To φαινόμενο των συνωμοσιολόγων είναι μονίμως επίκαιρο. Διασχίζει τους αιώνες αναλλοίωτο και συναντάται σε κάθε χώρο, αλλού λιγότερο και αλλού περισσότερο.

Ο Ευάγγελος Λεμπέσης έχει μιλήσει για την άμεση σχέση μεταξύ βλακείας και καχυποψίας. Εάν λάβουμε ως δεδομένη αυτήν τη σχέση, μπορούμε, κατ΄ επέκταση, να κάνουμε και τη σύνδεση μεταξύ καχυποψίας και συνωμοσιολογίας, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ο συνωμοσιολόγος κάθε άλλο παρά ευφυής είναι.

Το θέμα, όμως, δεν είναι μόνο διανοητικό (δεν μπορούμε άλλωστε να γενικεύσουμε λέγοντας ότι όποιος συνωμοσιολογεί είναι οπωσδήποτε και βλαξ). Το θέμα είναι και ηθικοψυχικό. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ίσως η μεγαλύτερη ανάγκη που έχει ο άνθρωπος είναι να φαίνεται σημαντικός στα δικά του μάτια και να νιώθει ότι δικαιώνει κάπως την ύπαρξή του σε αυτόν τον κόσμο. Όπως διδάσκουν η ιστορία και η καθημερινότητα, ο πιο διαδεδομένος, άμεσος και εγγυημένος τρόπος για να νιώσει κάποιος σημαντικός είναι να μηδενίσει τους άλλους. Υπό αυτό το πρίσμα, βλέπουμε ότι και ο συνωμοσιολόγος επιδίδεται σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να δηλώσει, πρώτα στον εαυτό του και μετά στους γύρω του, ότι ξεχωρίζει (ότι είναι διακεκριμένος), καθώς αυτός, όπως πιστεύει, έχει καταλάβει τι παιχνίδι παίζεται ενώ οι άλλοι «κοιμούνται», είναι «πρόβατα», πιστεύουν ότι τους «σερβίρουν» κ.λ.π.

Κατά τον Έλιοτ, «το ανθρώπινο είδος δεν μπορεί να αντέξει πάρα πολλή πραγματικότητα». Στηριζόμενοι σε μια από τις ερμηνείες αυτής της φράσης, μπορούμε να πούμε ότι εφόσον ο πόνος είναι βασικότατο συστατικό στοιχείο της πραγματικότητας, το ανθρώπινο στοιχείο δεν μπορεί να αντέξει και πολύ πόνο. Για τον λόγο αυτόν, σε περιπτώσεις μεγάλων κρίσεων, δοκιμασιών κ.λ.π., ενεργοποιείται αυτομάτως το «ζωτικό ψεύδος» (όρος του Ίψεν), το οποίο – ανάλογα με το άτομο, το πνευματικό του επίπεδο, τις ψυχικές του αντοχές κ.λ.π. – μπορεί να εκδηλωθεί και ως συνωμοσιολογία. Η εκδήλωση αυτή είναι το αποτέλεσμα της ενστικτώδους απόπειρας διαφυγής από το ασφυκτικό σχήμα της εκάστοτε πραγματικότητας. Η εν λόγω διαφυγή επιχειρείται δια της εφεύρεσης μιας άλλης πραγματικότητας, που εδράζεται σε αληθοφανείς εικασίες και σε μυθοπλασίες, αλλά και, συχνά, σε υποβλητικές τερατολογίες.

Παράλληλα, ο συνωμοσιολόγος προσπαθεί να αποφύγει τη βασανιστική αυτοεξέταση και αυτοκριτική, επιρρίπτοντας πάντοτε αλλού τις ευθύνες για τις αποτυχίες και γενικότερα τις αρνητικές καταστάσεις της ζωής του, που τον κατατρύχουν. Καταγγελία και συνωμοσιολογία είναι ουσιαστικά ταυτόσημες έννοιες. Οπότε, επειδή, ούτως ή άλλως, ο άνθρωπος είναι φύσει ενοχικό ον, δια μέσου της συνωμοσιολογίας (και της συνεχούς καταγγελίας) νιώθει ότι απενοχοποιείται και ότι απεκδύεται των δικών του ευθυνών για βελτίωση του εαυτού του και της κοινωνίας.

Πέρα από αυτό, όμως, επειδή κάθε άνθρωπος υπάρχει ως πρόσωπο, το γεγονός ότι δεν μπορεί να αντέξει πάρα πολλή πραγματικότητα σημαίνει, πρωτίστως, ότι δεν μπορεί να αντέξει τον ίδιο του τον εαυτόˑ πόσο μάλλον όταν διακατέχεται από χαμηλή αυτοεκτίμηση. Εν προκειμένω, λοιπόν, η όλη συμπεριφορά του συνωμοσιολόγου μπορεί να παραπέμπει και σε άτομο με ιδιαιτέρως χαμηλή αυτοεκτίμηση που προσπαθεί, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, να υπερβεί την πραγματικότητά του (τη μιζέρια του) και να πείσει ότι είναι σε κάτι ανώτερος από τους άλλους, δηλαδή από όσους «πιστεύουν αυτά που πλασάρονται», από όσους δεν έχουν καταλάβει το κόλπο και την απάτη που στήνεται πίσω από την πλάτη τους κ.λ.π. Ταυτόχρονα, επενδύει με σωτηριολογικό περίβλημα την απελπισμένη του επιθυμία να αποδείξει ότι υπερέχει έναντι των άλλων και άρα μπορεί και να τους σώσει, «ανοίγοντάς τους τα μάτια».

Τραγελαφικό μπορεί να χαρακτηριστεί το γεγονός ότι ο συνωμοσιολόγος παρουσιάζεται ως απολύτως βέβαιος και δογματίζει για πράγματα για τα οποία δεν έχει καμία απόδειξη και δεν μπορεί να τεκμηριώσει. Αυτό καταδεικνύει ότι η όποια λογική διαθέτει εξαφανίζεται μπροστά στην ισχυρογνωμοσύνη του, αφού, όπως λέει κι ο Σοπενχάουερ: «η ισχυρογνωμοσύνη είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας της θέλησης να υποκαταστήσει δια της βίας τη νοημοσύνη».

Τραγελαφικό είναι, επίσης, το γεγονός ότι η εκμηδένιση της όποιας λογικής ικανότητας διαθέτει ο συνωμοσιολόγος, συχνά τον οδηγεί σε τέτοια τύφλωση που έχει ως αποτέλεσμα να λειτουργεί εντελώς μιμητικά. Η όλη συμπεριφορά και ρητορική του είναι στεγανοποιημένη και απολύτως προβλέψιμη, καθώς υιοθετεί έτοιμες απόψεις (θεωρίες συνωμοσίας), ενώ επιδίδεται σε γενικεύσεις και αφορισμούς (στοχοποιεί, βάζει ταμπέλες κ.λ.π.) εναντίον όσων δεν συμφωνούν μαζί του και δεν ανήκουν στο δικό του «στρατόπεδο», χρησιμοποιώντας και τελείως περιορισμένο και συνήθως υβριστικό λεξιλόγιο. Έτσι, χωρίς να το συνειδητοποιεί, γίνεται ο ίδιος αυτό για το οποίο κατηγορεί τους άλλους, δηλαδή «πρόβατο», «οπαδός», «στρατιωτάκι» κ.λ.π. Και επί της ουσίας, συμπεριφέρεται ως ένα διανοητικώς ευνουχισμένο ον με ολοκληρωτικές αντιλήψεις.

Και ασφαλώς, στην ηλεκτρονική εποχή και ειδικά στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, το εν λόγω φαινόμενο λαμβάνει μεγαλύτερες διαστάσεις, καθώς ο συνωμοσιολόγος εμπνέεται και παραδειγματίζεται από όσα γράφουν στο διαδίκτυο οι ομοϊδεάτες του, με αποτέλεσμα να υπάρχει σχετική συστράτευση και το ήδη πολυπληθές και θορυβώδες είδος τους να φαίνεται ακόμα πολυπληθέστερο (δεδομένων και των like που ανταλλάσσουν μεταξύ τους). Έτσι, μεγαλώνει και η αυταπάτη τους ότι ο λόγος τους βρίσκει απήχηση σε όλους και ότι είναι οι κάτοχοι της μιας και μοναδικής αλήθειας.

Φαίνεται, όμως, ότι υπάρχει και μια ακόμα – υπαρξιακή – εξήγηση του φαινομένου των συνωμοσιολόγων όσον αφορά, ειδικότερα, τις καταγγελίες και κατηγορίες τους κατά της επιστήμης και των επιστημόνων (εφόσον αυτές είναι αόριστες και αναπόδεικτες). Η εξήγηση αυτή πιθανώς συνδέεται με τη θεοδικία, δηλαδή τη δίκη με κατηγορούμενο τον Θεό για όσα κακά συμβαίνουν στον κόσμο. Στην εποχή του απόλυτου πρακτικισμού και της απογείωσης του τεχνικού πολιτισμού, ξεχάσαμε ότι ο συνήθης άνθρωπος έχει πάντοτε ανάγκη από ένα «υπερβατικό» σημείο αναφοράς, είτε εξωκόσμιο (θρησκευτικό) είτε ενδοκόσμιο (ιδεολογικοπολιτικό). Δηλαδή, από ένα είδος υπέρτατης αντικειμενικής αρχής, από ένα είδος θεότητας, όπου μπορεί ανά πάσα στιγμή να καταφύγει, και το οποίο του δίδει την (ψευδ)αίσθηση ότι νοηματοδοτεί τη θνητή και εύθραυστη ύπαρξή του, υπερασπίζοντάς την και δικαιώνοντάς την.

Ταυτόχρονα, όμως, στο πλαίσιο του υπαρκτικού νόμου της αμφισημίας, ο άνθρωπος έχει και ανάγκη να κατηγορεί και να αμφισβητεί αυτήν τη «θεότητα», όταν βιώνει τραγωδίες και δυστυχίες, θεωρώντας την υπεύθυνη για αυτές. Από τη στιγμή λοιπόν που στην εποχή μας οι θρησκείες και γενικότερα οι συναρπαστικοί μύθοι έχουν σε μεγάλο βαθμό εκπνεύσει, η οργή και η απορία για το κακό που συμβαίνει στον κόσμο μπορεί να στρέφεται πλέον, ως «θεοδικία», εναντίον της επιστήμης, η οποία δαιμονοποιείται επειδή θεοποιήθηκε, δεδομένης και της έλλειψης άλλων «θεοτήτων».

Επομένως, η συνωμοσιολογία είναι (και) η «θεοδικία» της εποχής, που εκδηλώνεται ως αμφισβήτηση ή και οργή για αυτούς που κυβερνούν σε μεγάλο βαθμό τον κόσμο, δηλαδή για τους επιστήμονες, οι οποίοι, επιπλέον, στο πλαίσιο της θρησκοληπτικής προσέγγισης των πραγμάτων από πολλούς συνωμοσιολόγους, θεωρούνται συχνά και ως ένα… νέο είδος Αντίχριστου, που επιδιώκει και επιτελεί το εγκόσμιο κακό.

Το φαινομενικώς αντίθετο του συνωμοσιολόγου είναι αυτός που πιστεύει αμέσως και απολύτως ό,τι ακούει χωρίς να το αμφισβητεί ποτέ. Ουσιαστικά, όμως, δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ τους. Πρόκειται για τις δύο όψεις του ιδίου νομίσματος.

Κάθε σκεπτόμενο άτομο οφείλει να αμφισβητεί επί μονίμου βάσεως όσα ακούει, βλέπει, διαβάζει. Αμφισβήτηση όμως δεν σημαίνει υστερική απόρριψη ούτε μετατροπή της άρνησης σε δόγμα. Ακόμα περισσότερο, δεν σημαίνει υιοθέτηση παρανοϊκών θεωριών, που συγκρούονται ευθέως με την πραγματικότητα. Αμφισβητώ σημαίνει επεξεργάζομαι διανοητικώς όλα τα σχετικά δεδομένα και βάσει συγκεκριμένων επιχειρημάτων και λογικών συμπερασμάτων, είτε απορρίπτω (εν μέρει ή εξ ολοκλήρου) όσα ακούω, είτε τα δέχομαι, είτε τηρώ επιφυλάξεις κ.λ.π. Το να απορρίπτεις εκ προοιμίου τα πάντα δεν έχει ουσιαστική διαφορά από το να δέχεσαι εκ προοιμίου τα πάντα. Αμφότερες οι συμπεριφορές σε καθιστούν μιμητικό και επομένως μη σκεπτόμενο ον. Χαρακτηριστική είναι και η φράση του Λίχτενμπεργκ: «το να κάνεις το αντίθετο ενός πράγματος είναι και αυτό μίμηση. Είναι η μίμηση του αντιθέτου του».