Επιπτώσεις της COVID-19 φαίνεται να αποτελούν τόσο οι αλλαγές στα κοινωνικά συμπεριφορικά πρότυπα, οι περιορισμοί στις μεταφορές, η επιβράδυνση του επιπέδου της εμπορικής δραστηριότητας, οι πιθανές διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού, όσο και οι υψηλοί βαθμοί μεταβλητότητας στις χρηματοοικονομικές αγορές, που στην περίπτωση της Ελλάδας πρόσθετο επιβαρυντικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία βρισκόταν στη διαδικασία εξόδου από μια βαθύτατη δεκαετή χρηματοοικονομική κρίση, με αποτέλεσμα να μην έχει σθεναρά σημεία στήριξης.

Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα της ICAP (Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2020, σε 1.513 εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα), 2 στις 3 επιχειρήσεις περιμένουν πτώση ρευστότητας άνω του 20% για το 2020, ενώ με προβλεπόμενη ύφεση 10,5% για το τρέχον έτος, οι μισές εταιρείες θεωρούν πως ο κύκλος εργασιών τους θα επιστρέψει σε επίπεδα προ πανδημίας το 2022 ή και το 2023. Παράλληλα, αν και η ταχύτερη διάθεση του εμβολίου κατά του κορωνοϊού στο ευρύ κοινό θα περιορίσει σημαντικά την αβεβαιότητα και θα επιταχύνει την ανάκαμψη, φαίνεται πως ο ρυθμός ανάπτυξης για το 2021 πέφτει στο 4,8% από 7,5%, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη αναθεώρηση του σχεδίου του κρατικού προϋπολογισμού. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η ουσία του προβλήματος γίνεται πιο έντονα αντιληπτή όταν τα μακροοικονομικά μεγέθη μεταφράζονται και φτάνουν στην «τσέπη» του κάθε ενός πολίτη ή της κάθε επιχείρησης ξεχωριστά.

Ο κύκλος της οικονομίας είναι απλός: όσο υπάρχει κατανάλωση, οι επιχειρήσεις και τα κράτη ευημερούν, το ίδιο και οι εκάστοτε πολίτες, υπάλληλοι και μέτοχοι επενδυτές, ανατροφοδοτώντας την κατανάλωση κ.ο.κ. Σε αντίθετη περίπτωση, που η επιχείρηση αδυνατεί να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις της, συμπεριλαμβανομένων και των μισθών των υπαλλήλων της, οι τελευταίοι αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στις δικές τους υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων δανείων έως και αναγκών διαβίωσης, με την κατανάλωση να τείνει να μειώνεται (ακόμα και με άρση πιθανών πανδημικών απαγορευτικών μέτρων) και έναν αρνητικό φαύλο κύκλο οικονομικής ύφεσης και δυσπραγίας να παίρνει τη θέση της υγιούς ανάπτυξης. Εννοείται πως η ζημία που προκαλείται είναι πολλαπλά μεγαλύτερη σε περιπτώσεις που γίνεται κακή εκμετάλλευση της κατάστασης και πολλές υποχρεώσεις παραμένουν εκκρεμείς, αν και υπάρχει επάρκεια πόρων του εκάστοτε οφειλέτη.

Εξαιρώντας την εκάστοτε μακροοικονομική πολιτική, σημαντικό εξισορροπητικό παράγοντα αποτελεί ο περιορισμός ανεξόφλητων υποχρεώσεων ανεξαρτήτως του οφειλέτη (ιδιώτη ή επιχείρησης) αλλά και του πιστωτή. Στόχο δεν πρέπει να αποτελεί απλά η είσπραξη, αλλά η διερεύνηση της οικονομικής κατάστασης του οφειλέτη, η παροχή εναλλακτικών λύσεων που θα τον βοηθήσουν να καλύψει μακροχρόνια και τις οφειλές του αλλά και τις ανάγκες διαβίωσής του, και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και η εκπαίδευση και η καθοδήγησή του πώς να διαχειρίζεται καλύτερα τα οικονομικά του εν μέσω της κρίσιμης αυτής περιόδου.

Κοινός στόχος όλων μας λοιπόν πρέπει να είναι η διατήρηση της κοινωνικής και οικονομικής σταθερότητας και ανθεκτικότητας σε αυτή την ταραχώδη εποχή και είναι προφανώς προς το κοινό μας συμφέρον να βοηθήσουμε με υπευθυνότητα και ωριμότητα να εξισορροπούμε τις απαιτήσεις αλλά και τις υποχρεώσεις όλων μας. Είμαστε όλοι στην ίδια μεριά και το οφείλουμε στη χώρα μας, στις επιχειρήσεις μας και ακόμα περισσότερο στις οικογένειες και τους εαυτούς μας.

Μετά την πανδημία δεν σταματάμε το ρολόι για να κερδίσουμε χρόνο, απλά το ρυθμίζουμε σωστά επενδύοντας στον χαμένο χρόνο.

 

*Ο κ. Γιώργος Σωτηρόπουλος είναι Managing Director CYCLE S.A. (θυγατρική του oμίλου ΙCAP).