Στις καλές εξαγωγικές επιδόσεις του κλάδου των τροφίμων και στις ευοίωνες προοπτικές του αναφέρεται μελέτη της Εθνικής Τράπεζας η οποία επικεντρώνεται σε πέντε προϊόντα (μήλο, ακτινίδιο, μέλι, γιαούρτι και ελιά) για τα οποία εκτιμά πως με την κατάλληλη στρατηγική θα μπορούσαν να συμβάλουν με επιπλέον 1,2 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση στις ελληνικές εξαγωγές τροφίμων.
 
Οπως επισημαίνει η έρευνα, η εξάπλωση της πανδημίας έπληξε την οικονομική δραστηριότητα σε παγκόσμιο επίπεδο και συνεπώς οι ελληνικές εξαγωγές δέχτηκαν πιέσεις (με τις εξαγωγές εκτός πετρελαίου να περιορίζονται κατά 7% το δίμηνο Μαρτίου – Απριλίου 2020 σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο). Θετική εξαίρεση σε αυτό το περιβάλλον αποτελούν οι εξαγωγές ελληνικών τροφίμων, οι οποίες αξιοποιώντας τη θετική υγειονομική εικόνα της Ελλάδας παρουσίασαν αύξηση κατά 9% κατά την προαναφερθείσα περίοδο.
 
Σύμφωνα με τους αναλυτές της Εθνικής, κρίσιμο ζητούμενο είναι η συγκυριακή αυτή αύξηση να λειτουργήσει ως έναυσμα αύξησης της διείσδυσης στις διεθνείς αγορές. Η προοπτική αυτή θεωρείται ως ένα εφικτό ενδεχόμενο, καθώς υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις ελληνικών τροφίμων που κέρδισαν σημαντικά εξαγωγικά μερίδια κατά την τελευταία δεκαετία.
 
«Σε αυτό το πλαίσιο, ξεχωρίσαμε πέντε τρόφιμα με επιτυχημένες εξωστρεφείς στρατηγικές: την ελιά, το γιαούρτι, το μέλι, το ακτινίδιο και το μήλο», αναφέρει η Εθνική και επισημαίνει πως τα στοιχεία-κλειδιά που φαίνεται να έκαναν τη διαφορά και συνεπώς μπορούν να αξιοποιηθούν και από άλλα ελληνικά τρόφιμα ως δούρειος ίππος για τις διεθνείς αγορές είναι:
 
Εστίαση στις αναπτυγμένες αγορές
Προώθηση σε branded μορφή (όχι χύμα)
Εξασφάλιση επάρκειας όγκου για διεκδίκηση μεριδίου στην premium αγορά
 
«Για να ανιχνεύσουμε τις βασικές παραμέτρους επιτυχίας, αναπτύξαμε ένα πλαίσιο κωδικοποίησης των στρατηγικών των 5 αυτών τροφίμων βάσει των παρακάτω αξόνων ανάλυσης» εξηγούν οι αναλυτές της Εθνικής:
χώρα προορισμού: βαθμός διείσδυσης σε αναπτυγμένες αγορές segment αγοράς: premium έναντι mass θέση στην αγορά: δυνατότητα κατάκτησης ηγετικού ρόλου όγκος (και μοναδικότητα) πρώτης ύλης: δυνατότητα αντιμετώπισης ανταγωνιστικών πιέσεων.
Μήλο: Συγκυριακή στρατηγική προς μη αναπτυγμένες αγορές
Τριπλασιάστηκε το μερίδιο των ελληνικών εξαγωγών μήλου στον κόσμο κατά την τελευταία δεκαετία (στο 0,6% το 2019 από 0,2% το 2009. Η εκτίναξη αυτή συνέβη λόγω αύξησης του όγκου ελληνικών εξαγωγών κατά 370% για την ίδια περίοδο (έναντι 13% παγκοσμίως). Ωστόσο, παράλληλα, σημειώθηκε μείωση της σχετικής τιμής του ελληνικού μήλου στις διεθνείς αγορές (σε 0,58 το 2019 από 0,73 το 2009) – εξέλιξη που το «απομακρύνει» από την premium market.
Επιπλέον, σημειώθηκε αναδιάταξη των αγορών προορισμού για το ελληνικό μήλο, με την Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή (κυρίως Σαουδική Αραβία και Ιορδανία) να κερδίζουν μερίδια (καλύπτοντας το 81% των ελληνικών εξαγωγών το 2019, από 1% το 2009). Η είσοδος της Ελλάδας σε αυτές τις αγορές ουσιαστικά αξιοποίησε το κενό που δημιουργήθηκε σε αυτές τις χώρες από τη διαταραχή των εμπορικών σχέσεων λόγω της πολιτικής αναταραχής στην περιοχή. Από την άλλη πλευρά, ανησυχητική είναι η συρρίκνωση της παρουσίας μας στην ΝΑ Ευρώπη, με τις εξαγωγές μας προς τα Βαλκάνια και τη Ρωσία να περιορίζονται κατά 60% κατά την τελευταία δεκαετία.
Η υψηλή εξάρτηση των ελληνικών εξαγωγών μήλου από αναπτυσσόμενες και ευμετάβλητες αγορές (των Βαλκανίων πριν μια δεκαετία, και της Μέσης Ανατολής σήμερα) εγκυμονεί τον κίνδυνο απότομης πτώσης της ζήτησης σε περίπτωση διαταραχής στη συγκεκριμένη αγορά. Ενδεικτικά, αναφέρουμε την πτώση των ελληνικών εξαγωγών κατά 25% τη τριετία2015-2017, λόγω της μείωσης ζήτησης στην Αίγυπτο (κατά 49%).
Για τα επόμενα χρόνια, σημαντική κρίνεται η αξιοποίηση των πρόσφατων εμπορικών συμφωνιών της Ελλάδας με Κίνα και Ινδία – δύο αγορές που αναπτύσσονται με διψήφιους ρυθμούς κατά την τελευταία πενταετία. Παράλληλα, θα μπορούσε να επιχειρηθεί δυναμικότερη είσοδος στην αγορά της ευρωζώνης, η οποία καλύπτει μόλις το 11% τωνελληνικών εξαγωγών μήλου, έναντι μεριδίου 69% για τα λοιπά τρόφιμα
Ακτινίδιο: Στροφή των ελληνικών εξαγωγών προς αναπτυγμένες αγορές
Πέμπτη χώρα σε εξαγωγές ακτινιδίου στον κόσμο αναδεικνύεται η Ελλάδα με μερίδιο 5,5% το 2019 (από 3,3% το 2009). Επίσης, αξιοσημείωτη είναι η στροφή των ελληνικών εξαγωγών την τελευταία δεκαετία προς τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης (2/3 του συνόλου το 2019 από 1/3 το 2009) από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (1/5 του συνόλου το 2019 από 3/5 το 2009. Σημειώνουμε ότι πλέον η Ελλάδα καλύπτει το 22% της αγοράς της Ιταλίας, το 10% της αγοράς της Ισπανίας και το 6% της αγοράς της Γερμανίας.
Η διεθνής αγορά ακτινιδίου αυξήθηκε κατά 40% σε όρους όγκου κατά την τελευταία δεκαετία. Η ανοδική ζήτηση άσκησε αυξητική πίεση στις παγκόσμιες τιμές (€1,75/kg το 2019 από €1,08/kg το 2009). Η τιμή του ελληνικού ακτινιδίου κινήθηκε επίσης ανοδικά αλλά λιγότερο έντονα από τον παγκόσμιο μέσο όρο (πιθανότατα λόγω προσπάθειας διεκδίκησης υψηλότερου μεριδίου) – με αποτέλεσμα, η σχετική τιμή του ελληνικού ακτινιδίου έναντι της μέσης παγκόσμιας τιμής να κινηθεί πτωτικά (σε 0,48 το 2019 από 0,57 το 2009). Το γεγονός αυτό παρατηρείται τόσο στην αγορά της Δυτικής Ευρώπης όσο και στην αγορά της Ανατολικής Ευρώπης.
Σημειώνουμε ότι η Ιταλία ως χώρα-κόμβος (δηλαδή, που εισάγει και εξάγει ακτινίδια) επιτυγχάνει τιμή εξαγωγής σχεδόν διπλάσια της τιμής που εισάγει από Ελλάδα (€1,44/kg έναντι €0,84/kg) – και έτσι καρπώνεται σημαντική υπεραξία.
Σε κάθε περίπτωση, η διεθνής αγορά ακτινιδίου είναι μια «δύσκολη» αγορά, καθώς η ηγέτιδα-εξαγωγέας Νέα Ζηλανδία καλύπτει το ½ της αγοράς, και επιτυγχάνει τιμή τριπλάσια της ελληνικής (€2,53/kg έναντι €0,84/kg το 2019).
 
Μέλι: Υψηλού ρίσκου επεκτατική στρατηγική με συνδυασμό ελληνικής παραγωγής και επανεξαγωγών
Ισχυρή άνοδο κατέγραψαν οι εξαγωγές μελιού της Ελλάδας διπλασιάζοντας σχεδόν το μερίδιό τους στην παγκόσμια αγορά κατά την τελευταία δεκαετία (σε 0,74% το 2019 από 0,42% το 2009), με τον όγκο ελληνικών εξαγωγώννα 5πλασιάζεται για την ίδια περίοδο (ενώη τιμή περιορίστηκε κατά 29%).
Για να κατανοηθούν οι εξελίξεις αυτές, είναι σημαντικό να σκιαγραφηθεί η πολυπλοκότητα της διεθνούς αγοράς μελιού, η οποία χονδρικά χωρίζεται σε τρία segments:  Εξαγωγείς χαμηλής τιμής (σε μεγάλο βαθμό πρώτης ύλης): Χώρες (όπως η Κίνα, η Αργεντινή και η Ινδία) εξάγουν σε τιμές κάτω των €2/kg και καλύπτουν σε όγκο το 70% της αγοράς.
Εξαγωγείς μεσαίας τιμής (περίπου €2-€5/kg): Στο segment αυτό κυριαρχούν κυρίως μεταπωλητές (όπως η Γερμανία) που λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό και ως ρυθμιστές της αγοράς.  Premium brand: H Νέα Ζηλανδία επιτυγχάνει τιμή δεκαπλάσια του μέσου όρου (περίπου €25/kg), καλύπτοντας σε όγκο μόλις το 1,2% της διεθνούς αγοράς.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα προσπαθεί να αυξήσει το σχετικό της όγκο, αξιοποιώντας και εισαγωγές μελιού από τη Βουλγαρία (οι οποίες 6πλασιάστηκαν σε όγκο κατά την τελευταία δεκαετία). Η στρατηγική αυτή στοχεύει να συνδυάσει το ρόλο του ποιοτικού παραγωγού με το ρόλο του μεταπωλητή, δημιουργώντας έτσι μια λεπτή ισορροπία για το brand του ελληνικού μελιού. Σημειώνουμε ότι η τιμή των ελληνικών εξαγωγών έχει περιοριστεί κ.μ.ο. στα €4/kg, από τα σχεδόν €6/kg πριν μια δεκαετία.
 
Γιαούρτι: Στρατηγική προτεραιότητα η διατήρηση της ηγετικής θέσης στην premium αγορά
Το ελληνικό γιαούρτι διατηρεί την ισχυρή του θέση στο παγκόσμιο εμπόριο με διπλασιασμό του μεριδίου του κατά την τελευταία δεκαετία (σε 7,5% το 2019 από 3,1% το 2009) και με σχετική τιμή 40% υψηλότερη της μέσης παγκόσμιας (€1,91/kg, έναντι €1,37/kg) – κατατάσσονταςέτσι τη χώρα μας σε ηγέτη της premium αγοράς.
Η στρατηγική της Ελλάδας την τελευταία δεκαετία χαρακτηρίζεται ως έντονα επεκτατική κυρίως προς τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης – με την ένταση της προσπάθειας να επικεντρώνεται αρχικά στο ΗΒ, μετά στην Ιταλία και μετά στη Γαλλία. Η διείσδυση που πέτυχε σε αυτές τις αγορές είναι εντυπωσιακή, με το μερίδιο της Ελλάδας να αυξάνεται στην Ιταλία στο 29% το 2019 (από 5% το 2009), στο ΗΒ στο 21% (από 8%) και στη Γαλλία στο 14% (από 1%).
Επιχειρώντας μια ευρύτερη προσέγγιση των συνθηκών που επικρατούν στη διεθνή αγορά, ξεχωρίζουμε 2 μεγάλα segments:  Premium segment (με τιμή άνω του €1,8/kg, το οποίο καλύπτει το 10% του όγκου της αγοράς το 2019 από 6% το 2009): Η Ελλάδα κατάφερε να αυξήσει το μερίδιο της σε αυτό το segment σε 48% το 2019 (από 29% το 2009). Ωστόσο, αναγκάστηκε εν μέρει να «αγοράσει» αυτή τη διείσδυση, καθώς η τιμή του ελληνικού γιαουρτιού είναι πλέον 26% χαμηλότερη έναντι των premium ανταγωνιστών του (ενώ ήταν σε παρόμοιο επίπεδο πριν μια δεκαετία).
Mass segment (με τιμή κάτω του €1,8/kg, το οποίο καλύπτει το 90% του όγκου της αγοράς): Κυρίαρχες δυνάμεις σε αυτό το segment είναι οι χώρες Γερμανία και Γαλλία (με αθροιστικό μερίδιο 40% της συγκεκριμένης αγοράς), και ανερχόμενες δυνάμεις είναι οι χώρες Σαουδική Αραβία, Αυστρία και Ισπανία (με αθροιστικόμερίδια 26,5% το 2019 από 18,5% το 2009 της mass market).
Ελιά: Ποιοτική υπεροχή της Ελλάδας
Η ελληνική ελιά διατηρεί σημαντικό μερίδιο στη διεθνή αγορά (17% σε όρους όγκου) και υψηλή τιμή (€2,6/kg, έναντι μέσης τιμής €1,73/kg), κρατώντας έτσι τα ηνία στην premium market. Ο έτερος μεγάλος παίκτης, η Ισπανία (με μερίδιο 39% σε όγκο), ηγείται στην mass market (με τιμή €1,3/kg).
Οι ελληνικές εξαγωγές ελιάς αποδείχθησαν ιδιαίτερα ανθεκτικές την τελευταία δεκαετία, καταγράφοντας σημαντική αύξηση (σε €452 εκατ. το 2019 από €190 εκατ. το 2009), με σχεδόν το 80% αυτών να κατευθύνεται σε αναπτυγμένες χώρες (κυρίως ΗΠΑ και Δυτική Ευρώπη). Αξιοσημείωτο είναι ότι η Ελλάδα καλύπτει πλέον το 1/3 των αγορών των ΗΠΑ, Γερμανίας, ΗΒ και Ιταλίας (από μερίδια της τάξης του 1/4 το 2009).
κυρίαρχη θέση της ελληνικής ελιάς αντανακλά σε μεγάλο βαθμό την ποιοτική υπεροχή του προϊόντος, η οποία οφείλεται στις επικρατούσες εδαφικές και κλιματολογικές συνθήκες της χώρας μας. Ωστόσο, υπάρχει περιθώριο περαιτέρω ανόδου της αξίας των εξαγωγών μας, καθώς σχεδόν τα 2/3 αυτών εξάγονται «χύμα». Δεδομένου ότι η τιμή των χύμα εξαγωγών είναι της τάξης του €1-2/kg ενώ των branded κυμαίνεται στα €5-6/kg, η τυποποίηση είναι σημαντικό να τεθεί ως βασική στρατηγική για τα επόμενα χρόνια.