Ετοιμες να θυσιάσουν την οργανική κερδοφορία της εφετινής αλλά και των δύο επόμενων χρήσεων είναι οι τραπεζικές διοικήσεις στον βωμό της κρίσης του κορωνοϊού και της αναπόφευκτης λόγω ύφεσης αύξησης των κόκκινων δανείων. Μπορεί να είναι νωρίς ακόμη για τη διατύπωση ασφαλών προβλέψεων για την πορεία της οικονομίας και κατ’ επέκταση των επισφαλειών, ωστόσο η επεξεργασία μακροοικονομικών σεναρίων έχει ήδη ξεκινήσει από τα πιστωτικά ιδρύματα.

Οπως επισημαίνει αναλυτής που παρακολουθεί τον κλάδο, είναι πιθανό την επόμενη διετία, με βάση τις επίσημες προβλέψεις της κυβέρνησης και της Τράπεζας της Ελλάδος για την εξέλιξη του ΑΕΠ, να κοκκινίσουν ενήμερα δάνεια έως και 15 δισ. ευρώ. Ως εκ τούτου, αναφέρει η ίδια πηγή, «για τη διατήρηση της κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε ικανοποιητικά επίπεδα, η αύξηση του κόστους για τον πιστωτικό κίνδυνο αποτελεί προτεραιότητα».

Ο ίδιος εκτιμά ότι οι τραπεζίτες θα επιλέξουν να θωρακίσουν τους ισολογισμούς με νέες προβλέψεις, καίγοντας τουλάχιστον για το 2020 και το 2021 το μεγαλύτερο μέρος των προ φόρων κερδών, ώστε να χτίσουν άμυνες διά παν ενδεχόμενο. Δεν αποκλείει μάλιστα, εάν δεν υπάρξει ισχυρή ανάκαμψη στην εγχώρια αγορά του χρόνου, η εφαρμογή αυτής της στρατηγικής να καταστεί αναγκαία και για το 2022.

Οπως εξηγεί, η εγγραφή των απαραίτητων προβλέψεων θα γίνει σταδιακά και όχι εφάπαξ σε μία χρονιά, καθώς η ισχύουσα νομοθεσία για την αναβαλλόμενη φορολογία δεν επιτρέπει την εμφάνιση ζημιών σε ετήσια βάση χωρίς την επιβάρυνση των ιδιωτών μετόχων (dilution).

Μάχη για τα έσοδα

Παράλληλα, θα δοθεί μάχη για τη συγκράτηση των καθαρών εσόδων από τόκους και προμήθειες σε όσο το δυνατόν υψηλότερα επίπεδα, προς εξασφάλιση των απαραίτητων πόρων. Στις διοικήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων υπάρχει αισιοδοξία ότι τα σχετικά μεγέθη θα παραμείνουν περίπου στα 3 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση, ποσό που θεωρείται αρκετό για την εφαρμογή μιας συντηρητικής πολιτικής στις προβλέψεις.

Η εκτίμηση αυτή στηρίζεται στα εξής:

Πρώτον, οι αναστολές αποπληρωμών στα ενήμερα δάνεια νοικοκυριών και επιχειρήσεων που πλήττονται από την κρίση του κορωνοϊού δεν θα ληφθούν υπ’ όψιν για τον καθορισμό των αποτελεσμάτων του 2020, βάσει των νέων εποπτικών κανόνων. Οι σχετικοί τόκοι θα εγγραφούν κανονικά.

Δεύτερον, οι προμήθειες, οι οποίες θα δεχθούν εφέτος πιέσεις, λόγω μείωσης της κατανάλωσης από Ελληνες και ξένους, συμμετέχουν με μικρό ποσοστό στα συνολικά οργανικά κέρδη. Αρα η επίδραση από την υποχώρησή τους δεν θα είναι σημαντική.

Τρίτον, βρίσκεται σε εξέλιξη ένα νέο πλέγμα δράσεων, με τη στήριξη και του Δημοσίου, για την ενίσχυση της ρευστότητας στην αγορά, η οποία κατευθύνεται κατά βάση σε υγιείς επιχειρήσεις. Δεν αποκλείεται λοιπόν εφέτος να ενισχυθούν οι ρυθμοί πιστωτικής επέκτασης στα επιχειρηματικά και επαγγελματικά δάνεια, οδηγώντας σε μεγέθυνση το υγιές χαρτοφυλάκιο των τραπεζών, άρα και στην ενίσχυση των εσόδων από τόκους. Μάλιστα, σε ορισμένα προγράμματα οι τόκοι είναι επιδοτούμενοι από το κράτος, οπότε θεωρούνται σε μεγάλο βαθμό εξασφαλισμένοι.

Τέταρτον, υπάρχουν ακόμη περιθώρια περιορισμού του κόστους. Κατά τη διάρκεια της καραντίνας καταγράφηκε στροφή των πελατών όλων των ηλικιών στα εναλλακτικά κανάλια, γεγονός που επιτρέπει την περαιτέρω συρρίκνωση του δικτύου των καταστημάτων. Εξάλλου, τα αποτελέσματα κάποιων δράσεων εξοικονόμησης δαπανών μόνιμου χαρακτήρα που ολοκληρώθηκαν πέρυσι θα αρχίσουν να αποτυπώνονται από τα εφετινά αποτελέσματα.

Πέμπτον, η καθυστέρηση λόγω των έκτακτων συνθηκών των εμπροσθοβαρών δράσεων εξυγίανσης (πωλήσεις, τιτλοποιήσεις) μπορεί να μην επιτρέπει την ταχύτερη αποκλιμάκωση των δεικτών καθυστερήσεων, λειτουργεί θετικά ωστόσο στα έσοδα από τόκους. Κι αυτό διότι τα κόκκινα δάνεια συμμετέχουν στα σχετικά μεγέθη, κατά το ποσοστό τους που θεωρείται ανακτήσιμο.

Κινητικότητα ξανά στην αγορά των κόκκινων δανείων

Κινητικότητα, παρά τις έκτακτες λόγω κορωνοϊού συνθήκες, καταγράφεται στην αγορά των κόκκινων δανείων. Την περασμένη εβδομάδα το υπουργείο Οικονομικών άναψε το πράσινο φως για τη χορήγηση στη Eurobank των πρώτων κρατικών εγγυήσεων του προγράμματος Ηρακλής για την τιτλοποίηση ύψους 7,50 δισ. ευρώ με την κωδική ονομασία Cairo, που ολοκληρώθηκε μετά την οριστικοποίηση του deal με την Do Value. Παράλληλα, στην Alpha Bank επανεκκινούν τις επαφές με επενδυτές για το project Galaxy, με στόχο να κλείσουν συμφωνία μέσα στο 2020. Τέλος, η PQH ολοκλήρωσε τη μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ανεξασφάλιστων δανείων λιανικής και μικρών επιχειρήσεων ονομαστικής αξίας 1,10 δισ. ευρώ στην Intrum, χωρίς αλλαγές στο τίμημα που είχε συμφωνηθεί τον περασμένο Δεκέμβριο (7% επί του χρέους ή 71 εκατ. ευρώ). Τραπεζικές πηγές σημειώνουν πως τουλάχιστον για όσο διαρκεί η κρίση δεν αναμένεται πίεση από τον επόπτη για ολοκλήρωση με όποιο κόστος των προγραμματισμένων συναλλαγών. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι οι διοικήσεις των ελληνικών ομίλων δεν θα επιταχύνουν την εκτέλεση του σχεδίου τους, εάν οι συνθήκες το επιτρέπουν.

Επανάκαμψη επενδυτών

Μιλώντας την Πέμπτη σε τηλεδιάσκεψη με αναλυτές μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων α΄ τριμήνου της τράπεζας, ο διευθύνων σύμβουλος της Alpha Bank Βασίλης Ψάλτης σημείωσε πως το ενδιαφέρον για επενδύσεις σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι ενεργό, ειδικά στα ενυπόθηκα ανοίγματα. Στο πλαίσιο αυτό, τις επόμενες εβδομάδες η τράπεζα θα λάβει τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης για οχήματα ειδικού σκοπού του Galaxy, που είναι απαραίτητες για ένταξη στο σχήμα «Ηρακλής» και θα αποκτήσει το 100% της εταιρείας διαχείρισης Cepal, ώστε να διαθέσει εν συνεχεία το πλειοψηφικό της ποσοστό στον επενδυτή που θα επιλεγεί για την τιτλοποίηση. Ο πήχης πάντως για το ύψος της έχει κατέβει από τα 12 στα 7,60 – 10 δισ. ευρώ, δεδομένης της αβεβαιότητας για την οικονομία τα επόμενα τρίμηνα, που επιδρά στη ζήτηση για εγχώριες αξίες.

Την προετοιμασία για τιτλοποιήσεις 7 δισ. ευρώ που προγραμμάτιζε για εφέτος και τον εταιρικό της μετασχηματισμό συνεχίζει και η Τράπεζα Πειραιώς.
Από την άλλη, πιο ξεκάθαρα είναι τα πράγματα στην Εθνική Τράπεζα. Το σχέδιό της προβλέπει

τιτλοποιήσεις 5-7 δισ. ευρώ κατά βάση στεγαστικών δανείων, χωρίς μετασχηματισμό του ομίλου ή πώληση εταιρείας διαχείρισης, όπως στους άλλους τρεις μεγάλους του κλάδου. Επιπλέον, έχει στη φαρέτρα της έκτακτα κέρδη 800 εκατ. ευρώ περίπου, τα οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει για την εξυγίανσή της ακόμη και με δυσμενέστερους όρους, εφόσον η διοίκησή της επιλέξει να επιταχύνει τον σχετικό επιχειρησιακό σχεδιασμό.