Το νέο μέσο ανάκαμψης «Next Generation EU» (NGEU), που συμφωνήθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Ιούλιο του 2020, προβλέπει τη διάθεση 750 δισ. ευρώ (σε σταθερές τιμές του 2018) στα κράτη-μέλη της ΕΕ προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης COVID-19, καθώς και τα ζητήματα που προκύπτουν από την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση. Το συνολικό ποσό αντιστοιχεί σε 5,4% του ΑΕΠ της ΕΕ για το 2019, θα διατεθεί με τη μορφή επιχορηγήσεων κατά 390 δισ. ευρώ και δανείων κατά 360 δισ. ευρώ, ενώ αναμένεται να συνδράμει ιδιαίτερα τις ευάλωτες οικονομίες και αυτές που επλήγησαν περισσότερο από την πανδημία.

Το NGEU είναι συμπληρωματικό του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου 2021-2027 της ΕΕ, ύψους 1,074 τρισ. ευρώ, και η χρηματοδότησή του προβλέπει την έκδοση αμοιβαίου χρέους σε επίπεδο ΕΕ, το οποίο θα αποπληρωθεί μεταξύ 2028 και 2058.

Η Ελλάδα δύναται να αιτηθεί και να εισπράξει 32 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 19,3 δισ. ευρώ επιχορηγήσεις και 12,7 δισ. ευρώ δάνεια.

Μια πρώτη εκτίμηση του συνολικού πακέτου δανείων και επιχορηγήσεων και των ενδεχόμενων επιδράσεών του στην ανάπτυξη της οικονομίας για την περίοδο 2021-2026 έγινε με τη χρήση του μακροοικονομικού υποδείγματος της Τράπεζας της Ελλάδος, μέσω διαταραχών (shocks) στις κατάλληλες εξωγενείς μεταβλητές που συναρτώνται με τις δημόσιες δαπάνες.

Οι εκτιμήσεις προέκυψαν από ένα σενάριο που στηρίζεται σε συγκεκριμένες υποθέσεις για το ύψος, την απορρόφηση και τις εναλλακτικές χρήσεις των κονδυλίων.

Οι υποθέσεις αυτές είναι αναγκαίες δεδομένων των αβεβαιοτήτων που περιβάλλουν ακόμη τις εν λόγω παραμέτρους.

Επί του παρόντος παραμένει άγνωστο το μέγιστο ποσό επιχορηγήσεων που θα είναι διαθέσιμο για την Ελλάδα το 2023 με βάση τη σχετική κλείδα κατανομής, ενώ αναμένεται η οριστικοποίηση του εθνικού σχεδίου ανάκαμψης, το οποίο θα εξειδικεύει περαιτέρω τόσο το συνολικό ποσό το οποίο αιτείται η ελληνική κυβέρνηση όσο και τη χρήση του για επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις.

Οσον αφορά τις αναμενόμενες εκταμιεύσεις, η άσκηση προσομοίωσης υπέθεσε ότι η Ελλάδα θα αιτηθεί το μέγιστο των διαθέσιμων πόρων και θα έχει την απαραίτητη διοικητική και διαχειριστική ικανότητα να ολοκληρώσει την περίοδο 2021-2023 τη συμβασιοποίηση του συνόλου του διαθέσιμου ποσού σε δάνεια και επιχορηγήσεις, καθώς και να εκπληρώσει εγκαίρως όλα τα σχετικά ορόσημα και στόχους ώστε να υπάρξει πλήρης απορρόφηση των πόρων έως και το 2026. Επιπλέον, η απορρόφηση αναμένεται να είναι σχετικά οπισθοβαρής, σημειώνοντας επιτάχυνση προς το τέλος της περιόδου.

Οι υποθέσεις αυτές συνάδουν με τη μέχρι τώρα εμπειρία από τη διάθεση πόρων της ΕΕ στο πλαίσιο της πολιτικής συνοχής, που δείχνει καθυστερήσεις στην επιλογή και την υλοποίηση των έργων, με επιτάχυνση της απορρόφησης τα τελευταία έτη της εκάστοτε προγραμματικής περιόδου (και εξάντληση των διαθέσιμων πόρων κατά την τριετία της παράτασης σύμφωνα με τον κανόνα ν+3).

Σωρευτικά για την περίοδο 2021-2026 εκτιμώνται εισροές ύψους 34,5 δισ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές, που αντιστοιχούν σε περίπου 19% του ονομαστικού ΑΕΠ του 2019. Οι εισροές το 2021 ενσωματώνουν τις προβλεπόμενες προχρηματοδοτήσεις από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας κατά το β’ τρίμηνο του έτους και την υπόθεση ότι θα υπάρξει μια δεύτερη εκταμίευση κατά το τελευταίο τρίμηνο, καθώς θα υλοποιούνται σταδιακά οι δράσεις του εθνικού σχεδίου ανάκαμψης.

Επίσης γίνεται η υπόθεση ότι ισχύει η αρχή της προσθετικότητας, δηλαδή το σύνολο των επιχορηγήσεων και των δανείων του NGEU χρηματοδοτούν νέες επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις, και ότι το 70% των πόρων θα κατευθυνθεί σε δημόσιες επενδύσεις, το 18% σε κοινωνικές μεταβιβάσεις και το 12% σε δημόσια κατανάλωση.

Τα αποτελέσματα της προσομοίωσης δείχνουν ότι το Ταμείο θα έχει σημαντικές θετικές επιδράσεις στην ελληνική οικονομία την περίοδο 2021-2026.

Το πραγματικό ΑΕΠ αυξάνεται κατά 2,3% κατά μέσο όρο ετησίως. Οι επιδράσεις στο ΑΕΠ είναι μεγαλύτερες κατά τα δύο πρώτα έτη (2021-2022), αντανακλώντας το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία εισέρχεται σε υψηλότερη τροχιά ανάπτυξης ως αποτέλεσμα των αυξημένων δημόσιων δαπανών, καθώς και κατά τα δύο τελευταία έτη (2025-2026) λόγω της οπισθοβαρούς πορείας απορρόφησης των πόρων.

Οσον αφορά τους διαύλους μετάδοσης των επιδράσεων, η αύξηση των δημόσιων δαπανών προκαλεί άνοδο της εγχώριας ζήτησης, πρωτίστως λόγω της αύξησης των συνολικών επενδύσεων.

Ως αποτέλεσμα, αυξάνεται η ζήτηση εργασίας και συνακόλουθα ενισχύεται το εισόδημα των νοικοκυριών, το οποίο με τη σειρά του στηρίζει την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης.

Το εισόδημα των νοικοκυριών ενισχύεται περαιτέρω και από τις αυξημένες κοινωνικές μεταβιβάσεις.

Ταυτόχρονα όμως, η τελική επίδραση στο ΑΕΠ μετριάζεται από την αύξηση της ζήτησης εισαγωγών, με δεδομένο και το σχετικά υψηλό εισαγωγικό περιεχόμενο των επενδύσεων στην Ελλάδα, καθώς και από τη διαμόρφωση πληθωριστικών πιέσεων που επηρεάζουν ceteris paribus αρνητικά τις εξαγωγές.

Τα αποτελέσματα της εμπειρικής διερεύνησης δείχνουν ότι η πλήρης και χωρίς καθυστερήσεις απορρόφηση των διαθέσιμων για την Ελλάδα πόρων θα έχει σημαντικές θετικές επιδράσεις στην ελληνική οικονομία και θα τροφοδοτήσει την ταχύτερη ανάκαμψη από την κρίση COVID-19.

Μαζί με τους πόρους από το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ), η ελληνική οικονομία έχει μια μοναδική αναπτυξιακή ευκαιρία, πρώτον, να ενισχύσει το παραγωγικό της δυναμικό, θεμελιώνοντας τις απαραίτητες βάσεις ώστε να αντιμετωπιστούν μακροχρόνιες δομικές προκλήσεις, όπως αυτές της γήρανσης του πληθυσμού και της κλιματικής αλλαγής, και δεύτερον, να επιτύχει ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 3,5% ετησίως την επόμενη δεκαετία.

Η αξιοποίηση ενός τόσο μεγάλου δημοσιονομικού πακέτου σε παραγωγικές χρήσεις, δημιουργώντας συνέργειες και επιλέγοντας την κατάλληλη προτεραιοποίηση έργων, είναι μια μεγάλη πρόκληση για την ελληνική δημόσια διοίκηση. Οι πρωτοβουλίες των αρμόδιων αρχών για τον καλύτερο συντονισμό του κυβερνητικού έργου και τη δημιουργία της «Ειδικής Υπηρεσίας Συντονισμού Ταμείου Ανάκαμψης» για την αξιοποίηση των πόρων είναι προς τη σωστή κατεύθυνση.

Επιθυμητό είναι επίσης να συνεχιστούν και να ενταθούν οι προσπάθειες για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης μέσω της ψηφιοποίησης των διαδικασιών, καθώς και για τη μείωση του διοικητικού βάρους και της γραφειοκρατίας.

Παράλληλα, είναι σημαντικό να δημιουργηθεί το κατάλληλο πλαίσιο που θα διευκολύνει τη συμμετοχή ελληνικών και ξένων επιχειρήσεων που διαθέτουν τεχνογνωσία, διοικητική και χρηματοοικονομική επάρκεια καθώς και εξωστρέφεια στον σχεδιασμό και την εκτέλεση έργων στρατηγικής σημασίας. Οι επιχειρήσεις αυτές μπορούν να συμβάλουν στην έγκαιρη διεκπεραίωση των έργων αυτών και στην επιτάχυνση της διάχυσης των ωφελειών στον ιδιωτικό τομέα.

Τέλος, η διαμόρφωση ενός συνεκτικού – και με όραμα για τον μακροπρόθεσμο προσανατολισμό της οικονομίας – εθνικού σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας θα ωφεληθεί από την αξιοποίηση της Εκθεσης της Επιτροπής Πισσαρίδη, λαμβάνοντας υπόψη και τις ιδιαίτερες προκλήσεις της τρέχουσας συγκυρίας. Σε τελευταία ανάλυση, προϋπόθεση μιας επιτυχούς οικονομικής πολιτικής για τη μετά την πανδημία περίοδο και σε βάθος δεκαετίας, είναι η πολιτική βούληση για μεταρρυθμίσεις, δημοσιονομική ισορροπία και χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Ο κ. Γιάννης Στουρνάρας είναι διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.