Αν εστιάσουμε στην ευρωπαϊκή κομματική σκηνή, θα διαπιστώσουμε ότι οι εθνικολαϊκιστικές δυνάμεις και ο ευρύτερος χώρος της Ακρας Δεξιάς, τα κόμματα που συστηματικά επενδύουν στη μνησικακία, στον αντι-ευρωπαϊσμό, στην πολεμική στην πολυπολιτισμικότητα και σε ένα αυταρχικό πλέγμα ιδεών για «νόμο και τάξη» διαγράφουν επί χρόνια μια ανοδική τροχιά. Κάτι τέτοιο τεκμαίρεται τόσο με βάση τα εκλογικά ποσοστά τους (τριπλασιάστηκαν μεταξύ 1999 και 2015), όσο και την ορατότητά τους στα μίντια (ιδίως σε πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης) και την ευρύτερη πολιτική επιδραστικότητά τους. Παρότι αρκετοί στο παρελθόν θεωρούσαν ότι είναι θέμα χρόνου η μεταπολεμική δημοκρατία να διαλύσει τα απομεινάρια του φασισμού και να περιθωριοποιήσει τους εχθρούς της, στην πορεία δημιουργήθηκαν νέες ευκαιρίες για το εθνικολαϊκιστικό περιβάλλον και τις δυνάμεις της λαϊκιστικής-ριζοσπαστικής Δεξιάς στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Οπως έγραψε ο ιστορικός Pierre Milza, κάθε φορά που η Ιστορία τρέχει πολύ γρήγορα και οι συντελούμενες αλλαγές αφήνουν πίσω τους «χαμένους» και «θύματα», δημιουργούνται νέες πύλες εισόδου στην πολιτική και κομματική αρένα δυνάμεων που κινούνται στα όρια ή και εκτός του «συνταγματικού τόξου». Η χαλάρωση των παραδοσιακών κομματικών ταυτίσεων και η ανάδειξη αισθημάτων δυσπιστίας απέναντι στα κατεστημένα κόμματα και στην πολιτική ελίτ, οι τεκτονικές αλλαγές που συντελέστηκαν με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, τα νέα μεταναστευτικά ρεύματα που εμφανίστηκαν στην καμπή του 21ου αιώνα και η πρόσφατη βαθιά οικονομική κρίση έκαναν το έδαφος εύφορο για εκείνες τις δυνάμεις που επιδιώκουν την «αναίρεση του εκσυγχρονισμού» (Michael Minkenberg) και τη «συμπίεση» του πλουραλισμού και της δημοκρατίας.

Το γιατί σε τέτοιες συγκυρίες κερδίζουν όσοι σαμποτάρουν τη δημοκρατία έχει να κάνει κυρίως με δύο δυναμικές: αφενός με την «πολύπλοκη αλχημεία» του περιβάλλοντος της λαϊκιστικής-ριζοσπαστικής Δεξιάς (Paul Hainsworth) που προβάλλει ως ένα ετερόκλητο κράμα ιδεών, πέραν των γνωστών διαιρετικών διπόλων, αυξάνοντας έτσι τη δυνητική πολιτική και εκλογική τους επιρροή. Αφετέρου, η εκλογική επιδοκιμασία των εθνικολαϊκιστών/ακροδεξιών έχει να κάνει με τον χωρίς ηθικά φράγματα καταλογισμό ευθυνών στον οποίο επιδίδονται οι δυνάμεις αυτές αποδίδοντας πρωτίστως στα κατεστημένα κόμματα κάθε ιδεολογικής χροιάς, τους θεσμούς γενικότερα, την ευθύνη για ό,τι προκαλεί τα κάθε είδους «παράπονα» και «αισθήματα αδικίας» των πολιτών. Ο χώρος του εθνικολαϊκισμού και της Ακρας Δεξιάς «δουλεύει» συστηματικά πάνω στα αρνητικά αισθήματα, ιδίως των «χαμένων» των κοινωνικο-οικονομικών εξελίξεων, δικαιώνοντας το περιεχόμενό τους και δημιουργώντας την ψευδαίσθηση μιας προϋπάρχουσας ιδανικής κατάστασης, η οποία είναι εφικτό να επανακατακτηθεί.

Ο χώρος αυτός της «οργανωμένης μισαλλοδοξίας» (Sabrina Ramet) και του «αντιδραστισμού» (T. Capelos, A. Katsanidou, N. Demertzis) δεν είναι ωστόσο ομοιογενής· στο εσωτερικό του διακρίνονται επιμέρους ρεύματα με διαφορετικές αποχρώσεις όσον αφορά το πλέγμα των υποστηριζόμενων ιδεών, αλλά και με διαφορετικές πρακτικές όσον αφορά το modus operandi που επιλέγεται στην πολιτική διεκδίκηση και αντιπαράθεση. Στην περίπτωση του ελληνικού κομματικού συστήματος, μετά από μια περίοδο εφήμερης παρουσίας εθνικολαϊκιστικών σχημάτων (ΛΑΟΣ, ΑΝΕΛ), ενισχύθηκε σημαντικά η περιοχή του βίαιου εξτρεμισμού με τη «μετεωρική» άνοδο (από 0,29% το 2009 σε 6,97% τον Μάιο 2012) της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής στην πολιτική αρένα. Οσον αφορά το ιδιότυπο στάτους αυτής της οργάνωσης, διεκδικεί μεν ιδιότητα κόμματος (κατεβαίνει σε εκλογές από το 1994), αν και όχι πρωτίστως με βάση προγραμματικές θέσεις, αλλά μέσω πρακτικών βίαιου ακτιβισμού που συστηματικά υιοθετεί επενδυμένων με συμβολισμούς, αναπαραστάσεις και μοτίβα που παραπέμπουν ευθέως στις ναζιστικές παραδόσεις. Το ντεμπούτο της στον κομματικό ανταγωνισμό στις αρχές/μέσα της δεκαετίας του 1990 γίνεται συγχρόνως με την υιοθέτηση συντονισμένων πράξεων βίας, κατά το φορμάτ των παραστρατιωτικά οργανωμένων «καταδρομικών επιθέσεων» (Θανάσης Καμπαγιάννης) που υιοθετεί η Χρυσή Αυγή εναντίον ιδεολογικών της αντιπάλων και κάθε εκδοχής διαφορετικότητας που δεν ταιριάζουν στη ναζιστικής εκδοχής εθνικο-πολιτισμική καθαρότητα που αυτό το ιδιότυπο κόμμα-μιλίτσια έχει ενστερνιστεί.

Μετά από μια μακρά δικαστική διαδικασία που κράτησε πεντέμισι χρόνια, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων έκρινε ομόφωνα ενόχους τα κορυφαία στελέχη της Χρυσής Αυγής (μέλη του Πολιτικού Συμβουλίου, τον αρχηγό-Führer μεταξύ αυτών) για διεύθυνση σε εγκληματική οργάνωση, καθώς και ένα σύνολο από πρώην βουλευτές και πυρηνάρχες της για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Η απόφαση του δικαστηρίου είναι ιστορική και έχει έναν αντίκτυπο που ξεπερνά τα ελληνικά σύνορα. Αποτελεί ένα πολιτικό και δικαστικό novum, στο πλαίσιο του τρίτου κύματος του εκδημοκρατισμού, η παραπομπή σε δίκη σύσσωμου του υψηλόβαθμου στελεχικού δυναμικού ενός κόμματος και η καταδίκη του με την κατηγορία της συμμετοχής ή/και διεύθυνσης σε εγκληματική οργάνωση, μια απόφαση που πολιτικά τεκμηριώνει την ανάλυση περί Χρυσής Αυγής ως ενός κόμματος-πολιτοφυλακή.

Στρέφοντας την προσοχή σε χώρες της ΕΕ, βλέπουμε ότι τα τελευταία χρόνια υπήρξε κάποια ανεκτικότητα απέναντι στις εθνικολαϊκιστικές και ακραίες δεξιές δυνάμεις. Το γεγονός ότι αυτές ενισχύονται εκλογικά δημιουργεί κάποια υποχωρητικότητα απέναντί τους. Σε ορισμένες περιοχές της κομματικής σκηνής έχει μάλιστα επικρατήσει η λογική της μίμησης των ιδεών και του αφηγήματος της Ακρας Δεξιάς παρά η λογική της απομόνωσής της. Η απόφαση του ελληνικού δικαστηρίου κινείται προς μια άλλη κατεύθυνση: εκείνη ενός cordon sanitaire, της καταδίκης και απομόνωσης του βίαιου εξτρεμιστικού χώρου. Η απόφαση δείχνει τον τρόπο που το κράτος δικαίου αντιμετωπίζει τους υπονομευτές της δημοκρατίας. Μετά την καταδικαστική απόφαση, πολιτικά η Χρυσή Αυγή είναι δύσκολο να επιβιώσει στην κομματική αρένα· το ίδιο και άλλες οργανώσεις με τα δικά της χαρακτηριστικά. Ωστόσο, το φαινόμενο της Ακροδεξιάς έχει ακόμη πολλές ευκαιρίες εκλογικής ανόδου και η δικαστική απόφαση για τα στελέχη της Χρυσής Αυγής προφανώς και δεν αποτελεί πανάκεια για να μας απαλλάξει από ακραία μορφώματα κάθε είδους.

*Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.