Η Ευρώπη πρέπει να πάψει να βλέπει τη μετανάστευση και το άσυλο με «τα γυαλιά του 2015» και να ακολουθήσει μια ρεαλιστική πολιτική βασισμένη στην προβλεψιμότητα και σε μια αρχιτεκτονική αλληλεγγύης στην οποία θα συμμετέχουν όλοι.

Αυτό τονίζει στην αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα» η επίτροπος Εσωτερικών Υποθέσεων Ιλβα Γιόχανσον αμέσως μετά την παρουσίαση του νέου Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Ασυλο την περασμένη Τετάρτη στις Βρυξέλλες.

Η κυρία Γιόχανσον εξηγεί επίσης πώς θα λειτουργεί η διαδικασία των προελέγχων στα εξωτερικά σύνορα, αλλά και τους τρόπους ενίσχυσης των επιστροφών μεταναστών σε τρίτες χώρες.

 

Είστε αισιόδοξη ότι αυτή η φορά θα είναι διαφορετική αναφορικά με τη μεταρρύθμιση του συστήματος ασύλου και της μεταναστευτικής πολιτικής της ΕΕ; Αν ναι, γιατί;

«Ο σκοπός μας είναι να έχουμε ένα ευρωπαϊκό σύστημα στο οποίο θα βοηθάει ο ένας τον άλλον, θα έχουμε περισσότερη προβλεψιμότητα ενσωματωμένη στο σύστημα ώστε να αποφεύγουμε τις εκπλήξεις και θα μπορούμε να αντιμετωπίζουμε καταστάσεις κρίσης. Νομίζω ότι όταν συζητούμε την πρόταση που τώρα βρίσκεται πάνω στο τραπέζι πολλοί εξακολουθούν να τη βλέπουν «με τα γυαλιά του 2015″. Ηρθε η ώρα να τα βγάλουν. Το 2015 είχαμε 1,8 εκατομμύρια παράτυπες αφίξεις στην ΕΕ – και σχεδόν όλοι ήταν πρόσφυγες. Το 2019 είχαμε 140.000 παράτυπες αφίξεις και η μειοψηφία αυτών, το 1/3, ήταν πρόσφυγες. Επιπλέον, ας θυμηθούμε ότι οι περισσότεροι μετανάστες που έρχονται στην ΕΕ φτάνουν μέσω νόμιμων οδών. Οι περισσότεροι το κάνουν επειδή ερωτεύονται έναν ευρωπαίο πολίτη και παντρεύονται, καθώς και για άλλους οικογενειακούς λόγους: για να εργαστούν εδώ, να σπουδάσουν ή επειδή ορισμένοι έλαβαν άσυλο. Πέρυσι, περίπου ένα εκατομμύριο από αυτούς έφυγαν από την ΕΕ. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει επιπλέον ένα με ενάμισι εκατομμύριο που έρχονται ετησίως και τους χρειαζόμαστε επειδή είμαστε μια γηράσκουσα κοινωνία».

Η πρόταση αναφέρεται σε υποχρεωτικές διαδικασίες προ-ελέγχου (pre-screening) στα εξωτερικά σύνορα, χωρίς όμως μια σαφή πολιτική επιστροφών. Δεν πιστεύετε ότι αυτό θα προσθέσει περισσότερο άδικο βάρος στους ώμους των χωρών πρώτης γραμμής όπως η Ελλάδα;

«Ο νέος Κανονισμός για τον Ελεγχο θα διασφαλίσει ταχεία ταυτοποίηση της ορθής διαδικασίας που εφαρμόζεται για ένα άτομο που μπαίνει στην ΕΕ χωρίς να πληροί τα κριτήρια εισόδου. Θα εφαρμόζεται επίσης σε άτομα που, ενώ δεν πληρούν τα κριτήρια εισόδου στην ΕΕ, αιτούνται διεθνή προστασία κατά τη διάρκεια των συνοριακών ελέγχων. Ο έλεγχος θα μπορεί να διενεργείται σε διαφορετικά κράτη-μέλη, για παράδειγμα όταν ένα άτομο έχει αδέλφια ή έχει σπουδάσει ή εργαστεί εκεί. Θα περιλαμβάνει ταυτοποίηση, ελέγχους ασφαλείας και υγείας, λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων και καταγραφή αυτών στη βάση δεδομένων Eurodac. Η ορθή εφαρμογή των διαδικασιών θα ενισχυθεί μέσω υποστήριξης από τις κοινοτικές υπηρεσίες. Αυτές θα περιλαμβάνουν τη νέα Υπηρεσία της ΕΕ για το Ασυλο, την Υπηρεσία Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και τον Frontex».

 

Πώς θα βρεθεί η ισορροπία μεταξύ ευθύνης και αλληλεγγύης; Φαίνεται ότι η πλειοψηφία των κρατών-μελών δεν είναι πρόθυμη να αποδεχθεί τη μετεγκατάσταση αιτούντων άσυλο. Πώς θα συνδράμουν ουσιαστικά οι χώρες αυτές αντί να αποφεύγουν τις ευθύνες τους;

«Στις εκτενείς διαβουλεύσεις μου με τα κράτη-μέλη και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το θέμα που επανερχόταν ήταν ο εκνευρισμός με τις κατά περίπτωση και εθελοντικές λύσεις. Τώρα, το υποχρεωτικό στοιχείο θα διασφαλίσει ότι τα κράτη-μέλη θα προσφέρουν αλληλεγγύη με διάφορους τρόπους, συνυπολογίζοντας το μέγεθος του πληθυσμού τους και την οικονομική τους δύναμη. Προτείνουμε έναν νέο κανονισμό που θα αντικαταστήσει τον υπάρχοντα, έχοντας στο μυαλό μας ότι η προσπάθεια μεταρρύθμισης του Κανονισμού του Δουβλίνου δεν έχει οδηγήσει σε συμφωνία. Οι νέοι κανόνες αφορούν αυτούς που φτάνουν παράτυπα στην Ευρώπη και αιτούνται άσυλο. Οπως είπα, οι παράτυπες αφίξεις είναι ένα μικρό ποσοστό σε σύγκριση με τις νόμιμες. Εισάγουμε επίσης έναν νέο μηχανισμό υποχρεωτικής αλληλεγγύης που θα ενεργοποιείται όταν ένα κράτος-μέλος βρίσκεται υπό πίεση: τα υπόλοιπα κράτη θα πρέπει να βοηθούν, είτε μέσω της μετεγκατάστασης αιτούντων άσυλο, είτε χρηματοδοτώντας την επιστροφή εκείνων που δεν έχουν δικαίωμα να μείνουν στην Ευρώπη».

 

Πώς θα επιταχύνετε τις επιστροφές σε τρίτες χώρες; Και πώς σκοπεύετε να συνεργαστείτε με χώρες όπως η Τουρκία, που εμφανίζονται πρόθυμες να εκμεταλλευτούν τους μετανάστες ως «υβριδικό εργαλείο» για την εξαγωγή πολιτικού οφέλους; Είναι η αναθεώρηση της Δήλωσης ΕΕ – Τουρκίας μέρος της λύσης;

«Το ενιαίο σύστημα επιστροφών στοχεύει να βελτιώσει τις σχετικές διαδικασίες, να ενισχύσει τις δομές διακυβέρνησης των επιστροφών, συμπεριλαμβανομένου του Frontex, και να συνδυάσει καλύτερα τις εξωτερικές και εσωτερικές πτυχές της πολιτικής επιστροφών. Θα ενσωματώσει και θα υποστηρίξει τα μέτρα αλληλεγγύης που αφορούν τη «χορηγία επιστροφών» (return sponsorship). Ενα προαπαιτούμενο για την καλή λειτουργία του είναι η ύπαρξη στενών δεσμών με τρίτες χώρες. Θα ορίσω επίσης έναν Συντονιστή της ΕΕ για τις Επιστροφές, που θα υποστηριχθεί από ένα δίκτυο εθνικών αντιπροσώπων, ώστε να συντονίζει τις εθνικές προσεγγίσεις στις επιστροφές και να διασφαλίζει τη συνοχή σε όλη την ΕΕ. Η συνεργασία με τους γείτονές μας είναι πολύ σημαντική. Η Τουρκία φιλοξενεί τον μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων στον κόσμο και είναι σημαντικό να είμαστε αλληλέγγυοι και να τη βοηθούμε, όπως κάνουμε με την τρέχουσα συμφωνία. Δεν υπάρχουν όμως αλλαγές αυτή τη στιγμή».

 

Είμαι βέβαιος ότι έχετε σοκαριστεί από την πρόσφατη τραγωδία στη Μόρια. Εχει υπάρξει πρόοδος στην εξεύρεση τρόπου να εμπλακεί περισσότερο η ΕΕ στη διαχείριση του νέου hotspot;

«Δεν πρέπει να υπάρξουν άλλες Μόριες. Οι συνθήκες εκεί, τόσο πριν όσο και μετά τη φωτιά, ήταν απαράδεκτες. Ανδρες, γυναίκες και παιδιά ζούσαν σε χώρους με φτωχές συνθήκες υγιεινής και μικρή πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας. Η Επιτροπή ανακοίνωσε την Τετάρτη ότι θα εγκαθιδρύσει μια ομάδα εργασίας που θα αφιερωθεί στη βελτίωση της κατάστασης στο νησί με τρόπο βιώσιμο. Η ομάδα εργασίας θα εφαρμόσει ένα κοινό πιλοτικό πρόγραμμα με τις ελληνικές αρχές για νέες εγκαταστάσεις υποδοχής. Αυτές θα είναι ευρωπαϊκών προδιαγραφών, με βιώσιμες υποδομές, και θα παρέχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας και υγιεινής. Θα λάβουν υπ’ όψιν τις ειδικές ανάγκες γυναικών, παιδιών και οικογενειών και θα περιλαμβάνουν ισχυρότερη εμπλοκή των κοινοτικών υπηρεσιών και διεθνών οργανισμών, όπως η UNCHR και ο ΔΟΜ».