Εχουμε, άραγε, σκεφτεί ποτέ γιατί ακούμε μουσική; Γιατί αποτελεί το «αποκούμπι» μας σε κάθε ευχάριστη ή δυσάρεστη στιγμή της ζωής; Γιατί οι εικόνες των Ιταλών που τραγουδούσαν στα μπαλκόνια στη διάρκεια των τραγικών για τη γείτονα προηγούμενων μηνών, λόγω της πανδημίας, γέμισαν όλους μας δύναμη και αισιοδοξία; Εχει, άραγε, τη δύναμη η μουσική να επιδράσει θετικά πέρα από την ψυχική μας υγεία σε οργανικές και εκφυλιστικές ασθένειες; Ο δρ Ευθύμιος Παπαντζίκης μελετά εκτενώς το πεδίο της βιοσυμπεριφορικής εξέλιξης του ανθρώπου μέσω της μουσικής και του ήχου έχοντας ως σήμερα εργαστεί σε ακαδημαϊκές θέσεις σε σημαντικά πανεπιστήμια ανά τον κόσμο – μεταξύ των οποίων το Χάρβαρντ και το Καναδικό Πανεπιστήμιο του Ντουμπάι – καθώς και σε άλλες θέσεις έρευνας και ανάπτυξης σε Ελλάδα, Ισπανία, Ελβετία και Αγγλία. Μιλώντας στο «Βήμα» αποκαλύπτει τα «μυστικά» μιας νέας επιστήμης, ξεδιαλύνει μύθους και αλήθειες και αναφέρεται στις αισιόδοξες προοπτικές που ανοίγονται στο μέλλον.

Με τι ακριβώς ασχολείστε;

«Η μουσική νευροεπιστήμη ή αλλιώς εκπαιδευτική νευροεπιστήμη της μουσικής, ή ακόμη και νευρομουσική όπως έχω ακούσει κάποιους να την ονομάζουν, είναι ένα νέο επιστημονικό πεδίο που έχει αρκετές προοπτικές αλλά και κρυμμένα μυστικά. Εν προκειμένω μελετώ εκτενώς τη βιοσυμπεριφορική εξέλιξη του ανθρώπου μέσω της μουσικής και του ήχου. Το μεγάλο μέρος του χρόνου μου ασχολούμαι με την ανάπτυξη του εγκεφάλου των βρεφών και των νηπίων, γιατί εκεί υπάρχει κενό στην έρευνα και στη βιβλιογραφία, οπότε προσπαθώ να δημιουργήσω νέα δεδομένα. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια έχω δουλέψει αρκετά και με μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους, έχω μελετήσει τη σχέση ανάμεσα στο συναίσθημα και στη μουσική… Αυτό που μπορώ να πω εξαρχής είναι ότι υπάρχουν πολλά πράγματα που πρέπει να αποσαφηνιστούν καθώς έχουν δημιουργηθεί μεγάλες παρεξηγήσεις. Είναι διαφορετικό το τι κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο και μοιραία προκαλεί μια εντύπωση στον κόσμο και διαφορετικό το τι πραγματικά ισχύει σε επιστημονικό επίπεδο και πώς μπορούμε να το επεξεργαστούμε ούτως ώστε να φτάσουμε σε ασφαλή δεδομένα. Είμαι ο πρώτος που πιστεύω στη δύναμη της μουσικής, αλλά οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι ακόμη δεν γνωρίζουμε πώς μπορούμε να τη διαχειριστούμε. Δεν αναφέρομαι, προφανώς, στην πολιτισμική προσέγγισή της, η οποία είναι δεδομένη. Μιλώ για το κλινικό επίπεδο».

 

Ωστόσο, ποια είναι η αφετηρία;

«Η μουσική μάς μαθαίνει από πού προερχόμαστε. Εχει ταυτότητα. Δεν φτιάχτηκε για να περνάμε ωραία. Από τη στιγμή που γεννιόμαστε ως τον θάνατό μας δημιουργούμε μια προσωπική και κοινωνική ταυτότητα μέσω της μουσικής. Είναι ο πρώτος τρόπος με τον οποίο επικοινωνούμε. Είμαστε έτσι φτιαγμένοι, βιολογικά, ψυχολογικά και συναισθηματικά, ούτως ώστε αφενός ν’ αντιδρούμε πρώτα απ’ όλα στη μουσική – αυτό προκύπτει μέσα από έρευνες -, αφετέρου να παράγουμε μέσω αυτής νέα δεδομένα για τη ζωή μας. Πολύ απλά, πρώτα απ’ όλα δεν μαθαίνουμε να μιλάμε αλλά να τραγουδάμε. Ο τρόπος με τον οποίο κλαίμε, βγάζουμε ήχους, η δύναμη του νανουρίσματος, όλα αυτά είναι ενδεικτικά. Είναι και πολιτισμικό αλλά και βιολογικό γεγονός. Αν η πρωτόγονη μάνα δεν είχε το γονίδιο να τραγουδήσει καλά στο μωρό της ώστε να σταματήσει το κλάμα του, απλώς δεν θα μπορούσε να το σώσει από τα θηρία. Αυτή τη δύναμη δεν την είχαν ούτε η γλώσσα, ούτε το φαγητό, ούτε ο ύπνος, που είναι επίσης βασικές λειτουργίες. Τώρα που έχουμε φτάσει σε τέτοιο σημείο κοινωνικής εξέλιξης ώστε ορισμένα πράγματα τα έχουμε ξεχάσει λίγο, πιστεύω πως η μουσική δείχνει το φως στο τούνελ».

Με ποιον τρόπο;

«Αν ξεκινήσουμε με το δεδομένο ότι το διάβασμα διευρύνει τους ορίζοντές μας, τότε η μουσική, μέσα από το ίδιο μας το σώμα, μας δείχνει τον δρόμο της εξέλιξης. Σου ανοίγει το μυαλό, σε τεστάρει γιατί σε ωθεί να σκεφτείς. Την ώρα που ακούω κλασική, μέταλ ή παραδοσιακή θα πρέπει να σκεφτώ – έστω και μηχανικά – γιατί μου αρέσει. Κάποιοι το κάνουν συνειδητά, σε κάποιους άλλους είναι θέμα παράδοσης, εμπειριών. Για να το πω απλά, αν η μητέρα μας μάς συνηθίσει στο υγιεινό φαγητό, θα συνεχίσουμε έτσι, έστω κι αν ορισμένες φορές επιλέξουμε το junk food. Ειδικά με τη μουσική, αν δεν ψάξουμε, δεν πάμε παρακάτω. Και είναι σημαντικό να μάθουμε τι είναι καλό, τι μας ταιριάζει, γιατί υπάρχει και η κακή μουσική».

Ποια είναι αυτή;

«Αυτή η οποία δεν χρησιμοποιείται με τον τρόπο που πρέπει, τη στιγμή που πρέπει. Ακόμη και η κλασική μουσική μπορεί ν’ αποβεί μοιραία εάν μας νευριάσει. Οταν, για παράδειγμα, με ρωτούν μητέρες ποια μουσική πρέπει να ακούνε για το παιδί τους καθώς μεγαλώνει, τους απαντώ ν’ ακούνε όποια τους αρέσει. «Δηλαδή ν’ ακούμε λαϊκά;» με ρωτούν. «Αν αυτό σας κάνει να νιώθετε ωραία, ναι» τους απαντώ. Τους εξηγώ ότι αν θέλουν να τους αναλύσω την πληροφορία της μουσικής, πάμε σ’ ένα άλλο επίπεδο και θα πρέπει να μελετήσω την ψυχοσύνθεση, τη βιολογική δομή ώστε να καταλάβω τι γίνεται στο σώμα τους, προκειμένου να τους προτείνω το είδος μουσικής που τους ταιριάζει. Ομως, πολύ απλά τους λέω ότι εάν στρεσαριστούν την ώρα που ακούνε μουσική, αυτό δεν τις προάγει. Το πώς προσπαθούμε να ταυτιστούμε μ’ ένα είδος μουσικής έχει να κάνει με τον τρόπο που τη χρησιμοποιούμε, τι υπάρχει μέσα μας και πού θέλουμε να φτάσουμε. Και εκεί είναι το φως στο τούνελ που έλεγα προηγουμένως».

Και αυτό που λένε ότι η μουσική είναι παγκόσμια γλώσσα;

«Λάθος. Δεν είναι παγκόσμια γλώσσα, είναι παγκόσμια συμπεριφορά. Εχει μεγάλη διαφορά το μεν από το δε. Γλώσσα σημαίνει ότι υπάρχει ένας κώδικας τον οποίο καταλαβαίνουμε όλοι. Η μουσική, όμως, παραπέμπει σε λειτουργίες όπως ο ύπνος και το φαγητό. Ολοι αντιλαμβανόμαστε τη σημασία τους. Ωστόσο, το πώς τρώμε ή το πώς κοιμόμαστε είναι διαφορετικό. Το πώς αναπτύσσουμε συγκεκριμένες συμπεριφορές έχει να κάνει με την ταυτότητα και την εξέλιξη που λέγαμε. Ολοι είμαστε μουσικοί άνθρωποι, το πολύ να υπάρχουν 100.000 άτομα στα 7 δισεκατομμύρια πληθυσμού που δεν μπορούν να νιώσουν τη μουσική βιολογικά. Ολοι οι υπόλοιποι είμαστε μουσικοί εκ γενετής. Μπορούμε να την αισθανθούμε, να κερδίσουμε κάτι απ’ αυτήν, να επικοινωνήσουμε. Αυτό που προσπαθούμε είναι να αντιληφθούμε τον τρόπο ο οποίος είναι κατάλληλος για μας και έτσι έρχεται η εξέλιξη. Η ταυτότητα είναι ανοιχτή. Καθώς μεγαλώνουμε, αποκτούμε νέες εμπειρίες, προχωρούμε ως άτομα. Το ίδιο συμβαίνει και με τη μουσική. Κάτι που μας αρέσει στα 15 μας μπορεί να μη μας εκφράζει πλέον στα 25 ή στα 50. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι μουσικές είναι καλύτερες ή χειρότερες, απλώς η χρήση τους διαφοροποιείται βάσει των εμπειριών μας. Αυτό που κάνουμε εμείς είναι να προσπαθούμε να δείξουμε αυτούς τους δρόμους. Είμαστε κάτι σαν τους τρέινερ. Γυμναστική μπορείς να κάνεις και μόνος. Αν πας σε τρέινερ όμως, θα πετύχεις καλύτερο αποτέλεσμα».

Τελικά γιατί ακούμε μουσική;

«Υπάρχουν δύο λόγοι. Κατ’ αρχάς μπαίνουμε σε αυτή τη διαδικασία για να «γεμίσουμε» το είναι μας, την ύπαρξή μας. Είναι κάτι που μαθαίνουμε από μικροί, ένα ερέθισμα το οποίο ο οργανισμός είναι ούτως ή άλλως έτοιμος να δεχτεί, όχι γιατί μας το μαθαίνει κάποιος, αλλά γιατί είμαστε φτιαγμένοι να το αποδεχόμαστε. Νιώθουμε συναισθηματική φόρτιση ή απαλλαγή και ό,τι έχει να κάνει με συναίσθημα μας προάγει. Αυτού του είδους η διαδικασία μάς ωθεί στη ζωντανή σχέση με τη μουσική. Εχουμε δει ότι αναπτύσσουμε χημικές διαδικασίες ανάλογες με το φαγητό ή με τον έρωτα, την αγάπη… βιολογικές διαδικασίες ίδιες. Οταν λοιπόν ο οργανισμός αποδέχεται τη μουσική με αυτόν τον τρόπο, η ψυχολογική και βιολογική σημασία είναι προφανής. Εν προκειμένω οι έρευνες βασίζονται στο πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε καλύτερα τη μουσική ως ερέθισμα. Σε επίπεδο κλινικό, εκπαιδευτικό, κοινωνικό, ψυχολογικό… Πρόκειται για διαφορετικά παρακλάδια στο πλαίσιο της μουσικής μελέτης».

Είναι η πιο άμεση τέχνη;

«Απολύτως και υπάρχει λόγος γι’ αυτό. Δεν χρειαζόμαστε κανένα από τα ορατά όργανα του σώματός μας για να την απορροφήσουμε. Για να θαυμάσουμε έναν πίνακα χρειαζόμαστε τα μάτια, για ένα άλλο έργο τέχνης, από πηλό π.χ., έχουμε ανάγκη και από τα μάτια και από τα χέρια. Για τη μουσική όμως δεν χρειαζόμαστε τ’ αφτιά όπως ίσως πιστεύουν πολλοί. Είναι ήχος, δονήσεις, τις οποίες ολόκληρο το σώμα μας μπορεί ν’ απορροφήσει μέσω του επιθηλιακού μας ιστού και των νευρώνων ώστε να κατευθυνθούν στον εγκέφαλο. Υπάρχουν άνθρωποι που στερούνται ακοής και είναι καταπληκτικοί επαγγελματίες μουσικοί. Ο Μπετόβεν είναι το γνωστότερο παράδειγμα, αλλά και τώρα υπάρχουν άνθρωποι που παίζουν με ορχήστρες και αναπτύσσουν αυτή τη σχέση. Και πέρα από το επαγγελματικό κομμάτι όμως, έχουμε παραδείγματα ασθενών σε εντατικές μονάδες οι οποίοι αντιμετωπίζουν προβλήματα στην ακουστική οδό και όμως αντιδρούν στη μουσική γιατί αντιλαμβάνονται τις δονήσεις».

Η πανδημία έχει επηρεάσει την έρευνά σας;

«Πριν από περίπου δύο μήνες, στην καρδιά της κρίσης, οργάνωσα μια τηλεδιάσκεψη όπου συμμετείχαν 300 άτομα από 40 χώρες κι εκεί, μεταξύ άλλων, συζητήσαμε το γεγονός ότι όλοι πλέον στρέφονται στη μουσική καθώς συναισθάνονται τη δύναμη που έχει να βγάλει τους ανθρώπους από το ψυχολογικό αδιέξοδο. Συνειδητοποιήσαμε ότι και εμείς δεν ξέρουμε πώς να διαχειριστούμε αυτά τα πράγματα και ότι πρέπει να επενδύσουμε περισσότερο στην επίδραση της μουσικής στην ψυχική υγεία».

Θεωρείτε ότι μπορεί να βοηθήσει και τους επαγγελματίες υγείας;

«Φυσικά. Στην παρούσα συγκυρία βλέπουμε αρκετούς οι οποίοι, μην έχοντας τρόπο να βγουν από το κλινικό περιβάλλον, αναζητούν στη μουσική το μέσο που θα τους προσφέρει ανάταση ψυχής και δυνατότητα να δημιουργήσουν νέες εικόνες. Αυτόν τον καιρό και για τα επόμενα δύο χρόνια δουλεύουμε επάνω σ’ ένα πρόγραμμα σε συνεργασία με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, όπου αναζητούμε το πώς μπορούμε να παρέμβουμε σε κλινικά περιβάλλοντα και να βοηθήσουμε τους επαγγελματίες σε ψυχολογικό επίπεδο μέσα από πιο αποτελεσματικούς τρόπους διαχείρισης του ήχου, της μουσικής αλλά και των τεχνών γενικότερα».

«Το πιο υποσχόμενο πεδίο αφορά την αρχή της ζωής»

{ERT}Με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, ποιες είναι οι πραγματικές δυνατότητες της μουσικής σε κλινικό επίπεδο;{ERT}
«Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει η παρεξηγημένη άποψη ότι η μουσική μπορεί να κάνει θαύματα. Εχει όντως σημαντικές δυνατότητες, αλλά υπάρχει ένας όρος, το λεγόμενο “precision tool”: ακριβές εργαλείο με συγκεκριμένες ιδιότητες και αποτελέσματα. Η μουσική δεν έχει φτάσει σε αυτό το σημείο. Ο κόσμος που ακούει διάφορα δεν πρέπει να χάνει την πίστη του, αλλά ταυτόχρονα να μη θεωρεί ότι μπορεί ν’ αντικαταστήσει τη συμβατική ιατρική. Μπορούν να συμβαδίσουν και να έχουν καλό αποτέλεσμα και αυτό υπογραμμίζει τη μεγάλη δύναμη της μουσικής. Εχει τη δυνατότητα να συνδυαστεί με κλινικά και ψυχολογικά περιβάλλοντα. Οι μουσικοθεραπευτές αυτή τη στιγμή κάνουν τεράστια προσπάθεια διεθνώς προκειμένου ν’ αναπτύξουν μια επιστήμη η οποία βαδίζει χέρι-χέρι με τις κλινικές μεθόδους, όχι για να τις αντικαταστήσει, αλλά για να τις βοηθήσει. Εκεί θέλω να καταλήξω. Αν έχουμε ένα τόσο δυνατό εργαλείο που δεν έχει κλινικές παρενέργειες, θα πρέπει να μάθουμε να το χρησιμοποιούμε. Αν δεν το μάθουμε, θα πρέπει να σταματήσουμε και σε αυτή την περίπτωση θα χάσουμε ένα πολύ σημαντικό εργαλείο από τη ζωή μας. Ενα εργαλείο ανάπτυξης και εξέλιξης το οποίο έχει να κάνει με την ίδια την ουσία της ζωής, που είναι να αφήσουμε κάτι πίσω μας, να το κληροδοτήσουμε στις επόμενες γενιές για να φτιάξουν έναν καλύτερο κόσμο».

{ERT}Βάσει των όσων ήδη γνωρίζουμε, σε ποιες περιπτώσεις μπορεί να φανεί πιο χρήσιμη η μουσική; Πού υπάρχουν οι περισσότερες προοπτικές;{ERT}
«Η μουσική έχει επεμβατικό αλλά και μη επεμβατικό χαρακτήρα. Ναι μεν εισβάλλει στη ζωή μας μέσω των δονήσεων, αλλά δεν έχει κλινικές παρενέργειες. Με βάση τη δική μου εμπειρία, το πιο υποσχόμενο πεδίο έχει να κάνει με την αρχή της ζωής. Τα πρόωρα μωρά, η ανάπτυξη των βρεφών… Σε αυτή την περίπτωση δεν ασχολούμαστε μόνο με παθήσεις, αλλά δημιουργούμε νέες μεθοδολογίες για το πώς μπορεί ν’ αναπτυχθεί ο άνθρωπος πιο γρήγορα στην αρχή της ζωής του. Τους πρώτους 18-20 μήνες, για παράδειγμα, όπου δεν υπάρχει ουσιαστική επικοινωνία διά μέσου της γλώσσας. Μιλώντας για ενηλίκους, θεωρώ πως η νόσος του Πάρκινσον είναι αυτή η οποία μπορεί να βοηθηθεί περισσότερο, γιατί έχουμε αρκετά δεδομένα ως προς τη βιολογική προσέγγιση. Αναφορικά με τη νόσο Αλτσχάιμερ, το Διαδίκτυο είναι γεμάτο από περιπτώσεις ανθρώπων που θυμούνται με την επίδραση της μουσικής, αλλά φοβάμαι πως δεν έχουμε πραγματικές παρεμβάσεις. Αν δεν μπορούμε να επαναλάβουμε κάτι ώστε να πετύχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα, δεν έχει νόημα».