Η παγκόσμια οικονομία εισέρχεται, αναμφίβολα, σε μια πολύ βαθιά κρίση, σε μια ζώνη καταιγίδων. Η εξελισσόμενη κρίση χαρακτηρίζεται από στοιχεία που δεν έχουμε ξαναδεί προηγουμένως και, ενδεχομένως, η ανθρωπότητα δεν θα ξαναδεί ποτέ στο μέλλον. Διότι, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στο παρελθόν, αυτή είναι μια κρίση με δύο κινητήριες αιτίες, αντί για μία.

Η πρώτη είναι η δομική ανισορροπία των διεθνών οικονομικών μεγεθών, δοθέντος ότι  η παγκόσμια οικονομία ασθενούσε ήδη, πριν από την έλευση του COVID-19. Αυτό οφειλόταν στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009. Επρόκειτο για μια κρίση υπερχρέωσης, η οποία όμως, στην περίοδο της κατάρρευσης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, κυρίως των ΗΠΑ, δημιούργησε μια κρίση ρευστότητας. Η προσφορά ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες στις συγκεκριμένες συνθήκες ήταν η αναγκαία κίνηση που έσωσε την οικονομία από την καταστροφή. Πλην όμως, η πρακτική αυτή, γνωστή ως «ποσοτική χαλάρωση», δεν απεσύρθη εγκαίρως στη συνέχεια, γιατί οι οικονομίες είχαν συνηθίσει στο «φθηνό χρήμα», όπως ο τραυματίας μετά την ανάρρωσή του έχει πλέον συνηθίσει τη μορφίνη και δεν μπορεί χωρίς αυτήν. Ετσι, ενώ το πρόβλημα του 2008 ήταν η υπερχρέωση, το ιδιωτικό και δημόσιο χρέος, διεθνώς, αντί να μειωθεί, από το 2009 και μετά αυξήθηκε. Από 200 τρισ. δολάρια το 2009 αυξήθηκε σε 255 τρισ. δολάρια το 2019 (από το 290% του παγκόσμιου ΑΕΠ στο 320%). Το παγκόσμιο εταιρικό χρέος, ιδιαιτέρως, υπερδιπλασιάστηκε φτάνοντας τα 70 τρισ. δολάρια (πάνω από το 90% του παγκόσμιου ΑΕΠ). Η μόχλευση που δημιουργούσε η πιστωτική χαλάρωση οδήγησε τις χρηματιστηριακές αξίες σε ύψη αναντίστοιχα με τις εταιρικές κερδοφορίες.

Σε αυτές τις δομικές ανισορροπίες που προοιωνίζονταν μια αναπόφευκτη ισχυρή διορθωτική πτώση, την οποία πολλοί ανέμεναν, ήρθε τελείως απροσδόκητα να προστεθεί η πανδημία τού COVID-19, ο οποίος, μάλιστα, θα μπορούσε να επιφέρει μόνος του τεράστια ύφεση ακόμα και σε μια ισορροπημένη οικονομία. Οι οικονομικές του επιπτώσεις είναι διττές και πρωτοφανείς. Δημιουργεί μια τεράστια κρίση ζήτησης μηδενίζοντας τη ζήτηση για υπηρεσίες και αγαθά που δεν είναι πρώτης ανάγκης (ταξίδια, ψυχαγωγία κ.λπ.), οδηγώντας τους σχετικούς κλάδους στα όρια της εξαφάνισης. Ταυτοχρόνως, δημιουργεί και μια τεράστια κρίση προσφοράς, δυναμιτίζοντας την παγκοσμιοποιημένη οικονομία που είναι αρθρωμένη γύρω από τις «διεθνείς αλυσίδες αξίας» τις οποίες διακόπτει (οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να μεταβούν στις εργασίες τους και να παράγουν, ακόμα και αν υπάρχει ζήτηση για τα προϊόντα τους).

Σε αυτή την κατάσταση, καμία οικονομική πολιτική κλασικού τύπου, από μόνη της, δεν μπορεί να έχει αποτέλεσμα. Η κλασική δημοσιονομική επέκταση, ώστε να τονωθεί η ζήτηση, δεν θα φέρει κανένα αποτέλεσμα με τους καταναλωτές κλεισμένους στα σπίτια τους. Από την άλλη, η κλασική προσπάθεια ενίσχυσης της προσφοράς με χαμηλότοκα δάνεια επίσης δεν έχει νόημα: οι ακινητοποιημένες επιχειρήσεις δεν ενδιαφέρονται για δάνεια που δεν θα μπορέσουν να αποπληρώσουν, εφόσον δεν παράγουν.

Απαιτείται, συνεπώς, μια υβριδική, αντισυμβατική οικονομική πολιτική με ευρύτερους κοινωνικούς στόχους, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση πολέμου. Πρώτον, να κατευθυνθεί όλη η διαθέσιμη κοινωνική ενέργεια στη διατήρηση της δυναμικότητας των κλάδων που εγγυώνται την επιβίωση: διατροφή, υγεία, ενέργεια, ασφάλεια/άμυνα και επικοινωνίες. Δεύτερον, να καλυφθούν οι βιοτικές ανάγκες όλων των πολιτών, ασχέτως εργασιακού καθεστώτος, και με τις λιγότερες δυνατές απώλειες σε θέσεις εργασίας. Τρίτον, να υπάρξουν όσο το δυνατόν λιγότερες χρεοκοπημένες επιχειρήσεις, ώστε το παραγωγικό δυναμικό να είναι έτοιμο να ενεργοποιηθεί πλήρως μετά τη λήξη της πανδημίας. Ολα αυτά έχουν έναν κοινό παρονομαστή: ρευστότητα που, με τη σειρά της, συνεπάγεται την προσφορά «νέου χρήματος». Η γνωστή φράση «ό,τι απαιτείται» για να έχει αποτέλεσμα υπό τις παρούσες συνθήκες πρέπει να συγκεκριμενοποιηθεί σε «όσο χρήμα απαιτείται».

Η αντιμετώπιση της κρίσης προς το καλό όλων απαιτεί διεθνή συνεργασία, συντονισμό και αλληλεγγύη. Κάτι που αν και αυτονόητο στην περίπτωση της ΕΕ και της ευρωζώνης, δεν μπορεί δυστυχώς να θεωρείται δεδομένο. Εμποδίζεται από παραδοσιακές φοβίες, εμμονές και ιδεοληψίες, τόσο σε επίπεδο συλλογικών κοινωνικών προκαταλήψεων όσο και σε τεχνοκρατικό επίπεδο. Οι τεχνοκράτες, προεξάρχουσας της ΕΚΤ, φοβούνται τη δημιουργία πληθωρισμού εάν επιλέξουν την αντισυμβατική λύση της χρήσης του εκδοτικού της δικαιώματος για τη δημιουργία νέου χρήματος προς αντιμετώπιση της κρίσης. Οι ψηφοφόροι των βορείων χωρών, επηρεασμένοι και από μια ειδική κατηγορία πολιτικών, φοβούνται ότι θα κληθούν να πληρώσουν αυτοί τον λογαριασμό για τη διάσωση των «αφρόνων» ψηφοφόρων του Νότου.

Πιστεύουμε ότι στις συγκεκριμένες συνθήκες οι εν λόγω απόψεις όχι μόνο είναι εσφαλμένες αλλά και λειτουργούν εις βάρος των φορέων τους. Δεν υφίσταται σοβαρός πληθωριστικός κίνδυνος στην περίπτωση της αντισυμβατικής ενίσχυσης επιχειρήσεων, ειδικά σε χώρες που οι κυβερνήσεις τους δεν διαθέτουν «δημοσιονομικό χώρο». Το αντίθετο. Σε κρίσεις από τη μεριά της προσφοράς, είναι η κατάρρευση της παραγωγής και τα παραγωγικά «μποτιλιαρίσματα» (bottlenecks) εκείνα που μπορούν να οδηγήσουν σε έλλειψη προϊόντων και άνοδο των τιμών. Οπως συνέβη στην πετρελαϊκή κρίση με τον στασιμοπληθωρισμό της δεκαετίας του ’70. Η μονομερής παροχή μη επιστρεπτέας βοήθειας στους κομβικούς τομείς και επιχειρήσεις, κατά την κρίσιμη περίοδο, διευκολύνοντας την προσφορά δρα αντιπληθωριστικά. Πράγμα που είναι ακριβώς το αντίθετο από ό,τι πιστεύει ένας παραδοσιακός και μονοσήμαντος τρόπος σκέψης. Αλλά, ακόμα και αν υπήρχε πληθωριστικός κίνδυνος «τώρα» ή «μετά», αυτό θα ήταν δευτερεύουσας σημασίας μπροστά στα θέματα που διακυβεύονται. Οι σημαντικοί στόχοι σήμερα, έναντι των οποίων όλα τα άλλα, μεταξύ των οποίων και ο πληθωρισμός, έχουν δευτερεύουσα σημασία, είναι η προστασία της υγείας των ευρωπαίων πολιτών, η κάλυψη των βιοτικών τους αναγκών και η διατήρηση, όσο το δυνατόν περισσότερο, αλώβητου του παραγωγικού δυναμικού της Ευρώπης.

Ο φόβος των πολιτών και των πολιτικών του πλούσιου Βορρά, από την άλλη, πως θα κληθούν να επωμισθούν τις συνέπειες της κρίσης στη Νότια Ευρώπη, κινδυνεύει να επαληθευθεί όχι εάν συμβάλουν, επιδεικνύοντας πνεύμα συνεργασίας και αλληλεγγύης, αλλά εάν δεν συμβάλουν! Εάν οι οικονομίες του Νότου οδηγηθούν στη χρεοκοπία, οι συνέπειες θα είναι δυσβάστακτες για τις χώρες του Βορρά, τόσο λόγω των ζημιών που θα υποστεί το «χαρτοφυλάκιό» τους (ομόλογα, επενδύσεις, τραπεζικές οφειλές κ.λπ.) όσο και διότι θα χάσουν την πιο ισχυρή πηγή ζήτησης για τις εκροές των οικονομιών τους.

Βρισκόμαστε μπροστά σε μια πρωτοφανή κατάσταση, περίπλοκη και σύνθετη. Το παραδοσιακό bazooka στο οποίο επιθυμεί να προσφύγει ο συμβατικός και αρτηριοσκληρωτικός τρόπος σκέψης από μόνο του δεν αρκεί. Ηταν το κατάλληλο όπλο του προηγούμενου πολέμου. Σήμερα απαιτείται σύνθετη, δημιουργική και αντισυμβατική σκέψη και ευελιξία ενεργειών από την πλευρά των ηγεσιών.

Ο κ. Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι καθηγητής, τέως πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και ο Δημήτρης Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος. Είναι συγγραφείς του νεοκδοθέντος βιβλίου «Ζήτημα εθνικής επιβίωσης», εκδόσεις Κριτική.