Οι προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας δεν αφορούν μόνο την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης. Ο ψηφιακός και τεχνολογικός μετασχηματισμός, η ενεργειακή εξοικονόμηση, η κυκλική οικονομία, η καινοτομία και οι σύγχρονες δεξιότητες είναι προϋποθέσεις για την ενδυνάμωση της μεταποίησης και την ανθεκτικότητα της οικονομίας. Η αύξηση της συνεισφοράς της μεταποίησης στο 15% του ΑΕΠ οφείλει να συνοδεύεται από την ποιοτική αναβάθμιση των ίδιων των επιχειρήσεων, ειδικά των μεσαίων και μικρών (ΜμΕ).

Τα ΕΣΠΑ σχεδιάστηκαν από την ΕΕ για να παράσχουν σημαντικά χρηματοδοτικά εφόδια, αλλά με σαφή προσανατολισμό στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ΜμΕ. Δυστυχώς, παρά τα €160 δισ. (περίπου ένα ΑΕΠ) που έχει λάβει η Ελλάδα από το 1980, η βελτίωση αυτή δεν είναι ορατή. Οι ελληνικές ΜμΕ εξακολουθούν να κατέχουν το 50% της παραγωγικότητας των αντίστοιχων της ΕΕ. Υστερούν ακόμα και σε σύγκριση με κοντινές οικονομίες, όπως της Πορτογαλίας. Ενδεικτικά, εξάγουν προϊόντα αξίας μόλις €20 δισ. έναντι €33 δισ. στην Πορτογαλία.

Το 2020 κανονικά θα ήταν το τελευταίο έτος του τρέχοντος ΕΣΠΑ. Οι ευρωπαϊκοί πόροι που έχουν μπει στα ελληνικά ταμεία, μέχρι τις αρχές του 2020, φθάνουν στο 87%. Ωστόσο οι πόροι που εκταμιεύονται στην πραγματική οικονομία είναι μόλις στο 35%, η 5η χειρότερη επίδοση στην ΕΕ.

Ευτυχώς, τα εξαιρετικά αντανακλαστικά της πολιτείας στην υγειονομική κρίση δρομολόγησαν €5,7 δισ. από το ΕΣΠΑ στη στήριξη των επιχειρήσεων. Ομως, ακόμα και μετά τα έκτακτα προγράμματα, περίπου €7,8 δισ. παραμένουν αδιάθετα λόγω καθυστερήσεων, σχεδιαστικών προβλημάτων, διαχείρισης και λόγω περιορισμένων δυνατοτήτων ανταπόκρισης των επιχειρήσεων. Αυτό είναι πολυτέλεια σε μια χώρα που προσπαθεί να ανατάξει την οικονομία της μετά από μια δεκαετή οικονομική κρίση.

Η γραφειοκρατία και η εμμονή στην πιστοποίηση δαπανών (αντί των ωφελειών στην οικονομία) αποτελούν σημαντική τροχοπέδη. Ως αποτέλεσμα, αναπαράγεται ένα οικονομικό μοντέλο που δεν στηρίζει δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας αλλά τον παραγωγικό κατακερματισμό.

Είναι προφανές ότι το νέο ΕΣΠΑ αποτελεί ευκαιρία για μια νέα προσέγγιση, ώστε να μην προστεθεί στον μακρύ κατάλογο χαμένων ευκαιριών. Πρέπει να εστιάσουμε λιγότερο στο «πόσες» επιχειρήσεις θα πάρουν ΕΣΠΑ ή «πόσο» ΕΣΠΑ θα πάρουν και περισσότερο στον «σκοπό» για τον οποίο θα το πάρουν. Ανάλογες πολιτικές υιοθετήθηκαν στην Πορτογαλία και έφεραν οικονομίες κλίμακας, διεθνή ανταγωνιστικότητα και σταθερές δουλειές.

Συνεπώς, το νέο ΕΣΠΑ μπορεί να εξελιχθεί σε εργαλείο:

– Επιτάχυνσης του ψηφιακού και τεχνολογικού μετασχηματισμού.

– Επιτάχυνσης επενδύσεων στην κυκλική οικονομία και στην ενεργειακή εξοικονόμηση.

– Προώθησης συμπράξεων και συγχωνεύσεων.

– Ενίσχυσης διαπεριφερειακών συνεργασιών και ανάπτυξης σύγχρονων δεξιοτήτων.

Το νέο ΕΣΠΑ καλείται να μειώσει τη γραφειοκρατία. Λίγες προκηρύξεις μπορούν να συνδυάζουν πόρους από διαφορετικά ταμεία, ενώ ταχύτερες εγκρίσεις είναι εφικτές με τη χρήση εξωτερικών ελεγκτών.

Παράλληλα, είναι κρίσιμο να ληφθούν υπόψη τα προβλήματα ρευστότητας που δημιούργησε η υγειονομική κρίση. Προγράμματα όπως το ΤΕΠΙΧ, η επιδότηση τόκων, τα κεφάλαια κίνησης, πρέπει να διευρυνθούν. Ομως, προϋπόθεση παραμένει η φερεγγυότητα των επιχειρήσεων που ενισχύονται.

Ως προς τα εργαλεία χρηματοδότησης, η ΕΕ απομακρύνεται από τις άμεσες επιχορηγήσεις. Θέτει την ανάπτυξη (π.χ. πωλήσεις, επενδυτική απόδοση, μόνιμες θέσεις εργασίας) ως προϋπόθεση ενίσχυσης. Αν η Ελλάδα προτάξει ομοίως την ανακυκλούμενη χρηματοδότηση (π.χ. επιδοτούμενα δάνεια), τότε οι δημόσιοι πόροι θα επιστρέφουν στα δημόσια ταμεία μέσα από τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.

Ενα ΕΣΠΑ με κριτήριο την ανάπτυξη είναι προς όφελος και των επιχειρήσεων και της οικονομίας. Οσο πιο ανταγωνιστικές γίνονται οι ελληνικές ΜμΕ τόσο μεγαλώνει το αποτύπωμά τους στην οικονομία, στην απασχόληση και στην κοινωνική συνοχή.

 

* Ο δρ Γιώργος Ξηρογιάννης είναι αναπληρωτής γενικός διευθυντής ΣΕΒ.