδημοκρατικό κόμμα».

Η περιχαράκωση ωστόσο του ΣΥΡΙΖΑ σε έναν ιδεολογικό χώρο που δεν είναι ελκυστικός για το μεγαλύτερο μέρος των αυτοτοποθετούμενων στο Κέντρο, καθιστά ιδιαίτερα δύσκολη την προσπάθειά του να δημιουργήσει προϋποθέσεις επιστροφής στην εξουσία. Ο Αλέξης Τσίπρας όπως λέγεται, αντιλαμβανόμενος τη δυσκολία να στρίψει τον ΣΥΡΙΖΑ προς το Κέντρο, επιστράτευσε τη σημαία της «προοδευτικής διακυβέρνησης», δηλαδή της προσέγγισης και της μετεκλογικής συνεργασίας με το Κίνημα Αλλαγής. Γνωρίζει ότι ένας «αριστερός, μοναχικός ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς συμμάχους» είναι η οδός παραμονής στην αντιπολίτευση.

Διαφορετική οπτική και συνεργασίες

Ωστόσο, το αφήγημα της «προοδευτικής διακυβέρνησης» δεν δείχνει να συγκινεί ιδιαίτερα το, καθοριστικό για την έκβαση των εκλογικών αναμετρήσεων, κεντρώο κοινό. Αν μάλιστα, όπως λέγεται, η προοδευτική διακυβέρνηση δεν είναι υπόθεση συμφωνιών κορυφής αλλά διεργασιών στη βάση των δύο κομμάτων, μια απλή ανάγνωση των μετρήσεων όλων των προηγούμενων μηνών δείχνει ότι η βάση του ΣΥΡΙΖΑ και του Κινήματος Αλλαγής είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι. Για παράδειγμα, σύμφωνα και με την πρώτη μέτρηση της νέας χρονιάς (Opinion Poll) όσοι, το 2019, ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ σε ποσοστά που κινούνται κοντά στο 60% θεωρούν ότι η χώρα κινείται προς τη λάθος κατεύθυνση.

Αντιθέτως, οι ψηφοφόροι του Κινήματος Αλλαγής σε ποσοστά που αγγίζουν το 70% θεωρούν ότι κινείται προς τη σωστή. Οι ψηφοφόροι του Κινήματος Αλλαγής εμφανίζονται, σε ποσοστό που κινείται περί το 65%, ικανοποιημένοι από το κυβερνητικό έργο ενώ του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζονται, με τα ίδια περίπου ποσοστά, δυσαρεστημένοι. Αυτή η εντελώς διαφορετική οπτική εξηγεί ότι η προοπτική συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ συγκινεί ένα ποσοστό των ψηφοφόρων του Κινήματος Αλλαγής που κινείται σταθερά κάτω από το 10%, ενώ το ποσοστό όσων βλέπουν θετικά τη συνεργασία με τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη ξεπερνά το 60%.

Καταλύτης η ανάκαμψη ή μη του ΚΙΝΑΛ

Καθοριστικός παράγοντας στη μάχη του Κέντρου είναι η δυνατότητα ή μη του Κινήματος Αλλαγής να ανακάμψει. Η Φώφη Γεννηματά φαίνεται να έχει διαβάσει τις αλλαγές που συντελέστηκαν στον ευρύτερο χώρο του Κέντρου τα τελευταία πέντε χρόνια. Στοιχημάτιζε, παρά το υψηλό ποσοστό που έλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές, για την αδυναμία του Αλέξη Τσίπρα να μετακινήσει το κόμμα του προς το Κέντρο και εξέφραζε την πεποίθηση ότι η απομάκρυνση του ΣΥΡΙΖΑ από την εξουσία θα τον οδηγήσει σε μακρά περίοδο αναταράξεων. Στη βάση αυτής της πεποίθησης χάραξε την αντιπολιτευτική της τακτική ώστε να ανταποκρίνεται σε αυτό που ζητούν από την αντιπολίτευση οι τοποθετούμενοι στον ευρύτερο χώρο του Κέντρου: Κριτική στην κυβέρνηση διατυπωμένη σε ήπιους τόνους, η οποία να συνοδεύεται από συγκεκριμένες εναλλακτικές προτάσεις.

Ωστόσο, το Κίνημα Αλλαγής, παρά την εμφανή αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να αποκτήσει αντιπολιτευτικό βηματισμό, παραμένει σε δημοσκοπικά επίπεδα μακριά από τις φιλοδοξίες της ηγεσίας και της βάσης του. Η κυρία Γεννηματά, όπως και ο Αλέξης Τσίπρας, δίνει τη μάχη του Κέντρου έχοντας να αντιμετωπίσει και την εσωτερική πίεση. Και αυτό είναι ένα ακόμη μειονέκτημα που έχουν σε σχέση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη.