Η δεκαετία που άρχισε το 1965 και συμπληρώθηκε το 1975 είναι η πιο πυκνή σε καθοριστικά γεγονότα εποχή της μεταπολεμικής Ελλάδας. Μέσα στη «λελογισμένη αισιοδοξία», που είχε καλλιεργήσει ο «αρξάμενος εκδημοκρατισμός» της χώρας, εκδόθηκε το 1965 το θεμελιώδες για τη σύγχρονη θεωρία του Συνταγματικού Δικαίου έργο του Αριστόβουλου Μάνεση, «Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος, ΙΙ».

Ο συγγραφέας του επεσήμανε ως βασική αντινομία της έννομης τάξης την παρεπόμενη ποινή της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων του καταδικαζομένου δράστη «οιουδήποτε» εγκλήματος: «Εάν εις την εποχήν μας η προσαπτομένη υπό του ισχύοντος δικαίου ηθική αναξιότης εις τον καταδικαζόμενον διά τέλεσιν ωρισμένων αδικημάτων συνεπάγεται, πλην της κυρίας ποινής και την στέρησιν των πολιτικών του δικαιωμάτων, εις παλαιοτέρους χρόνους συνεπήγετο και τον πολιτικόν θάνατον αυτού. Δικαιούται ίσως να αναμένη τις ότι, όπως διά του αρξαμένου εκδημοκρατισμού του δημοσίου δικαίου κατηργήθη ο πολιτικός θάνατος (άρθρ. 18 εδ. β΄ Συντ.) διότι η διάπραξις οιουδήποτε εγκλήματος δεν είναι δυνατόν να αφαιρέση από τον δράστην την ιδιότητα και τα δικαιώματα του ανθρώπου, ούτω διά της περαιτέρω προωθήσεως και πληρεστέρας εφαρμογής της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, τα πολιτικά δικαιώματα θα καταστούν απολύτως απαραβίαστα, διότι ο πολίτης, οιονδήποτε έγκλημα και αν διαπράξη, ναι μεν θα πρέπει να τιμωρήται ποινικώς διά λόγους γενικής και ειδικής προλήψεως, αλλά το οιονδήποτε έγκλημά του δεν θα δύναται να αφαιρέση από αυτόν την ιδιότητα ή τα δικαιώματα του πολίτου, δηλαδή του μέλους του κυριάρχου λαού» (σελ. 238 και 239, όπου σημ. 8).

]]]

Η εξέλιξη των πραγμάτων διέψευσε την ελπίδα του Αριστόβουλου Μάνεση: την 15η Ιουλίου 1965, «το βασιλικό πραξικόπημα» οδήγησε στην επιβολή της δικτατορίας, που επέβαλε καθολική στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων των πολιτών, αλλά «μερίμνησε» για τη διατήρηση της αφαίρεσής τους «συνεπεία ποινικής καταδίκης» σε ένα «πειθαρχημένο» μέλλον.

]]]

Το 1974 η δεκαετία έκλεισε με μια ανάσα ελευθερίας, για την πτώση της δικτατορίας και την ανατολή της ελπίδας, για μια μακρά περίοδο κανονικής λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, ειρήνης και σχετικής ευημερίας. Η ελπίδα αυτή πραγματοποιήθηκε. Στο ζήτημα που μας απασχολεί σήμερα το Σύνταγμα, που άνοιξε τον δρόμο για ένα αληθινό Κράτος Δικαίου, διατήρησε τη στέρηση σε δύο περιπτώσεις, στις οποίες είναι ανεκτός ο περιορισμός του λειτουργικού αυτού δικαιώματος (πέραν της ηλικίας), ενόψει των τότε ισχυουσών ρυθμίσεων του Αστικού και του Ποινικού Κώδικα. Και οι δύο αυτοί περιορισμοί έχουν πλέον δικαιολογημένα καταργηθεί.

]]]

Στον χώρο της επιστήμης του Ποινικού Δικαίου η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων θεωρείται κατάλοιπο των μεσαιωνικών ποινών «δημόσιου διασυρμού», ήδη από την εποχή της Αναγέννησης θεωρείται ως «απολύτως άσκοπο» μέσο ειδικής πρόληψης, το οποίο εκμηδενίζει πλήρως την ικανότητα κοινωνικής επανένταξής του. Σύμφωνα με τις νεότερες αντιλήψεις η στέρηση αυτή «συνιστά εκφυλισμένην μορφήν ποινής, δι’ ο και ουδεμίαν έχει αύτη θέσιν εις ένα σύγχρονον Ποινικόν Κώδικα». Το ισχύον Σύνταγμα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 ενισχύει τις αντιλήψεις αυτές, αφού «θέτει έτσι ένα απόλυτο όριο στην άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας».

Απροσδόκητα (και άτοπα νομίζω) μετά την καταδίκη των στελεχών και μελών του κόμματος της Χρυσής Αυγής για σειρά σοβαρών εγκληματικών πράξεων, που τέλεσαν ως μέλη εγκληματικής οργάνωσης, ανακινήθηκε το ζήτημα αυτό. Η Αιτιολογική Εκθεση του νέου ΠΚ εξηγεί τη νομοθετική επιλογή για την κατάργηση της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων και χαρακτηρίζει την κύρωση αυτή παρωχημένη, όπως πράγματι συνομολογείται γενικά ότι είναι.

Ο αντίλογος επισημαίνει ότι «το να μπορούν οι χρυσαυγίτες, αν και έγκλειστοι, να θέτουν υποψηφιότητα στις εκλογές (…) θα συνιστούσε κραυγαλέα ανακολουθία για το δικαιικό μας σύστημα». Ομως καμία γενική αρχή του δικαίου στη συγκεκριμένη σύνθεση πραγμάτων, δεν καθιστά (όχι ad hoc, αλλά) κανονιστικά επιβεβλημένο εις το διηνεκές η ποινική καταδίκη για βαριά εγκλήματα να συνοδεύεται από στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Είναι τόσο δραστικός ο περιορισμός της πολιτικής ελευθερίας, ώστε πρέπει να αποκλειστεί ως πάγιος κανόνας δικαίου. Η αποστέρηση θέσεων και αξιωμάτων (κατά το άρθρο 60 ΠΚ) είναι επαρκής. Ο εκλογικός νομοθέτης δικαιούται να σταθμίσει με άλλα κριτήρια τα κωλύματα εκλογής βουλευτών, αφού η διακριτική ευχέρειά του δεν συνεπάγεται τη στιγματιστική λειτουργία της ποινής.

]]]

Η αφορμή και ο διάλογος γύρω από το θέμα αυτό αναδεικνύει τρία σημαντικά στοιχεία. Το πρώτο στοιχείο είναι νομικό: Στη σημερινή πραγματικότητα της ποινής στον ευρωπαϊκό χώρο «δεν έχει απομείνει παρά μόνο μια ποινή που ενσωματώνει τα διακριτικά γνωρίσματα της ποινικής σκληρής μεταχείρισης, η στέρηση της ελευθερίας, ως το κατ’ εξοχήν μέσο οδυνηρής ιδιαίτερης δοκιμασίας. Επινοητικός μπορεί και πρέπει να είναι σήμερα ο νομοθέτης μόνο για να αποφύγει το μη αναγκαίο χειρότερο» (Ν. Ανδρουλάκης). Μια παρεπόμενη ποινή στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων συνιστά υπερβάλλοντα «αποδοκιμαστικό συμβολισμό» και «τιμωρητική εκτροπή».

Το δεύτερο στοιχείο είναι ιστορικό: Η ελληνική συνταγματική τάξη δεν απηχεί πλέον το παραδοσιακό πνεύμα κατανόησης ή και εύνοιας προς όλους, όσοι αγωνίζονται, έστω βίαια και παράνομα, για την πολιτική αλλαγή, δηλαδή για το λεγόμενο «πολιτικό έγκλημα». Η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 εδ. β΄ του Συντάγματος, «απαγορεύει την έκδοση αλλοδαπού για τη δράση του υπέρ της ελευθερίας» και εκδηλώνει τη γενικότερη θέση για την προστασία του πολιτικού αγώνα μόνον όταν τείνει στην ενίσχυση της ελευθερίας. «Δεν είναι η οποιαδήποτε «πολιτική» πράξις που αξίζει να ευνοηθή, αλλά μόνο η υπέρ της ελευθερίας δράσις» (Ν. Ανδρουλάκης).

Το τρίτο στοιχείο είναι αναπόφευκτα πολιτικό: η νεοναζιστική, αντιδημοκρατική και απάνθρωπη ιδεολογία πρέπει να αντιμετωπιστεί με πολιτικά μέσα και όχι με την ποινική καταστολή που αφορά στις έμπρακτες εκφράσεις της. Ο δημοκρατικός διάλογος και η εμπιστοσύνη στους πολίτες, κατά την άσκηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων, βοηθούν τη δημοκρατία να αντιμετωπίζει με επιτυχία συνεχείς προκλήσεις. Αρκεί να είναι συνεπής στις αρχές της. Η ολοένα και πιο ουσιαστική διεύρυνση και ισχυροποίηση της δημοκρατίας την καθιστά λιγότερο ευάλωτη στη δημαγωγία και τον λαϊκισμό.

Ο κ. Χριστόφορος Αργυρόπουλος είναι δικηγόρος.